του Γιώργου Πλειού, Καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρώτον, το γεγονός ότι σ’ αυτό το τραίνο θα μπορούσε βρίσκεται ο καθένας ή τα παιδιά του, κάτι που έκανε πολλούς να συνειδητοποιήσουν ότι η ανθρώπινη ζωή, η δική τους ζωή, στον τόπο αυτό σπαταλιέται εύκολα. Σπαταλιέται ανέξοδα στο όνομα της αδιαφορίας, του ρουσφετιού και κυρίως στο βωμό της επιδίωξης οικονομικής κερδοφορίας για μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και πολιτικής κερδοφορίας για πολλούς που διαχειρίζονται τις δημόσιες υποθέσεις της χώρας.
Δεύτερον, το γεγονός ότι όπως διαφαίνεται, παρόμοια διάλυση συμβαίνει σε όλα τα συστήματα που βρίσκονται στην ευθύνη της κυβέρνησης. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό μετά το τραίνο της μεγάλης οργής, είναι η διάλυση του συστήματος Υγείας που κόστισε στη χώρα χιλιάδες νεκρούς οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν σωθεί. Το αμέσως επόμενο είναι τα χιλιάδες στρέμματα καμένης γης με εξαιρετικά χαμηλής έντασης άνεμο που κόστισαν τις περιουσίες χιλιάδων πολιτών που επίσης θα μπορούσαν να έχουν σωθεί. Ο κατάλογος σταματά εξ ανάγκης λόγω περιορισμένου χώρου. Έτσι ο θάνατος 57, κυρίως νέων, ανθρώπων γίνεται η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ή μάλλον το ποτάμι. Ένα ποτάμι που γεμίζει διαρκώς με ανθρώπινες ζωές εξ αιτίας της διάλυσης των περισσότερων συστημάτων στα οποία εμπλέκονται καθημερινά οι περισσότεροι άνθρωποι: στο σύστημα των μεταφορών, στο σύστημα υγείας, στο εκπαιδευτικό σύστημα κοκ αλλά και στο σύστημα των μέσων ενημέρωσης.
Αυτός είναι ο τρίτος λόγος. Αν η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών που πληρώνουν ακριβά οι πολίτες για να λάβουν ψίχουλα είναι η αιτία της οργής τους, ο κυνισμός της υπηρετικής στάσης πολλών μέσων και δημοσιογράφων, το γεγονός ότι συγκαλύπτουν και δικαιολογούν αυτή τη διάλυση με περισσότερο μένος και χωρίς ντροπή, περισσότερο και από τα πολιτικά στελέχη που βρίσκονται στις αντίστοιχες θέσεις ευθύνης, προκαλεί ακόμα περισσότερο αυτή την οργή. Διότι πολλαπλασιάσει σε μεγάλο βαθμό τις δυο προηγούμενες αιτίες, διότι το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να επιφέρει η υπηρετική τους στάση είναι ακόμα μεγαλύτερη και ακόμα πιο εκτεταμένη διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών που μαθηματικά οδηγεί σε ακόμα περισσότερα θύματα. Διότι αν τα μεγάλα, τα κυρίαρχα μέσα έκαναν καλά τη δουλειά τους, αν ασκούσαν έλεγχο και κριτική στην εξουσία ίσως να μη φτάναμε ούτε στα χιλιάδες θύματα από την πανδημία, ούτε στα χιλιάδες στρέμματα καμένης γης, ούτε στο τραίνο της μεγάλης οργής.
Η ειρωνεία της σύγχρονής απολιτικής μας ιστορία που βγήκε από τη βιτρίνα όταν πάνω της έπεσε το τραίνο – φονιάς, βρίσκεται στο γεγονός πως αν αυτά τα μέσα και οι δημοσιογράφοι είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους, τότε θα είχαν προστατέψει πραγματικά όχι μόνο το κοινό αλλά και τους εκλεκτούς υπουργούς τους, τα εκλεκτά τους πολιτικά και άλλα στελέχη και την ίδια την ιδέα του κράτους. Ακολουθώντας όμως μια οσφυοκαμπτική και απολογητική στάση, στάση της κολακεία και της δικαιολόγησής τους από τη μία και κατακεραύνωσης των επικριτών τους από την άλλη, το μόνο που κατάφεραν είναι όχι μόνο να εκτροχιαστεί το τραίνο της μεγάλης οργής, αλλά και να βάλουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αν όχι των δικαστηρίων τουλάχιστον της ιστορίας, τους εκλεκτούς τους της πολιτικής εξουσίας.
Ταυτόχρονα όμως πέτυχαν και κάτι ακόμα. Πέτυχαν να εξαντληθούν σημαντικά τα όποια αποθέματα αξιοπιστίας, δικά τους ή των μέσων που εργάζονται, είχαν απομείνει. Με ό,τι βεβαίως αυτό συνεπάγεται και θα συνεπάγεται για μεγάλο διάστημα ακόμα. Τόσο για τα μέσα αυτά όσο και για τους ίδιους. Και δεν είναι μόνο αυτό. Κατά πάσα πιθανότητα κατάφεραν να σπρώξουν τη χώρα ακόμα πιο κάτω στις διεθνείς κατατάξεις της ελευθερίας του Τύπου. Η στάση των μέσων στο σιδηροδρομικό έγκλημα των Τεμπών κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αποτυπωθεί στη μέτρηση των RSF που θα δημοσιευτεί τον μετα-προσεχή μήνα, αλλά αυτό θα γίνει την επόμενη χρονιά. Δηλαδή μας φόρτωσαν κληρονομιά και για του χρόνου.
Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι των μεγάλων, κυρίαρχων μέσων, περισσότερο εκτεθειμένοι εμπορικά παρά εξαρτημένοι πολιτικά, που λόγω εμπειρίας, λόγω τριβής ίσως με το κοινό, περισσότερο αντιλαμβάνονται την οργή του κοινού από το οποίο εξαρτώνται και λιγότερο οσμίζονται τη δυσοσμία της δημοσιότητας που πλέον κανένα αποσμητικό καμιάς λίστας χρηματοδότησης δεν μπορεί να καλύψει. Αυτοί, σε μια προσπάθεια να συστοιχηθούν πλέον με το κοινό, αφού δεν είναι πλέον εύκολο να το εκμαυλίσουν καθώς αυτό το κοινό αντιλαμβάνεται πλέον το μέγεθος της απειλής κατά της ζωής του και της ζωής των παιδιών του, εγκολπώνονται τη κριτική των μέχρι χθες επικριτών σε μια προσπάθεια να περισώσουν την προσωπική τους αξιοπρέπεια και επαγγελματική θέση στη δημοσιότητα. Μέλλει να δούμε τι θα γίνει από δω και πέρα αν και είναι δυνατόν καμία πολιτική δύναμη να μην μπορεί να διαχειριστεί αυτή την οργή, όπως δεν μπορούσε και το καλοκαίρι 2015.
Όπως και νάχει η αλεξίσφαιρη κουρτίνα της δημοσιότητας που διαμέσου πολλών δεσμών διαδρομών προστατεύει εδώ και πολλά χρόνια το σύστημα εξουσίας, έχει ραγίσει. Και δεν την ράγισε μια δύναμη απέξω (αντιπολίτευση, κοινωνικά κινήματα, ευρωπαϊκοί θεσμοί κ.λπ.) αλλά από μέσα. Η δύναμη της μεγάλης οργής που προκάλεσαν οι παραλείψεις, αλλά κυρίως οι πράξεις αμφοτέρων.