Μετά την αθώωση των αστυνομικών, οι γονείς του Ζακ είναι εξοργισμένοι. Ο πατέρας του λέει στη μητέρα του να γράψει στους πάντες: από τον πρωθυπουργό μέχρι τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου. Η Ελένη Κωστοπούλου συντάσσει μία σειρά από επιστολές, που τις αποστέλλει στις άκρες του πλανήτη, με το σκεπτικό ότι ακόμη και αν δεν γίνει τίποτα, πάντως δεν έχει και κάτι να χάσει. Η υπόθεσή της γίνεται δεκτή για ακρόαση από την Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (PETI) και συζητείται στις 26 Ιανουαρίου. Δεν είναι όλες οι κοινοβουλευτικές ομάδες σύμφωνες, όμως η έκβαση είναι θετική. Αρχικά γίνεται δεκτή για να παρουσιάσει την υπόθεση της και στη συνέχεια αποφασίζεται όχι μόνο να παραμείνει ανοιχτή η υπόθεση, αλλά και να παραπεμφθεί στην επιτροπή LIBE για διερεύνηση.
Το αμέσως προηγούμενο θέμα ήταν εντελώς άλλου κλίματος, σε βαθμό σουρεαλιστικό. Αφορούσε ένα τυπικό γραφειοκρατικό θέμα, τη φορολογία και τις προδιαγραφές στα χρώματα του τατουάζ. Όταν πήρε τον λόγο η Ελένη Κωστοπούλου, ξαφνικά η ατμόσφαιρα άλλαξε, γιατί, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, μιλούσε μια μάνα για το πώς σκότωσαν το παιδί της.
Αμέσως μετά την ομιλία της, η πρώτη αντίδραση ήταν αποκαρδιωτική. Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν μίλησε μεν με συμπάθεια για τον ανθρώπινο πόνο της μητέρας του θύματος, (μπορείτε να τον ακούσετε εδώ μετά το 16ο λεπτό) αλλά εξέφρασε την άποψη ότι μόνο ζητήματα που σχετίζονται με το ενωσιακό δίκαιο μπορούν να απασχολήσουν το ευρωκοινοβούλιο, και αυτό είναι ένα θέμα που θα πρέπει να επιλύσει το εθνικό δικαστήριο που θα ασχοληθεί και πάλι τον Δεκέμβριο.
Δεν ήταν όμως έτσι.
Πήραν τον λόγο δύο Έλληνες ευρωβουλευτές. Ο Κώστας Αρβανίτης, που σχολίασε στη συνέχεια στο τουίτερ ότι η Ελένη Κωστοπούλου συγκίνησε και έπεισε με την παρουσία της και ο Λευτέρης Αλαβάνος από το ΚΚΕ, που στήριξαν και οι δύο το αίτημα να παραπεμφθεί η υπόθεση στην επιτροπή LIBE, ενώ σημαντική ήταν και η θετική τοποθέτηση του αντιπροέδρου του ευρωκοινοβουλίου, Μαρκ Άγκελ, που επιδεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία για τα ζητήματα της προστασίας των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και έχει φροντίσει να ενημερωθεί εκτενώς για το θέμα.
Μετά τη δευτερολογία της μητέρας του Ζακ το κλίμα είχε αλλάξει. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο έπαιξε ρόλο η ομιλία της Ελένης Κωστοπούλου και ιδίως η δευτερολογία της, που καταχειροκροτήθηκε (το γεγονός είναι σπάνιο, όπως μου περιέγραφαν μετά), αλλά η τελική απόφαση ήταν θριαμβευτική. Η φράση της «αν δεν μπορείτε να κάνετε κάτι, γιατί είστε εδώ;» έχει ήδη διαβαστεί και κυκλοφορήσει μετά την ομιλία της.
Όλα αυτά συνέβαιναν την ώρα που στην Αθήνα συζητιόταν η πρόταση μομφής για το ζήτημα των παρακολουθήσεων, σε ένα κλίμα ολοένα και μεγαλύτερης αδιαφορίας όχι μόνο για το δίκιο, αλλά ακόμη και για την πιο στεγνή, νομικίστικη εκδοχή της δικαιοσύνης.
Όλο και πιο συχνά σκέφτομαι ότι το γεγονός πως προσφεύγουμε σε ευρωπαϊκούς θεσμούς διότι η ελληνική δικαιοσύνη έχει αποτύχει, φέρνει στον νου στιγμές μιας πολύ πιο μαύρης εποχής της ιστορίας της χώρας μας. Δεν μου αρέσουν αυτές οι συγκρίσεις, αλλά παρακολουθώντας το έργο μερικών τέτοιων επιτροπών, όπως συνέβη και με την επιτροπή PEGA, νιώθεις ότι μια στοιχειώδης θεσμική προσήλωση αυτή τη στιγμή ξαφνικά λογίζεται για επαναστατική πράξη. Με δεδομένο ότι υπήρξε προκλητική αστυνομική ατιμωρησία και ότι στο Εφετείο μπορεί μόνο να βελτιωθεί, όχι να χειροτερεύσει η θέση των καταδικασθέντων, αυτή τη στιγμή η προσφυγή στην κρίση ευρωπαϊκών θεσμών είναι μια λύση.
Μια συζήτηση με τους γονείς του Ζακ
Λίγο αργότερα, καθίσαμε σε έναν διάδρομο του Ευρωκοινοβουλίου που έχει θέσεις για δημοσιογράφους (για την ακρίβεια, πρόκειται για τη γέφυρα Κωνσταντίνου Καραμανλή) και μιλήσαμε με τους γονείς του Ζακ. Ξεκινήσαμε από την υπόθεση της ημέρας, τη συζήτηση στην Επιτροπή Αναφορών, αλλά ρώτησα πράγματα που δεν είχα ρωτήσει ποτέ, παρότι έχουμε μιλήσει δεκάδες φορές στη δίκη. Εγώ δεν γνώρισα τον Ζακ. Είχαμε κοινούς φίλους, αλλά δεν τον είχα συναντήσει ποτέ. Οι γονείς του μίλησαν για κάτι που είχα αρχίσει να καταλαβαίνω αλλά δεν είχα ποτέ συζητήσει. Ο Ζαχαρίας ήταν το παιδί τους. Ο Ζακ ήταν ένας άλλος άνθρωπος, ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστής που δεν μοιραζόταν αυτό το κομμάτι της δημόσιας ζωής του με τους γονείς του, αλλά που δεν μπορεί και να χωριστεί με στεγανά. Κάτι από όλα τα χαρακτηριστικά ενός παιδιού σώζεται στον κοινωνικό εαυτό, αυτόν που πολύ συγκινητικά μας λέει η μητέρα του ότι τον γνώρισαν περισσότερο μετά τον θάνατο του, μέσα από τους φίλους του.
Ο πατέρας του για το ρατσιστικό κίνητρο:
«Όταν χτυπάς έναν άνθρωπο λες κι έχεις χιλιάδες προηγούμενα μαζί του, και στην ουσία δεν ξέρεις ούτε το όνομά του, τότε τι είναι πίσω από αυτό; Ποιος μπορεί να μου δώσει μία εξήγηση ότι δεν είναι ρατσιστικό; Μπορείς καλοπίχερα να χτυπήσεις έναν άνθρωπο που δεν σου έχει κάνει τίποτα; Να του πατάς το κεφάλι κάτω; Να τον κλωτσάς και το κεφάλι του να χτυπάει στα σπασμένα τζάμια και να μην τον γνωρίζεις;»
Οι γονείς του για τον αγώνα που δίνουν τώρα στο όνομα του Ζακ:
«-Δεν ξέρω από κει πάνω που είναι αν θα βλέπει τον αγώνα που κάνουμε. Θα χαίρεται.
-Δεν μπορούμε να σταματήσουμε, είμαστε οι συνεχιστές της φωνής του. Το νιώθουμε υποχρέωσή μας, εφόσον έκλεισαν τη δική του φωνή, του πήραν τη δική του φωνή, θα πρέπει τώρα να φωνάζουμε εμείς γι’ αυτόν. Είναι δική μας υποχρέωση και υποχρέωση και των αδερφών του, γιατί και αυτοί παλεύουν μαζί μας, και όλων των ανθρώπων που τον ήξεραν, είμαστε οι συνεχιστές του. Στέλνουμε αυτό το μήνυμα. Ότι πρέπει η δικαιοσύνη να τιμωρήσει αυτά τα περιστατικά, να βάλει φρένο».
Ο Ζακ είναι σήμερα σύμβολο μιας αδικίας που περιμένει επανόρθωση. Αυτό κρατώ από το κλείσιμο στη συζήτηση μας, όταν και οι δύο γονείς του μας έλεγαν ότι όσο ζουν θα συνεχίσουν τον αγώνα του για δικαιοσύνη και θα μεταφέρουν τη φωνή του.
Δείτε τη συνέντευξη που έγινε αμέσως μετά τη συζήτηση στην Επιτροπή Αναφορών στο Ευρωκοινοβούλιο, εδώ: