Παρότι μάλιστα η υπόσχεση προς τους πολλούς δείχνει τόσο μακρινή, η υπόσχεση προς τους λίγους, περί αναγκαστικής «συναίνεσης» ή και αποτελεσματικής καταστολής των «από κάτω» ακούγεται όχι μόνο πειστική αλλά και αναγκαία. Ο όρος και όσα περιγράφει ρητά και υπόρρητα έγινε τόσο δημοφιλής ώστε τον ασπάστηκε ασμένως και ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με το ΚΙΝΑΛ, τη ΝΔ και άλλους.
Η αποκατάσταση της κανονικότητας, δηλαδή της συνθήκης κατά την οποία η ολιγαρχία σωρεύει πλούτο και ισχύ, οι ΗΠΑ αποφασίζουν για την Ελλάδα, ενώ τα μεσαία και κατώτερα στρώματα περιμένουν να επιβιώσουν από τα ψίχουλα του παρασιτισμού- μαύρη οικονομία και επιδόματα- έγινε η κοινή στρατηγική των δύο μεγαλυτέρων- και όχι πια μεγάλων- κομμάτων.
Η αντιπολίτευση βεβαίως ως ρόλος απαιτεί κάποιες ρητορικές εξάρσεις και ορισμένες διαφωνίες, ως φτιασιδώματα για την έλλειψη διαφωνίας στα «μεγάλα». Ενίοτε τέτοιες αντιπαραθέσεις μπορούν να γίνουν σχετικά πειστικές για όποιον βεβαίως θέλει να πειστεί. Αλλά έρχονται και στιγμές που η στρατηγική συμφωνία έρχεται στο φως. Μια τέτοια στιγμή είναι η εκλογή της προέδρου της Δημοκρατίας μας.
Η πρόταση Μητσοτάκη ήταν λογικότατη για ένα κόμμα σαν τη ΝΔ: μέλος της ανωτάτης δικαστικής γραφειοκρατίας και όσων αυτή εκφράζει, με χειρισμούς αποτελεσματικούς για συγκεκριμένα συμφέροντα σε κρίσιμες υποθέσεις και με ολίγη από δικαιωματισμό καθότι γυναίκα, η κα Σακελλαροπούλου είναι ιδεώδης υποψήφια για μια παραδοσιακή δεξιά που θέλει να υποκριθεί το φιλελεύθερο κέντρο.
Αλλά για ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ακόμα ως κόμμα της «πληθυντικής» αριστεράς τι ακριβώς συμβολίζει; Θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι έχουμε μια τόσο αδιάφθορη και φιλό- λαϊκή δικαιοσύνη ώστε να πρέπει να τιμηθεί μία ανώτατη λειτουργός της; Ο Χρήστος Σαρτζετάκης είχε τιμηθεί -κατ’ ουσίαν- ως η εξαίρεση σε ένα δικαστικό σώμα που είχε αποδειχθεί κατώτερο των περιστάσεων. Η Κα Σακελλαροπούλου ως τι τιμάται και από το ΣΥΡΙΖΑ; Ως ο κανόνας σε ένα απογοητευτικό σώμα, του οποίου τα ανώτατα κλιμάκια, ομολογημένα πια μέσα από αλληλό- καταγγελίες τους είναι βαθιά διεφθαρμένα;
Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βαλθεί να πείσει τους «από πάνω» ότι οι «εξαλλοσύνες» του πρώτου εξαμήνου του 2015- εξαρχής υπονομευμένες από την ίδια του την ηγεσία κατά το γράφοντα και ανεπαρκείς- δε θα επαναληφθούν ποτέ. Ότι θέλει να κυβερνήσει ξανά αλλά απονευρωμένος και παντελώς ακίνδυνος για οποιοδήποτε κατεστημένο συμφέρον. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τόσο άγχος για «κανονικότητα», ώστε δεν αρκείται στις παρασκηνιακές και στις επί της ουσίας εγγυήσεις «κανονικότητας» αλλά τις παρέχει και στο ανώτατο πεδίο. Εμείς τι να πούμε μετά από αυτό; Και εις άλλα με υγεία «σύντροφοι».