του Κώστα Εφήμερου
Επίσης θα χρειαστεί να μιλήσω όχι για το τι έκανε ο κάθε χωριστός υποψήφιος καναλάρχης και πολιτικός, αλλά πολύ πιο γενικά για το τι σημαίνει ιστορικά η ανακάλυψη της δημοσιογραφίας. Γιατί τα όριά της νομίζουμε ότι τα θέτουν οι εκάστοτε διαχειριστές της, αλλά στην πραγματικότητα τα θέτουν οι ρίζες και η καταγωγή της. Είναι, μ’ ένα λόγο, αυτό που λέμε: προβλήματα δομικά.
Παρότι στις εφημερίδες και πολύ περισσότερο στο internet δεν συνηθίζεται να συζητιούνται εκτενώς τέτοια θέματα, θα προσπαθήσω να εξηγήσω ότι αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα. Και έτσι θα τολμήσω να κάνω όλα αυτά που δεν πρέπει να κάνει ένα άρθρο: μια εκτενής περιήγηση στο παρελθόν, προκειμένου να εξηγήσω αναλυτικά ποιο είναι για μένα το πρόβλημα με τη δημοσιογραφία, για να μπορέσω να εξηγήσω μετά ποια είναι η λύση που σκέφτομαι και υπερασπίζομαι εμπράκτως με το ThePressProject.
Εισαγωγή
Ο ρόλος της τηλεόρασης τα τελευταία 27 χρόνια είναι γνωστός στη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Η ανυποληψία των δημοσιογράφων έχει καταφέρει να ξεπεράσει ακόμα και αυτή των πολιτικών και έτσι είναι μάλλον λογικό το ενδόμυχο συναίσθημα ικανοποίησης που νιώσαμε όλοι όταν ακούσαμε τα ποσά που θα πρέπει να διαθέσουν οι επίδοξοι καναλάρχες για να συνεχίζουν να μας χειραγωγούν.
Για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών το μοναδικό κριτήριο ήταν το πορτοφόλι των επίδοξων καναλαρχών. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι και τα 246 εκατομμύρια θα πάνε στους απόκληρους του συστήματος, στο ενάμισι εκατομμύριο π.χ. των ανέργων της τελευταίας εξαετίας. Κάτι τέτοιο θα έδινε 164€ εφάπαξ σε κάθε άνεργο. Το ποσό είναι μάλλον ασήμαντο σε σχέση με το δικαίωμά μας να ζούμε σε μια δημοκρατική χώρα.
Το επιχείρημα ότι η δημοσιογραφία είναι πυλώνας της δημοκρατίας το έχετε ξανακούσει, αλλά επειδή το χρησιμοποιούσε συχνά και ο Πρετεντέρης μάλλον δεν του έχετε δώσει την πρέπουσα σημασία. Μας συνέβη αυτό, σε όλους. Οικειοποιήθηκαν τις λέξεις, τα ιδεολογικά σχήματα, τις έννοιες και στο τέλος διαστρέβλωσαν την ίδια την ουσία της ενημέρωσης, αδιαφορώντας πλήρως για το έγκλημα που διέπρατταν (όσο τα αφεντικά τους υπέγραφαν εργολαβικά συμβόλαια).
Το κείμενο που ακολουθεί είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο γίνεται μια προσπάθεια να εξηγηθεί αυτό το ατιμώρητο έγκλημα και να καταγραφούν τα θύματά του. Είναι κάπως μεγάλο και εκτός της μόδας των μικρών εύπεπτων ιστοριών που διαβάζονται από το smartphone μεταξύ δύο σταθμών του Μετρό. Σας προτρέπω, ωστόσο, να το διαβάσετε, αφού θα μπορούσε να προσφέρει το κοινό έδαφος που είναι απαραίτητο για μια ουσιαστική συζήτηση για το μέλλον μας. Το δεύτερο μέρος αφορά το ThePressProject και την προσπάθειά μας εδώ. Είναι μια αποτίμηση και μια απολογία για όσα καταφέραμε και όσα δεν καταφέραμε, και πιστεύω ότι πρέπει να του αφιερώσετε λίγο χρόνο, ιδίως αν διατηρείτε κριτική στάση απέναντί μας.
Στο δεύτερο μέρος θα βρείτε αρκετές ιδέες και προτάσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση θα σας παρακαλέσω θερμά να με βοηθήσετε να διαδοθεί αυτό το κείμενο. Το Facebook απαιτεί πάνω από 300 ευρώ ανά post μόνο και μόνο για να δείξει την ανάρτησή μας στους μισούς από όσους έχουν κάνει like στη σελίδα μας. Ο μόνος τρόπος να ανοίξει αυτή η συζήτηση είναι να κάνετε εσείς ένα share (ή έστω ένα like) στους λογαριασμούς κοινωνικών δικτύων σας. Σας ευχαριστώ προκαταβολικά.
Η κοινή γνώμη και τα χρόνια της αθωότητας
Η σύγχρονη ιστορία είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορία της δημοσιογραφίας. Όποιος θέλει να κατανοήσει την εξέλιξη του δυτικού κόσμου πρέπει οπωσδήποτε να ξεφυλλίσει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων των τελευταίων αιώνων. Το 1834 η εφημερίδα The Sun της Νέας Υόρκης έγραφε στο editorial: «Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι όλοι διαβάζουν τη The Sun […] Από τον αριστοκράτη που τον μεταφέρουν με την άμαξα, μέχρι τον εργάτη που καθαρίζει τον δρόμο από τον οποίο περνάνε τα άλογα, όλοι τους διαβάζουν την The Sun. Δεν θα βρείτε ούτε έναν δωδεκάχρονο που ζει στη Νέα Υόρκη ή σε κάποιο περίχωρο, που να μη γνωρίζει το πρωτοσέλιδό μας». Η δύναμη ήταν τεράστια και μετατρεπόταν σε κάτι που σήμερα μπορεί να φαντάζει εντελώς τετριμμένο, αλλά ως έννοια εφευρέθηκε μόλις πριν από 200 χρόνια: την «κοινή γνώμη». Η κοινή γνώμη ήταν πλέον ένα μετρήσιμο μέγεθος, κάτι που μπορούσε να επηρεαστεί και να χρησιμοποιηθεί προς τη μια κατεύθυνση ή την άλλη. Ήταν ένα πανίσχυρο όπλο που όποιος μπορούσε να το στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση είχε στα χέρια του τον κόσμο ολόκληρο. Ήταν όμως ταυτόχρονα και ένα όπλο χωρίς άμυνα. Σαν ένα δυνατό άρμα μάχης παρατημένο στη μέση μιας ερημιάς. Όποιος θα κατάφερνε να το αποκτήσει μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο.
Η ενημέρωση όρισε τις κοινότητες, δημιουργώντας κοινή γλώσσα και κοινή κατανόηση της πραγματικότητας. Η δημοσιογραφία βοήθησε τις κοινωνίες να ορίσουν τους στόχους τους, τους ήρωες και τους αντιήρωές τους. Προσέφερε το κοινό υπόβαθρο σε μια εποχή που τα κέντρα επιρροής ήταν κατακερματισμένα, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν σχεδιασμένο μόνο για τους ισχυρούς. Για τους σύγχρονους ιστορικούς είναι πολύ δύσκολο να απομονωθεί από την ιστορία των τελευταίων αιώνων η έννοια της δημοσιογραφίας από την έννοια του σχηματισμού των κοινοτήτων και την ίδια την επικράτηση της έννοιας της δημοκρατίας.
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1690 ο εκδότης Richard Pierce κρατούσε στα χέρια του την πρώτη σύγχρονου τύπου εφημερίδα. Μέχρι τότε οι «ενημερωτικές εκδόσεις» ήταν ολιγοσέλιδες και τυπώνονταν σε ελάχιστο τιράζ. Διανοούμενοι, αριστοκράτες και καλλιτέχνες συγκεντρώνονταν στα καφενεία Ευρώπης και Αμερικής για να τις βρουν αναρτημένες και κάποιος με βροντερή φωνή αναλάμβανε να τις διαβάσει. Η Publick Occurences όμως τυπώθηκε σε μεγάλο τιράζ, ήταν μηνιαία και πολυσέλιδη, και η τιμή της ήταν προσιτή. Η θεματολογία της ήταν ευρεία και η οπτική της ιδιαίτερα κριτική προς τις αποικιοκρατικές βρετανικές αρχές. Και αυτό το τελευταίο… δεν άρεσε καθόλου στις αρχές, οι οποίες την ίδια ημέρα απαγόρευσαν την κυκλοφορία της, κατάσχεσαν όλα τα φύλλα και σφράγισαν το τυπογραφείο. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αποικιοκρατικής Κυβέρνησης στη Βοστόνη ο εκδότης δεν έχει φροντίσει να πάρει άδεια πριν προχωρήσει στην έκδοση. Αλλά το πιο διασκεδαστικό είναι ότι όταν κατά τη ακρόασή του ο Pierce επεσήμανε ότι δεν υπήρχε διαδικασία αδειοδότησης για την έκδοση εφημερίδας, οι αρχές απάντησαν «από σήμερα θα υπάρχει».
Οι κυβερνήτες της Βοστόνης ήταν αρκετά διορατικοί ώστε να προβλέψουν την τεράστια δύναμη του ανερχόμενου μέσου, αλλά και αρκετά ηλίθιοι ώστε να πιστέψουν ότι θα μπορούσαν να τη σταματήσουν. Τουλάχιστον με αυτό τον άγαρμπο τρόπο. Χρειάστηκε να περάσει λίγος χρόνος μέχρι να δημιουργηθεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός προπαγάνδας, λογοκρισίας και χειραγώγησης.
Εκείνα τα χρόνια -και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα- οι εφημερίδες εκδίδονταν από νέα, φιλόδοξα μέλη της αστικής τάξης που δεν είχαν διασυνδέσεις με την παραδοσιακή αριστοκρατία των ολιγαρχών. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία των ατμομηχανών κατάφεραν να ανεβάσουν το τιράζ και να ρίξουν τις τιμές προσεγγίζοντας τεράστιες μάζες πολιτών. Οι νέες «εφημερίδες της πεντάρας» ήταν προσιτές σε όλους και η τρομακτική τους επιτυχία δημιούργησε σύντομα έντονο ανταγωνισμό, ο οποίος με τη σειρά του δημιούργησε δύο νέες τάσεις: τη «δημοσιογραφία για τους φτωχούς» και την εφεύρεση της «αντικειμενικότητας». Οι εφημερίδες προσπαθούσαν να κερδίσουν όλο και περισσότερους αναγνώστες και για να το πετύχουν αυτό έπρεπε να απευθύνονται σε όλο και μεγαλύτερες μάζες. Οι φτωχοί ήταν φυσικά πάντα η μεγαλύτερη, αλλά και αυτοί ήταν χωρισμένοι σε υποομάδες με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις και καταβολές. Η λύση που σκέφτηκαν οι λαϊκιστικές εφημερίδες που σήμερα είναι γνωστές ως «κίτρινος Τύπος» ή «tabloid» ονομάστηκε «αντικειμενικότητα». Η ιδέα ήταν απλή: Αν παρουσιάζονταν τα γεγονότα, χωρίς ερμηνείες και αναλύσεις, τότε θα υπήρχαν λιγότερες διαφωνίες και άρα μεγαλύτερα τμήματα των πολιτών θα μετατρέπονταν σε πελάτες του μέσου.
Είναι διασκεδαστικό ότι η «αντικειμενικότητα» (που, όπως θα δούμε παρακάτω, αποτελεί έτσι και αλλιώς αφελές σχήμα) ήταν ανακάλυψη της λαϊκιστικής ενημέρωσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, στο τέλος δηλαδή της περιόδου της αθωότητας, τα ΜΜΕ, χωρίστηκαν στα δύο και αρκετές μεγάλες εφημερίδες πήραν διαζύγιο από τη δημοσιογραφική δεοντολογία και το εκδοτικό όραμα της εκπαίδευσης των μαζών.
Μη φαντάζεστε ωστόσο και τη «δημοσιογραφία για τους φτωχούς» που παρέμεινε πιστή στις αρχές της, ως κάτι πιο προχωρημένο από την εποχή της. Η βρετανική Guardian που εδραιώθηκε ως προοδευτική εφημερίδα -και θεωρείται σήμερα από τα πλέον αξιόπιστα κέντρα ενημέρωσης- έγραφε το 1831 στο editorial του πρώτου φύλλου της: «Αντιπροσωπεύουμε τη μάζα, τους φτωχούς, αυτούς που υποφέρουν, τους εργάτες και την παραγωγική τάξη […] θα σας μάθουμε τη δύναμή σας και θα σας μάθουμε ότι οι εκπρόσωποι της εξουσίας είναι οι αφέντες σας και όχι εσείς οι σκλάβοι τους». Οι αφέντες δεν έπρεπε να νιώθουν απειλούμενοι από τη νέα αυτή εποχή και αυτό το γνώριζαν οι εκδότες.
Το τέλος της αθωότητας
Η δημοσιογραφία προώθησε με μοναδικό τρόπο μια νέου τύπου δημοκρατία, αλλά ταυτόχρονα έγινε μοναδικό όπλο στα χέρια των ισχυρών. Οι εκδότες του 19ου αιώνα μετατράπηκαν οι ίδιοι σε αριστοκράτες ή, τέλος πάντων, απέκτησαν στενές σχέσεις μαζί τους. Οι κυβερνήσεις αποδείχτηκαν έτοιμες από καιρό να κάνουν πρωταθλητισμό στον τομέα της χειραγώγησης και η κοινή γνώμη ήταν πάντα έτοιμη να αγοράσει την ελπίδα που πωλούσε η νέα τάξη πραγμάτων.
Ο αμερικάνος πολιτικός Hiram Johnson είχε πει το 1917 ότι «η πρώτη παράπλευρη απώλεια όταν φτάνει η ώρα του πολέμου είναι η αλήθεια». Και αν η ημερομηνία σάς φαίνεται λίγο παλιά, ίσως δεν ξέρετε ότι το πρώτο photoshop σε φωτογραφία που εμφανίστηκε σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας χρονολογείται από το 1855.
Πρόκειται για την «Κοιλάδα της σκιάς του θανάτου», τραβήχτηκε από τον βρετανό Roger Fenton και απεικονίζει εκατοντάδες οβίδες κανονιών σε ένα δρόμο εν μέσω του Κριμαϊκού Πολέμου. Η φωτογραφία έμεινε στην ιστορία για τη δύναμή της να μεταδίδει τη φρίκη του πολέμου χωρίς ούτε έναν άνθρωπο, αλλά το 2007 ο ντοκιμαντερίστας Errol Morris κατάφερε να αποδείξει ότι η φωτογραφία ήταν πλαστή. Ο Fenton με τους συνεργάτες του είχε μεταφέρει τις οβίδες από την άκρη σε διάφορα σημεία στη μέση του δρόμου και χρησιμοποίησε την τεχνική της υπερέκθεσης προκειμένου να δημιουργήσει την τελική φωτογραφία.
Από το 1855 μέχρι το 1990, όταν οι αμερικάνοι χρησιμοποιούσαν ψεύτικο βίντεο με κορμοράνους βουτηγμένους στο πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου και σκηνοθετούσαν με τη βοήθεια του CNN την ταινία δράσης υπό τον τίτλο «Κεραυνός της Ερήμου» μέχρι το 2001, όταν οι George Bush και Tony Blair χειραγώγησαν τα ΜΜΕ παρουσιάζοντας ψευδή στοιχεία για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ και εξασφαλίζοντας την ανοχή της κοινής γνώμης για την κήρυξη του πολέμου, υπήρξαν εκατοντάδες περιπτώσεις «διαπλοκής» δημοσιογράφων και κυβερνήσεων σε όλες τις πλευρές της υφηλίου. Προσπερνώ σκόπιμα μερικές ιστορίες αρκετών χιλιάδων λέξεων, καθώς φαντάζομαι ότι όλοι μας, πάνω-κάτω, αντιλαμβανόμαστε τη δύναμη της προπαγάνδας για το σχηματισμό της εθνικής ταυτότητας, την προκήρυξη πολέμων και την εγκαθίδρυση κυβερνήσεων και καθεστώτων.
Αυτό που ήθελα άλλωστε να σημειώσω είναι η αδυναμία που επέδειξε αυτή η νέα «αντικειμενική» δημοσιογραφία να αντεπεξέλθει στον προορισμό της. Ο Williams Thomas Stead, επικεφαλής του περιοδικού Paull Mall Gazette το 1886, όταν η «νέα δημοσιογραφία» (όρος που εδραίωσε ο ίδιος) είχε επικρατήσει στη βρετανική βικτωριανή διανόηση, γιόρτασε την επιτυχία του μέσου του γράφοντας ότι «ο κόσμος της δημοσιογραφίας είναι πλέον ανώτερος από οποιονδήποτε άλλο θεσμό ή επάγγελμα έχει γνωρίσει ο άνθρωπος». Ο Stead οραματίστηκε μια τεχνολογική ουτοπία στην οποία η δημοσιογραφία θα έπαιζε σημαντικό ρόλο, γράφοντας ότι «όταν θα έρθει η ώρα που η ανθρωπότητα θα είναι έτοιμη και τα χρήματα θα είναι προσιτά, μια διακυβέρνηση που θα βασίζεται στη δημοσιογραφία δεν θα πρέπει να θεωρείται υπερβολική, αλλά ένα απλό γεγονός». Η τεχνολογία και τα χρήματα έγιναν διαθέσιμα, αλλά η ανθρωπότητα πρόδωσε τον Stead. Η ίδια η δημοσιογραφία δεν ήταν τελικά ό,τι ανώτερο είχε γνωρίσει ο άνθρωπος. Χρησιμοποιήθηκε από την εξουσία (κάθε είδους) και χειραγωγήθηκε, με αποτέλεσμα όσο περνάνε τα χρόνια η κοινή γνώμη να γίνεται όλο και πιο ηλίθια, όλο και πιο εύπλαστη, όλο και πιο διαχειρίσιμη. Και κάπου εδώ μπαίνετε και εσείς…
Εσύ, ως μέλος της κοινής γνώμης
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί ενώ όλοι οι γύρω σας αντιλαμβάνονται το ρόλο των δημοσιογράφων, των ολιγαρχών και των πολιτικών, συνεχώς γίνεται το δικό τους; Μια απλή απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι το άθροισμα έξυπνων ανθρώπων δεν παράγει απαραίτητα μια έξυπνη κοινή γνώμη. Μια άλλη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι δεν είμαστε τόσο έξυπνοι (ή τόσοι) όσο νομίζουμε. Μια τρίτη, που προσωπικά μου φαίνεται και πιο λογική, είναι ότι δεν είμαστε ούτε αρκετά εκπαιδευμένοι, ούτε αρκετά αποφασισμένοι να τα βάλουμε με το σύστημα, γιατί το σύστημα έχει αρκετούς εκπαιδευμένους και αποφασισμένους ανθρώπους στη δούλεψή του.
Μια υπερευαίσθητη σύμβουλος του Tony Blair αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν αποδείχτηκε ότι την ημέρα που έγινε η επίθεση στους δίδυμους πύργους στις ΗΠΑ έστειλε μήνυμα στον Blair λέγοντας του «τώρα είναι η ευκαιρία να θάψουμε μερικές ειδήσεις σε σχέση με τις δαπάνες των τοπικών κυβερνήσεων».
Τα γραφεία Δημοσίων Σχέσεων βρίσκονται αυτή τη στιγμή πίσω σχεδόν από οποιαδήποτε είδηση διαβάζετε. Μια έρευνα του Cardiff University που μελέτησε τις δημοσιεύσεις δύο εβδομάδων το 2006 στα βρετανικά ΜΜΕ βρήκε ότι το 80% των ειδήσεων προέρχονταν από δελτία Τύπου που εξέδιδαν εταιρίες δημοσίων σχέσεων. Πιο συγκεκριμένα: ανάμεσα στα 2.207 άρθρα που μελετήθηκαν, το 60% βρέθηκε να αποτελεί «πλήρη αντιγραφή ή κύρια πηγή των θεμάτων» ενώ ένα ακόμα 20% «περιείχε ξεκάθαρα τμήματα από τα δελτία Τύπου, ενώ είχαν προστεθεί και λίγα ή περισσότερα επιπλέον στοιχεία». Ο δημοσιογράφος της Guardian Nick Davies, που είχε παραγγείλει την έρευνα, κατέληγε γράφοντας: «Τα στοιχεία αυτά που έχουμε σήμερα στα χέρια μας σκιαγραφούν μια εικόνα δημοσιογραφίας όπου οποιαδήποτε ουσιαστική δημοσιογραφική δραστηριότητα αποτελεί την εξαίρεση στον Τύπο και όχι τον κανόνα» και προειδοποιούσε ότι (αν δεν αλλάξει κάτι) «θα επιστρέψουμε στην εποχή της Δημοσιογραφίας της Επίπεδης Γης, όπου ανυπόστατες ή οπαδικές πληροφορίες θα ανακυκλώνονται στα ΜΜΕ ως ειδήσεις». Σας θυμίζει κάτι αυτό; Μήπως το Facebook;
Πριν από μερικές δεκαετίες, η ενημέρωση ερχόταν από τις εφημερίδες. Αγόραζες ένα πολυσέλιδο έντυπο επειδή κάτι τραβούσε την προσοχή σου στο πρωτοσέλιδο και έπειτα το κουβαλούσες μαζί σου. Διάβαζες αυτό που σε ενδιέφερε, αλλά στη δίπλα σελίδα υπήρχε και ένα ακόμα άρθρο για κάτι που δεν είχες σκεφτεί ποτέ μέχρι τότε… και του έριχνες και αυτού μια ματιά. Μετά ήρθε το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, που είχαν πεπερασμένο χρόνο. Αυτοί ήταν οι πομποί και εσύ ο δέκτης. Για να παρακολουθήσεις κάτι που σε ενδιέφερε έπρεπε να φροντίσεις να είσαι ελεύθερος τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Οι καναλάρχες είχαν στα χέρια τους την εικόνα και τον ήχο για να παίξουν με τα συναισθήματά σου. Χρησιμοποιούσαν διάσημους (ή έφτιαχναν μερικούς) για να σε κάνουν να νιώσεις την οικειότητα της συναναστροφής με ένα μέρος της κοινωνίας που κανονικά δεν θα τολμούσες ούτε να φανταστείς να μπαίνεις στο σαλόνι τους. Οι πρώτες σειρές που έγιναν παγκόσμιες επιτυχίες παρουσίαζαν τη ζωή των πλουσίων, για να ονειρευτείς και εσύ ότι θα μπορούσες να είσαι ένας από αυτούς. Συμμεριζόσουν τα προβλήματά τους και έβλεπες ότι και η δική τους ζωή ήταν γεμάτη προβλήματα και δυστυχία. Έτσι, όταν το αφεντικό ανακοίνωνε στον οικοδόμο την απόλυσή του επειδή ένας Πακιστανός προσέφερε την ίδια δουλειά με μισά χρήματα, ο εργάτης μισούσε τον Πακιστανό και όχι το αφεντικό, γιατί τον τελευταίο τον συμπονούσε, γιατί στην θέση του ήξερε ότι πιθανώς θα έκανε το ίδιο. Μετά ήρθε το διαδίκτυο. Μας είπαν ότι με αυτό θα σταματούσαμε να είμαστε παθητικοί δέκτες και ότι τώρα θα μπορούσαμε να αντιδρούμε στο περιεχόμενο. Αυτό όμως που έγινε ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στο διαδίκτυο επικράτησε η Google, που μας έδωσε τη δυνατότητα να ψάχνουμε ακριβώς αυτό που θέλουμε να βρούμε. Αν πιστεύετε στους εξωγήινους ή στον Σώρρα δεν έχετε παρά να κάνετε τη σωστή αναζήτηση και σίγουρα θα βρείτε ακριβώς τις αποδείξεις που χρειάζεστε για να ενισχύσετε την πίστη σας. Τα τελευταία χρόνια ζούμε και μια ακόμα σημαντική αλλαγή. Τα κινητά μας τηλέφωνα έγιναν έξυπνα και πλέον όλοι ενημερώνονται από μια οθονούλα 5 ιντσών, έτσι οι εκδότες προσαρμόζονται μικραίνοντας τα κείμενα, δημιουργώντας μίνι βίντεο ρεπορτάζ των 20 δευτερολέπτων και παρουσιάζοντας ένα νέο είδος εύπεπτης finger food δημοσιογραφίας. Χωρίς βάθος, χωρίς στοιχεία, χωρίς ερωτηματικά και καχυποψία.
Όπως η ανακάλυψη της τυπογραφίας άλλαξε την κοινωνία, έτσι και το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τώρα τα κινητά τηλέφωνα και οι ταμπλέτες ορίζουν το ίδιο το περιεχόμενο της δημοσιογραφίας. Ωστόσο, για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρόνια, εκτός από τον τρόπο που ενημερωνόμαστε δημιουργήθηκε ένα ακόμα επίπεδο επιρροής που παράλληλα με την τεχνολογία προκάλεσε μια επιπλέον ουσιαστική αλλαγή στην ταυτότητα της κοινής γνώμης: Τα κοινωνικά δίκτυα.
Τα κοινωνικά δίκτυα είναι μια φοβερή ανακάλυψη. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου υπάρχει μια πραγματική παγκοσμιοποίηση στη δυνατότητα της ενημέρωσής μας (πέραν της κοινωνικής μας δικτύωσης). Ωστόσο, η τραγική υποχώρηση των αξιών της δημοσιογραφίας, η παρατεταμένη καταπίεση της κοινής γνώμης και τα ανθρώπινα ένστικτα οδήγησαν τελικά στη δημιουργία ενός ακόμα υπερόπλου χειραγώγησης με τον δυνατότερο πυροκροτητή στην ιστορία: την ψευδαίσθηση του προσωπικού ελέγχου. Πριν όμως μιλήσουμε για αυτό, πρέπει πρώτα να δούμε πότε πήραμε το λάθος δρόμο. Και η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι μάλλον στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το διαζύγιο με τη δεοντολογία
Το 1924 η New York Mirror κυκλοφόρησε υποσχόμενη 90% ψυχαγωγία και 10% ενημέρωση «αλλά ακόμα και αυτή δεν θα σας κάνει να βαρεθείτε». Αυτή ήταν και η πρώτη εφημερίδα που πέρασε από τη λαϊκίστικη δημοσιογραφία στο tabloid ή στον «κίτρινο τύπο», όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτή τη νέα εποχή η αλήθεια και τα γεγονότα δεν έχουν καμία σχέση με την έκδοση. Αυτή η ιδέα ήταν δυστυχώς πολύ επιτυχημένη. Η βρετανική Mirror έφτασε το 1968 να πουλάει κατά μέσο όρο 5,3 εκατομμύρια αντίτυπα την ημέρα, δημοσιεύοντας συχνά ψεύτικες ιστορίες για τη ζωή των διασημοτήτων της εποχής, κατακτώντας έτσι τον τίτλο της πιο επιτυχημένης εφημερίδας στον κόσμο. Η τεράστια επιτυχία της κίτρινης δημοσιογραφίας οδήγησε συχνά και την παραδοσιακή δημοσιογραφία σε εντυπωσιακά ατοπήματα. Έτσι, το 1981 η Janet Cooke αναγκάστηκε να επιστρέψει το βραβείο Πούλιτζερ για το ρεπορτάζ της σχετικά με την εξάρτηση ενός παιδιού από τα ναρκωτικά (δημοσιεύτηκε στην Washington Post), όταν ανακαλύφθηκε ότι η ιστορία ήταν εντελώς φανταστική. Το 2003 ο Jayson Blair απολύθηκε από τους New York Times όταν αποδείχτηκε ότι επί χρόνια δημοσίευε φανταστικές ιστορίες που παρουσίαζε ως ειδήσεις και μαζί με τον Blair απολύθηκαν και οι δύο υπεύθυνοι αρχισυντάκτες του οι οποίοι θα έπρεπε να τον ελέγχουν. Κάτι παρόμοιο πάντως δεν συνέβη στην Ελλάδα, όταν εκδιώχτηκε ο μοντέρ του Mega που προσέθεσε ψεύτικους ήχους επεισοδίων στο βίντεο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, αφού εδώ κανείς άλλος δεν θεωρήθηκε υπεύθυνος. Άγνωστο παραμένει επίσης αν απολύθηκε κάποιος από την εφημερίδα το ΒΗΜΑ όταν δημοσιεύτηκε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη κατά την επίσκεψη του Κώστα Καραμανλή στην Τουρκία, μια συνάντηση που τελικά δεν έγινε ποτέ.
Η δημοσίευση ψεύτικων ιστοριών και η εμπέδωση του ότι η δημοσίευση μιας ιστορίας δεν την κάνει αυτόματα αληθινή βοήθησε στην έκρηξη της καχυποψίας απέναντι στη δημοσιογραφία και ταυτόχρονα τροφοδότησε τη δημιουργία μιας νέας γενιάς ανθρώπων που εθίστηκαν στην χαλαρή τεκμηρίωση και είναι πια έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε. Αν μάλιστα η είδηση περιλαμβάνει κάποια στοιχεία συνωμοσίας, μια αίσθηση ότι οι ισχυροί και οι δημοσιογράφοι του συστήματος δεν θέλουν να μάθετε την αλήθεια, τόσο το καλύτερο για την είδηση, τόσο χειρότερο για τη αλήθεια.
Τα κοινωνικά δίκτυα οδήγησαν τα ΜΜΕ που έχουν πάρει διαζύγιο από τη δημοσιογραφική δεοντολογία σε έναν απίστευτο αγώνα like farming. Οι τίτλοι που περιέχουν τη λέξη «σοκ» και «βόμβα» είναι οι συχνότεροι που μοιράζονται στο facebook. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων μέσων αναρτούν θέματα με φωτογραφίες με μπικίνι και αναμεταδίδουν τις ανοησίες του Σώρρα επειδή το trash πουλάει (και μετά σοκάρονται που χιλιάδες κόσμος συρρέει στις ομιλίες του).
Πριν λίγους μήνες η ιστοσελίδα NewsBomb κατέβασε από το διαδίκτυο ρεπορτάζ της σχετικά με υπουργό της κυβέρνησης, όταν ο τελευταίος απείλησε με μηνύσεις. Στο editorial του μέσου οι δημοσιογράφοι που είχαν αναρτήσει την είδηση απολογήθηκαν στο κοινό για την απόφασή τους, υποστηρίζοντας ότι είναι και αυτοί εργαζόμενοι με παιδιά που πρέπει να τα ταΐσουν. Αν θέλουμε να φτιάξουμε ένα υποφερτό μέλλον για τα παιδιά μας οφείλουμε να τους παρέχουμε κάτι περισσότερο από φαΐ.
Τι να τα κάνεις τα λεφτά
Ξεκινήσαμε από τα επικαιρικά ζητήματα της εδώ δημοσιογραφίας. Η κυβέρνηση κατάφερε να εξασφαλίσει 246 εκατομμύρια ευρώ από τις τηλεοπτικές άδειες. Ο νόμος που προέβλεπε την αδειοδότηση υποχρεώνει τους νέους καναλάρχες να έχουν ένα ελάχιστο αριθμό εργαζομένων. Τίποτα άλλο δεν φαίνεται να έχει σημασία. Οι ολιγάρχες που αποφάσισαν να δώσουν για 10 χρόνια 60 και 70 εκατομμύρια για μια άδεια σε ένα εντελώς άρρωστο οικονομικό περιβάλλον δεν κάνουν κάποια επιχειρηματική κίνηση. Σύμφωνα με τις μελέτες της κυβέρνησης, η διαθέσιμη διαφημιστική πίτα δεν ξεπερνάει τα 180 με 200 εκατομμύρια. Αν σε αυτό συνυπολογίσετε την σκανδαλώδη διαφήμιση του τραπεζικού κλάδου (που υποτίθεται ότι η κυβέρνηση θέλει να ελέγξει) και η οποία καλύπτει περίπου το ένα τέταρτο της πίτας και προσθέσετε το κόστος λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών, δεν χρειάζεται να έχετε μαντικές ικανότητες προκειμένου να βγάλετε το λογικό συμπέρασμα: Τα κανάλια αυτά θα χρησιμοποιηθούν και πάλι από τους ισχυρότερους για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Μια κοινή γνώμη που αποτελείται από ανθρώπους που νομίζουν ότι ελέγχουν τη ζωή τους, αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι επηρεάζονται πολυεπίπεδα από εξειδικευμένους στρατούς ανθρώπων που χρησιμοποιούν χρήματα και τεχνολογία που δεν φαντάζεται κανείς.
Υπάρχει διέξοδος σε όλα αυτά; Φυσικά και υπάρχει, αλλά είναι δύσκολη και απαιτεί την ενεργοποίηση του κόσμου. Χρειάζεται τη δημοσιογραφία που θα παράγει όχι μόνο σωστή ενημέρωση, αλλά θα επαναπροσδιορίσει τους ήρωες και τους αντιήρωες της εποχής. Και κυρίως… απαιτεί από εσένα να πάψεις να είσαι ο παθητικός δέκτης μιας παρωχημένης και εντελώς καθοδηγούμενης ενημέρωσης. Να γίνεις μέλος μιας νέας κοινής γνώμης, ενός νέου όπλου που θα έχει δύσκολες οδηγίες χρήσεως και θα εμποδίσει τους ισχυρούς να το στρέψουν στον κρόταφό σου.
Όταν λέμε ότι η δημοσιογραφία είναι πυλώνας της δημοκρατίας, εννοούμε ότι μια αποφασισμένη, ενημερωμένη κοινή γνώμη, με κοινά αιτήματα για περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα θα φέρει ουσιαστική αλλαγή. 182 χρόνια μετά το πρώτο φύλο της Guardian ήρθε ο καιρός να μάθουν όσοι ασκούν εξουσία ότι εμείς είμαστε οι αφέντες και όχι οι δούλοι τους.
Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο είναι ήδη αρκετά μεγάλο, ωστόσο για να το κρατήσω σε ένα επίπεδο αναγνωσιμότητας κράτησα έξω περίπου άλλες τόσες σημειώσεις. Όλα αυτά θα περιληφθούν σε ένα βιβλίο που ετοιμάζω εδώ και δύο χρόνια για τη δημοσιογραφία, αλλά θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν θέλατε να τα συζητήσουμε όλα αυτά και άλλα τόσα στα σχόλια του άρθρου.