Όσο η τρόικα πιέζει για νέα μέτρα λιτότητας, τα οποία ουδείς πλέον αμφισβητεί ότι εντείνουν την ύφεση, διογκώνουν το έλλειμα και συρρικνώνουν το ΑΕΠ, καθιστώντας ακόμη περισσότερο μη εξυπηρετήσιμο το χρέος, όλο και πιο πολύ γίνεται σαφές ότι κύρια προτεραιότητα των πολιτικών του μνημονίου, του μεσοπρόθεσμου, των όσων νόμων απορρέουν από αυτά, καθώς και της νέας δανειακής σύμβασης, πέρα από τη διασφάλιση των δανειστών, παραμένει μία: η Ελλάδα να γίνει χώρα φθηνής εργατικής δύναμης.
Η μείωση της ζήτησης, άλλωστε, μπορεί να αντιστάθμιστεί από τη μείωση του κόστους ανά παραγόμενο προϊόν, ώστε αρκετές επιχερήσεις να εξακολουθήσουν να εμφανίζουν κερδοφορία, ιδίως όσες κατέχουν ηγεμονική θέση στην αγορά ή όσες «βλέπουν περισσότερο» προς το εξωτερικό, όσον αφορά τη διάθεση των εμπορευμάτων τους.
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η επιμονή όσων, έξωθεν, υπαγορεύουν σκληρότερα μέτρα, στην εφαρμογή ενός «μείγματος πολιτικής» που –θεωρητικά τουλάχιστον– καθιστά διαρκώς δυσμενέστερους τους όρους εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας και ουσιαστικά αναιρεί την όποια δυνατότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να «πιάσει» τους δεδηλωμένους οικονομικούς στόχους, που οι ίδιοι οι δανειστές υπαγορεύουν;
Μια συνάντηση με νόημα
Σε συνάντηση των εργοδοτικών φορέων (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ και ΣΕΤΕ), που πραγματοποιήθηκε χθες στα γραφεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών συζητήθηκε όλο το πλέγμα θεμάτων που αφορούν στο μισθολογικό και στις εργασιακές σχέσεις, με σκοπό τη διαμόρφωση ενιαίων θέσεων εν όψει του κοινωνικού διαλόγου με τη ΓΣΕΕ.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, δήλωσε χθες: «Οι εργοδοτικοί φορείς έχουμε σήμερα (σ.σ.: χθες) μια πρώτη συνάντηση που είναι συνάντηση εργασίας και όχι αποφάσεων. Στις δραματικές συνθήκες που ζούμε, θέλουμε να διασώσουμε και όχι να κατεδαφίσουμε τα εργασιακά κεκτημένα των τελευταίων δεκαετιών.
«Περιμένουμε τη ΓΣΕΕ στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου για να αποδείξουμε ότι μπορούμε μόνοι μας, αντί να περιμένουμε παθητικά να μας επιβληθούν απ' έξω αποφάσεις. Οι συνδικαλιστές γνωρίζουν ότι έχουμε κοινά συμφέροντα, ότι ευθύνη μας σήμερα είναι να βρούμε ένα νέο σημείο ισορροπίας στο μέσο κόστος εργασίας για να κρατήσουμε ζωντανές τις επιχειρήσεις, να σώσουμε δουλειές και να δώσουμε δουλειές. Αυτό νομίζω προσδοκούν και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι».
Μείωση του εργασιακού κόστους
Με βάση αυτά, το νέο τοπίο της αγοράς εργασίας διαμορφώνεται ως εξής:
13ος και 14ος μισθός στον ιδιωτικό τομέα συρρικνώνονται, και στη συνέχεια ενσωματώνονται στους υπόλοιπους 12.
Πλήρης κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων, μέσω της γενίκευσης των επιχειρησιακών και των ατομικών, οι οποίες, για αρχή, δεν θα είναι κάτω από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που υπογράφει η ΓΣΕΕ.
Ταυτόχρονα, άσκηση ασφυκτικής πίεσης σε όσες ομοσπονδίες έχουν τη δυνατότητα να υπογράψουν κλαδική σύμβαση, αυτή να περιέχει διψήφιες μειώσεις. Αυτό δεν αναιρεί, βέβαια, τη δυνατότητα του επιμέρους εργοδότη να απαιτήσει και υπογραφή επιχειρησιακής σύμβασης, η οποία μπορεί να αναιρεί μη μισθολογικές όψεις της ΕΓΣΣΕ.
Για τις ηλικίες 18-25, μείωση της κατώτατης αμοιβής, στα 500 ευρώ, η οποία αναμένεται να ψηφιστεί άμεσα.
Επέκταση μορφών μερικής απασχόλησης: 3-4 ημέρες εργασίας, όπως έχουν ζητήσει επίμονα διάφοροι εργοδοτικοί κλαδοι, όπως ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) με υπόμνημα που κατάθεσε ο πρόεδρός του, Ανδρέας Ανδρεάδης, στον πρωθυπουργό, Λουκά Παπαδήμο.
Σημαντική μείωση των εργοδοτικών εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό είναι το «μη μισθολογικό κόστος» που επικαλείται η εργοδοτική πλευρά.
Οι Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, ακόμα κι αν σε πρώτη φάση δεν οδηγήσουν στην κατάργηση των συμβάσεων, με το ειδικό καθεστώς φορολόγησης των επιχειρήσεων που προβλέπουν, θα λειτουργήσουν ως μοχλός πίεσης γενίκευσης μορφών ελαστικής εργασίας ανά την επικράτεια.
Και τα ασφαλιστικά ταμεία;
Όλα τα παραπάνω, ακόμα κι αν υπολογιστεί η δεδηλωμένη πρόθεση μείωση των συντάξεων και η περικοπή παροχών Υγείας, είναι σαφές ότι θα οδηγήσουν στο «κόκκινο» τα ασφαλιστικά ταμεία:
– Με την ανεργία πάνω από το 20%, τα Ταμεία καλούνται να πληρώνουν μεγάλα ποσά για επιδόματα ανέργων.
– Η μείωση των μισθών σημαίνει αναγκαστική μείωση των ποσών που καταβάλλονται στους ασφαλιστικούς οργανισμούς από πλευράς εργαζομένων.
– Η σημαντική μείωση των εργοδοτικών εισφορών θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Η εργοδοτική πλευρά επικαλείται ότι το μεγάλο κόστος ασφάλισης λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την ασφάλιση των εργαζομένων. Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό μειωθεί σημαντικά, ουδείς εγγυάται ότι η ασφαλιστική κάλυψη θα αυξηθεί. Από τα μέσα του 2011, που το μισθολογικό κόστος έχει υποχωρήσει σημαντικά, τα στοιχεία δεν δείχνουν αύξηση των ασφαλισμένων εργαζόμενων.
Η κατάσταση επιδεινώνεται και από την αδυναμία, ενίοτε και την απροθυμία των Ταμείων να διεξάγουν ελέγχους για αδήλωτη, ανασφάλιστη εργασία, αλλά και για εισφοροδιαφυγή. Το προσωπικό πολλών από αυτά είναι συμβασιούχοι, εργασιακό καθεστώς που τους απαγορεύει να προβούν σε διεξαγωγή ελέγχων.
Αντιστοίχως, ήδη από το 2010, με βάση τους νόμους που ακολούθησαν την εφαρμογή του μνημονίου, ο ρόλος της Επιθεώρησης Εργασίας έχει καταστεί περαιτέρω τυπικός, ενώ το διαθέσιμο προσωπικό της δεν επαρκεί για την εκτέλεση όσου έργου έχει απομείνει στη δικαιοδοσία της.
Οι «κόκκινες γραμμές» της ΓΣΕΕ
Η υπογραφή και τήρηση της ΕΓΣΣΕ είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για το προεδρείο της ΓΣΕΕ. Το πάγωμα του 2,6% που πρόβλεπε για φέτος, αλλά και η –από μήνες νομοθετημένη– δυνατότητα του εργοδότη να προωθεί μορφές ελαστικής εργασίας, δεν σηματοδοτούν εκ προοιμίου την καταργησή της. Απλώς περιορίζουν το εύρος του πεδίου εφαρμογής της.
Άλλωστε η αναίρεση της εθνικής σύμβασης εργασίας ουσιαστικά, δομικά και συνδικαλιστικά, αναιρεί την αναπαραγωγή των θεσμοθετημένων μορφών συλλογικής διεκδίκησης, ουσιαστικά μη αναγνωρίζοντας στο εξής στην ΓΣΕΕ τη δυνατότητα να αναγνωρίζεται ως ο εγγυητής ενός ελάχιστου εισοδήματος για τμήματα των εργαζομένων που βρίσκονται εντός των ζωνών της εθνικής σύμβασης.
Κι αυτό, πιθανότατα, για ένα εύλογο διάστημα, να μην το επιθυμούν ούτε και οι εργοδότες…