του Δημήτρη Τσίρκα
Δεν ήταν επίσης μεμονωμένο περιστατικό, όπου ένας κακός αστυνομικός παραβίασε το νόμο και σκότωσε κάποιον άνθρωπο. Ήταν ένα ακόμη επεισόδιο ασύδοτης κρατικής βίας –από τα πολλά που χαρακτηρίζουν την ελληνική αστυνομία, αλλά περνούν απαρατήρητα. Ο Κορκονέας δεν ήταν κάποιος σαλεμένος που έδρασε εν βρασμώ. Ήταν ένας κανονικός αστυνομικός, ο οποίος θεώρησε ότι μπορούσε και είχε το δικαίωμα ν’ ασκήσει θανάσιμη βία σε έναν έφηβο που τόλμησε, μόνο και μόνο με την παρουσία του στα Εξάρχεια, ν’ αμφισβητήσει την εξουσία του.
Και πυροβόλησε διότι είχε τη (βάσιμη) βεβαιότητα ότι η πράξη του θα μείνει ατιμώρητη. Οι συνάδελφοι του θα τον στήριζαν, θα εμφάνιζαν την εκτέλεση ως δικαιολογημένη αντίδραση απέναντι στην επιθετικότητα του θύματος ή ως τυχαία εκπυρσοκρότηση σε μια άτυχη συνάντηση. Τόσες φορές άλλωστε έχουν κουκουλώσει εγκλήματα με τον ίδιο τρόπο.
Το σενάριο έμοιαζε να δουλεύει στην αρχή. Τα κανάλια παρουσίασαν τη δολοφονία ως ατύχημα, στην καλύτερη. Στη χειρότερη, ως αναγκαία άμυνα του ειδικού φρουρού απέναντι στον “θανάσιμο κίνδυνο” των αιμοβόρων δεκαπεντάχρονων. Ο φόνος άλλωστε έγινε στα Εξάρχεια, μία περιοχή που η επίσημη αφήγηση τη θέλει ζώνη ανομίας και παραβατικότητας, όπου οι αστυνομικοί αντιμετωπίζουν καθημερινά την τυφλή βία των κουκουλοφόρων και παίζουν τη ζωή τους κορώνα γράμματα. Στο σημείο όμως αυτό παρενέβη ένας απροσδόκητος παράγοντας που ανέτρεψε την ομαλή ροή των πραγμάτων.
Ήταν η εξέγερση της νεολαίας φυσικά, η οποία διέλυσε κάθε κρατικό σχεδιασμό. Ένα κανονικό Συμβάν με την μπαντιουική έννοια, όπου τα “ασυνεπή” και απωθημένα στοιχεία μίας κατάστασης, αυτά που η κυρίαρχη ιδεολογία καθιστά αόρατα, τώρα συναρθρώνονται σε μία νέα αλήθεια που αμφισβητεί ριζικά την κρατούσα τάξη πραγμάτων.
Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι σε όλη την Ελλάδα ξεχύνονταν επί ένα μήνα στους δρόμους, αποδοκιμάζοντας την αστυνομία και κάθε κρατικό σύμβολο, περικύκλωναν αστυνομικά τμήματα και συγκρούονταν μαζικά με τις δυνάμεις καταστολής. Χωρίς διακριτή οργάνωση και ηγεσία, χωρίς άμεσα αιτήματα. Η δυσαρέσκεια, η αγανάκτηση και η ματαίωση μετουσιώθηκαν αίφνης σε μαζική αμφισβήτηση του κράτους. Όχι μιας πολιτικής ή ενός κόμματος, ούτε της κυβέρνησης. Οι εξεγερμένοι νέοι του 2008 αμφισβήτησαν – εμπειρικά ίσως, θολά έστω – την ίδια τη νομιμότητα του κράτους.
Αυτό ακριβώς ήταν που πανικόβαλε την πολιτική και κρατική εξουσία. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες εμφανίστηκε ένα μαζικό, παρατεταμένο κίνημα που στρεφόταν πρωτόλεια ενάντια στο πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης, τον θεματοφύλακα της αστικής ηγεμονίας, το κράτος. Αποδοκιμάζοντας μαζικά την αστυνομία, οι εξεγερμένοι απέρριπταν έμπρακτα και το κράτος ως τον ουδέτερο, αμερόληπτο εγγυητή του γενικού συμφέροντος, κατέστησαν ορατό τον μερικό και καταπιεστικό του χαρακτήρα, πλήττοντας σοβαρά τη νομιμότητά του.
Η εξουσία βρέθηκε σε αδιέξοδο. Αν επέλεγε ν’ ασκήσει μεγαλύτερη βία για να καταστείλει το κίνημα, όπως ζητούσαν πολλοί, διακινδύνευε περαιτέρω απονομιμοποίηση και απομόνωση. Από την άλλη, κανένας πολιτικός ελιγμός, καμία παραχώρηση δεν μπορούσε να καταπραΰνει την οργή του πλήθους και να επαναφέρει την εμπιστοσύνη προς την πολιτεία.
Εκείνες τις μέρες οι κρατούντες βίωσαν μία υπαρξιακή αγωνία. Η εξουσία τους αποδείχτηκε γυμνή και δοκίμασαν ίσως για πρώτη φορά την απόλυτη ανασφάλεια που το κράτος επιφυλάσσει στους πλεονάζοντες πληθυσμούς (μετανάστες, οροθετικές γυναίκες κλπ). Αυτό το παραλυτικό αίσθημα αδυναμίας μπροστά σε μία υπέρτερη δύναμη που απειλεί να σε σαρώσει ανά πάσα στιγμή. Η θεϊκή βία του πλήθους εκμηδένισε στιγμιαία τη μυθική βία του κράτους.
Γι αυτό λοιπόν μίσησαν θανάσιμα τον Δεκέμβρη, γιατί αποκάλυψε την ριζική ενδεχομενικότητα και την καταστατική ανομία της εξουσίας τους. Και γι αυτό, τόσα χρόνια μετά, πασχίζουν ακόμη να τον σπιλώσουν, να τον ξορκίσουν, να τον εξημερώσουν. Παραμένει γι αυτούς ένα ανοικτό τραύμα, αλλά μία γλυκιά υπόσχεση για τα θύματα τους.