Τι θα κάναμε, με άλλα λόγια, αν έλεγε τα αντίθετα;

Είναι πολύ απλό: θα της ασκούσαμε κριτική για αυτά που είπε. Δεν υπάρχει καμία δικαστική απόφαση η οποία να λαμβάνεται ερήμην του πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο συζητάμε. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό το πλαίσιο είναι με μία λέξη αυτό που ονομάζουμε πατριαρχία.

Εάν επρόκειτο για ένα ακόμη από αυτά που οι ειδήσεις και τα δημοσιογραφικά κλισέ ονομάζουν “φρικιαστικά εγκλήματα” και μας ζητούν να συμμετάσχουμε στο φαντασιακό λιντσάρισμα του δράστη που εικονίζεται ως τέρας, κτήνος και δεν ξέρω εγώ τι άλλο, εγώ δεν θα συμμετείχα σε μία τέτοια διαδικασία ψυχικής εκτόνωσης εις βάρος κάποιου που είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος ολόκληρης της κοινωνίας.

Με ενδιαφέρει αυτή η ιστορία, και τολμώ να πω ότι μας ενδιαφέρει στο ThePressProject -εμάς που δεν κάνουμε αστυνομικό ρεπορτάζ και δεν γράφουμε δακρύβρεχτα κείμενα για αθώα βρέφη που υπέφεραν στα χέρια αδίστακτων εγκληματιών- διότι η νοοτροπία που εκφράστηκε από τους δράστες και με τόσο αδιανόητο θράσος διατυπώνεται σήμερα από τους συνηγόρους τους είναι μία νοοτροπία ενοχοποίησης του θύματος η οποία διαποτίζει ολόκληρη την κοινωνία μας.

Την ώρα λοιπόν που η απέναντι πλευρά κάνει συστηματική προπαγάνδα τοξικής αρρενωπότητας και ενοχοποίησης των θυμάτων, εμείς ανησυχούμε μήπως η εισαγγελέας παρασύρθηκε από το θυμικό της λέγοντας τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη και ζητώντας δικαιοσύνη.

Δεν ξέρω αν υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι η δικαστική διαδικασία είναι κάποιο είδος μαθηματικής εξίσωσης στο οποίο θα βάλουμε κάτω τα δεδομένα και θα βγάλουμε ψύχραιμα συμπεράσματα, αρκεί να μείνουμε ανεπηρέαστοι από το θυμικό μας. Δεν είναι κάτι τέτοιο, είναι πολύ συχνά ένας στίβος μέσα στον οποίο ανταγωνίζονται αντικρουόμενες πεποιθήσεις, ευαισθησίες, στερεότυπα και προκαταλήψεις. Αν οι νόμοι παρήγαγαν αποφάσεις αυτομάτως, δεν θα παρεμβάλλονταν τα δικαστήρια, θα αποφάσιζε κάποιος αλγόριθμος.

Εγραψε πολύ σωστά η Έφη Γιαννοπούλου ότι αν είχαμε επίκληση στο συναίσθημα από έναν άντρα πατριώτη που δάκρυζε για την πατρίδα του, δεν θα είχαμε καμία αντίρρηση. Δεν ισχυρίζομαι σε καμία περίπτωση ότι δικαιολογείται να μας παρασύρει το θυμικό, με την έννοια ότι μπορεί οποιοσδήποτε δικαστικός λειτουργός (αλλά ακόμη και εμείς οι ίδιοι που σχολιάζουμε στη δημόσια σφαίρα) να έχει το δικαίωμα να παραβλέψει γεγονότα, να μεγαλοποιεί ή να ακυρώνει κάποια λεπτομέρεια αυτών των περιστατικών προκειμένου να ικανοποιήσουμε το θυμικό μας. Αυτό δεν θα το ανεχόμουν και βεβαίως πολύ περισσότερο δεν θα το ενθάρρυνα ποτέ.

Όμως ακριβώς επειδή στον διάλογο αυτό προσέρχεται κάνεις με τα στερεότυπα που τόσο ανάλαφρα μπορούσαν να επικαλεστούν οι δικηγόροι, ότι δεν είδαν κανέναν βιασμό και ότι η κοπέλα αυτή έκανε χρήση ναρκωτικών άρα ούτε γάτα ούτε ζημιά, θα έλεγα ότι αντιθέτως χρειαζόμαστε κι άλλο θυμικό.

Μόνο του το θυμικό, χωρίς δικαιοσύνη, θα μπορούσε να είναι το κίνητρο οποιουδήποτε τυφλού εγκληματικού πάθους. Όμως αυτό που συζητούμε τώρα είναι ένα μείγμα στο οποίο αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά αντιμετωπίζονται με οργή, πρώτον για το ότι συνέβησαν και δεύτερον για το ότι συγκαλύφθηκαν και γίνεται απόπειρα να δικαιολογηθούν.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μία εισαγγελέας εκφράζεται με λόγο συναισθηματικά φορτισμένο. Να όμως που, τώρα, που αυτό που διακυβεύεται είναι οι κυρίαρχες αξίες αρρενωπότητας που καθιστούν το θύμα ένοχο γιατί δεν ήταν αρκετά φρόνιμο και γιατί δεν απέφυγε αρκετά τα στραβοπατήματα ώστε να μην προκαλέσει τον βιασμό της, ξαφνικά ζητούν όλοι από την εισαγγελέα να παραμείνει ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη.

Βρήκα εντελώς άστοχη και προκλητική την παρέμβαση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών καθώς και του υφυπουργού κύριου Σκέρτσου (υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ που εξέφραζε δημόσια “προσωπικές απόψεις”, και δεν ντράπηκε που δικαιολογήθηκε έτσι), πού ήταν οι δύο άντρες που αποφάσισαν να πεταχτούν στη συζήτηση για να συμμαζέψουν την εισαγγελέα και να της πουν πώς να κάνει τη δουλειά της. Η παρέμβασή τους και η υπεράσπιση του υφυπουργού από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο δείχνουν ακριβώς ότι δεν είμαστε παράσιτο κάποιας μαθηματικής εξίσωσης, αλλά θεατές μιας χυδαίας απόπειρας να γείρει η πλάστιγγα προς τα παλληκάρια με τα γυμνασμένα μπράτσα και τη νεκρωμένη ηθική.

Όσοι αυτή τη στιγμή ζητούμε δικαιοσύνη για το θύμα και δεν υποτασσόμαστε στα επιχειρήματα του τύπου “τι ζητούσε εκεί, τι φορούσε και πώς φέρθηκε” πιστεύω ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και έχουμε κάθε δικαίωμα να φωνάζουμε, επειδή η κοινωνία μας είναι υπερβολικά επιεικής με τους βιαστές και υπερβολικά καχύποπτη απέναντι στα θύματά τους. Χρειαζόμαστε όλο το θυμικό που μπορούν να επιστρατεύσουν άνθρωποι που εμπλέκονται ή δεν εμπλέκονται σε αυτή την ιστορία, άντρες και ακόμη περισσότερο γυναίκες, προκειμένου να εισακουστεί πιο ισχυρά η φωνή του θύματος από την φωνή των βιαστών. Σέβομαι όποιον πιστεύει ότι αυτό δεν θα γίνει με φωνασκίες αλλά με ακαδημαϊκές ασκήσεις δικαίου, αλλά διαφωνώ. Το δίκιο της Τοπαλούδη έχει ανάγκη από επιχειρήματα, αλλά η κουλτούρα της ενοχοποίησης του θύματος είναι ένας πόλεμος ιδεών, που διεξάγεται όπως όλοι οι πόλεμοι ιδεών. Με πάθος και με την επίγνωση ότι ποτέ δεν διακυβεύονται μόνο ιδέες.