Γράφουν οι Ασημίνα Ηλιοπούλου και Αντώνης Φάρας, μέλη «Αναμέτρησης» και συμμετέχοντες στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Αθήνας

Ήρθαμε πάλι από τόσο μάκρια

Τη δεκαετία του 1990, o αποκλεισμός ήταν ο κανόνας. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες που έφτασαν στις αρχές της δεκαετίας – κυρίως χωρίς χαρτιά – μετατράπηκαν αμέσως σε φθηνή εργασιακή δύναμη και έγιναν θύματα της υπερεκμετάλλευσης. Αναδύθηκε ένας κρατικός και κοινωνικός ρατσισμός, ο οποίος στερούσε σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους βασικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, όπως η παραμονή, η μετακίνηση, η εργασία, η υγεία κλπ. Οι διακρίσεις ήταν συστηματικές: Η πρωτοφανής ως τότε ρατσιστική εκστρατεία των ΜΜΕ κατά των Αλβανών μεταναστών-ριών, οι κατασταλτικές πολιτικές απέναντι σε εργάτες μετανάστες, οι επιχειρήσεις του στρατού στα σύνορα, οι μαζικές αστυνομικές “επιχειρήσεις-σκούπα” και οι απελάσεις.

Στον αντίποδα, το κίνημα της εποχής ανέδειξε την ακόλουθη συνθήκη: η ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνεται από την την εργασία, τις καθημερινές πρακτικές και τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι μετανάστες και μετανάστριες υπερβαίνει την ν κυρίαρχη περιοριστική αντίληψη και την πολιτική για την μετανάστευση, μετασχηματίζοντας την κοινωνία. Στις συνθήκες αυτές το αντιρατσιστικό κίνημα συγκροτήθηκε πάνω στη διεκδίκηση της νομιμοποίησης όλων των μεταναστών-ριών χωρίς προϋποθέσεις, με πυρήνα τμήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και μεταναστευτικές κοινότητες πολιτικοποιημένες και με παρουσία χρόνων.

Η καμπάνια για τη νομιμοποίηση, σε συνδυασμό με την καταγγελία του ρατσισμού και της κρατικής καταστολής, αποτέλεσε το όχημα για την ενδυνάμωση των μεταναστευτικών κοινοτήτων και για τη δημιουργία δικτύων και συμμαχιών σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο. Υπήρξε επίσης, το έναυσμα για τη διαμόρφωση ενός μοντέλου αντιρατσιστικής παρέμβασης.

Ένα μοντέλο που ακολουθήθηκε σε διάφορες πόλεις, με τη δημιουργία στεκιών μεταναστών/τριών, την παροχή δωρεάν μαθημάτων ελληνικών και άλλων μορφών κοινωνικής υποστήριξης, αλλά και με τη διοργάνωση ετήσιων αντιρατσιστικών φεστιβάλ. Τα Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ ξεπήδησαν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και λίγο αργότερα σχεδόν στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της χώρας.

Στο επίκεντρο των πρώτων Φεστιβάλ ήταν η αντίληψη, που παραμένει επίκαιρη και σήμερα, δηλαδή ότι τόσο η διεκδίκηση του δικαιώματος παραμονής όσο και το αίτημα για ισότητα δικαιωμάτων ντόπιων και μεταναστών/μεταναστριών αφορούν την ορατότητα και αποτελούν ζήτημα ολόκληρης της κοινωνίας.

Πρέπει, μάλιστα, να γίνεται ταυτόχρονα με τη δημιουργία κοινωνικών χώρων που παρέχουν ασφάλεια και με τη δυνατότητα συναναστροφής και επικοινωνίας, ανάδειξης και επεξεργασίας των διαφορετικών μεταναστευτικών ταυτοτήτων, σε μια προοπτική αμφισβήτησης της σχέσης εκπροσώπησης, ώστε από την αλληλεγγύη “για” να περάσουμε στην αλληλεγγύη “με” τους-τις μετανάστες/μετανάστριες.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι αυτή η αντίληψη οδήγησε στις επιτυχίες της πρώτης περιόδου ανάπτυξης του αντιρατσιστικού κινήματος, όπως η πρώτη μαζική διαδικασία νομιμοποίησης των μεταναστών-ριών χωρίς χαρτιά που έλαβε χώρα το 1997.

Το Φεστιβάλ σήμερα

Παρά την πάροδο του χρόνου, τα Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ διατήρησαν την ίδια οπτική. Ενίσχυσαν το κίνημα με πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες, έφεραν κοντά ντόπιες και μετανάστριες, μίλησαν για την Ευρώπη-Φρούριο, για την εξωτερικοποίηση των συνόρων, για την εργασιακή εκμετάλλευση των μεταναστριών, για τον θεσμικό κρατικό ρατσισμό, για τη ναζιστική βία και την ακροδεξιά απειλή, για τις επαναπροωθήσεις. Εδώ και πολλά χρόνια, τα Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ δεν είναι μόνο τα κορυφαία γεγονότα του αντιρατσιστικού κινήματος, ούτε μόνο ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός με συναυλίες, συζητήσεις, πολιτιστικά δρώμενα και κουζίνες από όλη τη γη.

Τα Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ πλέον αποτελούν μια μοναδική γιορτή ενότητας μέσα από τη διαφορετικότητα και μια ανάσα αντίστασης και αλληλεγγύης σε ένα ασφυκτικό και ζοφερό περιβάλλον. Μια ενότητα που απλώνεται σε όλη τη χώρα: Ηράκλειο, Λάρισα, Καλαμάτα, Τρίκαλα, Πρέβεζα, Ρέθυμνο, Θεσσαλονίκη, Αθήνα. Και για αυτό το λόγο υπάρχει ανάγκη να προστατευθούν και να αγκαλιαστούν.

Η συνθήκη μπροστά μας είναι σκληρή και το γνωρίζουμε.

Τα όσα είδαμε και βιώσαμε αυτό το διάστημα είναι αμέτρητα και δεν πρέπει να ξεχαστούν. Δεν έχουν περάσει παρά λίγοι μήνες από τα ναυάγια στη Λέσβο, στα Κύθηρα, έχουν περάσει λίγες μέρες μόνο από το ναυάγιο στα ανοιχτά της Πύλου, που κόστισε τη ζωή σε 650 ανθρώπους. Το πολύνεκρο αυτό ναυάγιο, που αποτελεί το μεγαλύτερο ρατσιστικό έγκλημα στην Ευρώπη σε καιρό ειρήνης, έχει ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς, κινδυνεύει όμως να μείνει ατιμώρητο.

Ο θάνατος τόσων ανθρώπων οφείλεται σε μια ακόμη συνειδητή επιλογή για αποτροπή εισόδου τους στη χώρα, όσο και αν το ελληνικό κράτος πεισματικά το αρνείται. Και είναι δυστυχώς μόνο ένας κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα της στρατιωκοποίησης των συνόρων, των επαναπροωθήσεων σε στεριά και θάλασσα και των άθλιων συνθηκών διαβίωσης που το κράτος και η Ε.Ε. επιφυλάσσουν σε όσους γλιτώσουν παρολαυτά.

Τον θάνατο τον απωθούσε πάντοτε περίτρανα η ζωή.

Δεν αρκεί να λέμε “δεν θα συνηθίσουμε τον θάνατο”. Τον θάνατο τον απωθούσε πάντοτε περίτρανα η ζωή. Μία ζώη που γίνεται αξιοβίωτη μέσα από την αλληλεγγύη, τον αγώνα και την ανθρωπιά. Είμαστε σίγουροι/ες ότι τέτοιες δυνάμεις υπάρχουν σε κάθε γειτονιά, σε κάθε παρέα, σε κάθε σχολείο και χώρο δουλειάς, σε κάθε μεταναστευτική κοινότητα αλλά και σε μέσα σε κάθε καταπιεζόμενο/η. Να απλώσουμε το χέρι μας έμπρακτα όχι μόνο για να βάλουμε φραγμό στην ακροδεξιά ρητορεία που επελαύνει, αλλά κυρίως για να χτίσουμε ένα τείχος αλληλεγγύης.

Φέτος, λοιπόν, το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας επιστρέφει, κουβαλώντας μαζί την ορμή και τη διάθεση του κόσμου να αποτινάξει την παραίτηση και τον συμβιβασμό, ώστε να συναντηθεί, να χορέψει, να αγκαλιαστεί, να μετατρέψει το ζόρι σε συλλογικό δάκρυ, σε συλλογικό γέλιο των από κάτω. Κι έπειτα να σηκωθεί, να πάρει ανάσα και να σχεδιάσει τους κοινούς αγώνες του επόμενου διαστήματος.

Η εκδήλωση που θα φιλοξενηθεί την Παρασκευή στον χώρο του Φεστιβάλ, με τίτλο “Από την Πύλο έως τον Έβρο, ένα κρατικό έγκλημα σε επανάληψη”, έχει σε αυτό ακριβώς στραμμένο το βλέμμα.Μεταξύ άλλων σημαντικών προσκεκλημένων θα μιλήσουν οι διασώστες Ι. Αποστολοπουλος και Sean Binder. Καλούμε τον κόσμο του αγώνα σε μια συζήτηση, η οποία ελπίζουμε να ρίξει φως στην πολιτική που προκαλεί πολύνεκρα ναύαγια και να συμβάλει στο να οργανώσουμε καλύτερα τα επόμενα βήματά μας. Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς με τους υπαίτιους και δεν σκοπεύουμε να τους κλείσουμε με τη σιωπή μας.

Το φετινό Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ είναι σημαντικό για μας και για έναν ακόμα λόγο. Διεξάγεται σε συνθήκες μεθοδευμένης απαγόρευσης ύστερα από την απαράδεκτη και βαθιά αντιδημοκρατική ανάκληση της άδειας του ΕΚΠΑ, 10 μόλις μέρες πριν από τη διεξαγωγή του. Πιστεύουμε πως η απαγόρευση αυτή έρχεται σε μια χρονική στιγμή καθόλου τυχαία και η πολιτική της στόχευση είναι φανερή.

Ο αγώνας για την υπεράσπιση των δημόσιων εκδηλώσεων και κινητοποιήσεων περνά φέτος μέσα και από το Φεστιβάλ. Έτσι απαντάμε σε όσους φρόντισαν να μας δυσκολέψουν, νομίζοντας πως θα κάνουν πολιτική με απαγορεύσεις: Οι φράχτες την πλατωσιά του κόσμου μας στενεύουν! Το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ θα διεξαχθεί κανονικά το ερχόμενο τριήμερο 7-9 Ιουλίου, το ίδιο όμορφο, το ίδιο ανοιχτό και το ίδιο ελπιδοφόρο, αυτή τη φορά στο Άλσος Βεΐκου.

Το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ είναι οι χιλιάδες που από το 1996 φιλοξενούνται στους κόλπους του. Από εκείνους που βάζουν τη διάθεση και τον χρόνο τους για να στηθεί και να λειτουργήσει μέχρι όσους στηρίζουν με την παρουσία τους, αλλά και με όποιον τρόπο μπορούν. Αυτή, λοιπόν, είναι η δικιά μας αλυσίδα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς και δεν θα τη σπάσει ποτέ κανείς. Τη δημιουργήσαμε και την πλατύναμε όλες μαζί.

Καλούμε ολόκληρη την πόλη να στηρίξει και φέτος, περισσότερο από ποτέ, το δικό της Φεστιβάλ! Να εγγυηθούμε από κοινού την ύπαρξη του. Διότι μόνον έτσι θα διασφαλιστεί η συνέχεια της κοινής εμπειρίας, αλλά και των πρακτικών παρεμβάσεων για την έκφραση της βούλησής μας:

Με τους μετανάστες/τις μετανάστριες θα ζούμε, θα αγωνιζόμαστε, θα διαμορφώνουμε από κοινού την κοινωνία.