Επιπλέον ο Βενιζέλος, υπουργός μας τότε επί των οικονομικών, σ’ ένα ρεσιτάλ αναδιαπραγματευτικής δεξιοτεχνίας είχε εκνευρίσει τον ίδιο εκείνο Σεπτέμβρη την Τρόικα, και τώρα αυτή ζητούσε το αίμα της πίσω. Όσο για τις αρμόδιες φοροεισπρακτικές μας αρχές, είχαν επανειλημμένα αποδείξει την ανικανότητά τους.

Επινοήθηκε έτσι μια πρωτότυπη λύση, ένα μπαϊ-πάς στις ΔΟΫ τρόπον τινά, μέσω των λογαριασμών του ρεύματος. Ο νέος φόρος άφηνε απ' έξω τα μη ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, αποδείχτηκε όμως απρόσμενα δραστικός για τα ελληνικά ειωθότα – στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι φορολογούμενοι τον καταβάλλουν τακτικά τρία χρόνια τώρα. Απόδειξη, ότι έγινε λαομίσητος… Σύμπας ο πολιτικός κόσμος, από την άκρα δεξιά ώς την άκρα αριστερά, έσπευσε τελετουργικά να τον κατακεραυνώσει – πρωτοστατούντων των ίδιων των κυβερνητικών βουλευτών που τον ψήφισαν!

Ιστορικά, η τόση έξαψη εξηγείται. Σε μια οικονομία στοιχειώδους εξειδίκευσης, ισχνής παραγωγικότητας και λυμφατικών επενδυτικών ευκαιριών, τα τούβλα, τα ντουβάρια, τ’ ακίνητα ήταν παραδοσιακά η μόνη διέξοδος. Πρώτα πρώτα, ήταν φτηνά: εκείνοι οι πολυπόθητοι “δικοί μας τέσσερις τοίχοι” χτίζονταν κατά δόσεις, τα γιαπιά έχασκαν μισοτελειωμένα για χρόνια, τη δουλειά την έκαναν πολλές φορές τα ίδια τα μέλη της οικογενείας ή γινόταν στα μουλωχτά και στ’ αδήλωτα. Τα κτίσματα ήταν στην πλειοψηφία τους αυθαίρετα, συχνά πάνω σε καταπατημένη δημόσια γη, η ποιότητα και η αισθητική τους ήταν υποτυπώδης ή ολότελα άθλια, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν – οι σχετικές απαιτήσεις ήταν εκ προοιμίου μικρές.

Το κυριότερο: Οικοδομές και οικόπεδα έμεναν κατ' ουσίαν αφορολόγητα. Οι όποιες επιβαρύνσεις ήταν τις περισσότερες φορές ονομαστικές και δεν απέδιδαν. Ακόμη και οι αντικειμενικές αξίες που ορίστηκαν κάποια στιγμή, διατηρήθηκαν μέχρι την κρίση κατά πολύ χαμηλότερες από τις πραγματικές. Επιπλέον, τα νεόδμητα για ένα διάστημα απαλλάσσονταν και οι άλλοι φόροι –γονικής παροχής, κληρονομίας, μεταβιβάσεως–, που σε άλλες χώρες καταπίνουν ώς και το 50% της αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, εδώ σε μας ήταν μάλλον συμβολικοί.

Εμπρός σε τόσο ανεπαίσθητα βάρη, τα οφέλη ήταν ασυγκρίτως υψηλότερα. Το “κεραμίδι” παρείχε ανεξαρτησία, ενίσχυε τους δεσμούς με τον τόπο και την κοινότητα, εξασφάλιζε κοινωνικό πρεστίζ. Σε μια χώρα όπου η κοινωνική προκοπή είναι ταυτισμένη με την ακίνητη περιουσία, αυτοί που έμεναν στο ενοίκιο ήταν επόμενο να λογίζονται για losers και κακομοίρηδες. Σε μια οικονομία ώς πρόσφατα ακόμη τριτοκοσμική και καθυστερημένη, τα σπίτια αποτελούσαν τη μόνη εξασφάλιση του κόπου μιας ολόκληρης ζωής.

Μέχρι το 1960 περίπου αυτή η συμπεριφορά ήταν απολύτως ορθολογική. Από το 1960 όμως, και ιδίως μετά το 1980, τα πράγματα άλλαξαν. Τεράστια ποσά έπεσαν στην Ελλάδα, άδηλοι πόροι, ναυτιλιακό, μεταναστευτικό και τουριστικό συνάλλαγμα, ξένη βοήθεια, κοινοτικές μεταβιβάσεις και, φυσικά, δανεικά, του δημοσίου και των ιδιωτών.

Όλα αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν θεαματικά τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, αν επενδύονταν σε δυναμικούς και προσοδοφόρους τομείς. Θα μπορούσαν να εκσυγχρονίσουν εκ βάθρων την ελληνική οικονομία, αν κράτος και ιδιώτες έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη ωστόσο. Αντί για επενδύσεις, το κράτος διά του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος επέλεξε να διανείμει τον καινούργιο πακτωλό στους πελάτες-πολίτες του. Και εκείνοι με τη σειρά τους, βάζοντας και δάνεια στο κεφάλι τους, έκαναν αταβιστικά το μόνο που ήξεραν: ντουβάρια. Μόλις εξασφάλιζαν τα θεμέλια της πρώτης κατοικίας, άρχιζαν τα πανωσηκώματα: ανακαίνιση του πατρικού στο χωριό, δεύτερο εξοχικό κοντά στην πόλη, γκαρσονιέρα για τα παιδιά που σπουδάζουν, rooms to let, ενοικιαζόμενες μαιζονέτες ή μαγαζιά κ.ο.κ.

Η Πολιτεία, οι θεσμοί, τα κόμματα απαξάπαντα υποστήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις αυτή την κατάσταση. Επρόκειτο άλλωστε για καθολική λαϊκή απαίτηση, αφορούσε τον κοινό, απλό άνθρωπο. Όταν ένα πεντάστερο ξενοδοχείο περίμενε 5-6 χρόνια ώσπου να πάρει άδεια, ο μικροοικοπεδούχος ή μικροεμπρηστής έστηνε το φτηνοκατάλυμά του σε μήνες. Ένα τέταρτο αιώνος χρειάστηκε για να ολοκληρώσει την Costa Navarino ο Βασίλης Κωνσταντακόπουλος, όταν ο κάθε ταβερνιάρης εκεί γύρω μπορούσε ατιμωρητί να τσιμεντώνει όποια παραλία τού κάπνιζε. Κινητοποιήσεις μαζικές κόβαν τον βήχα σ’ όποιον ζητούσε να στήσει μια μονάδα παραγωγική – ένα ιχθυοτροφείο, μια βιομηχανία, ένα ορυχείο. Αντίθετα, ο αυθαιρετούχος μικρομαγαζάτορας και ο παρανομών μικροεργολάβος απήλαυαν την καθολική ανοχή.

Ομοίως, μερίμνη του κράτους και κοινή συναινέσει ψηφοφόρων και πολιτευτών, τα σχέδια πόλεως και οι λοιπές αναγκαίες υποδομές (κτηματολόγιο! δασολόγιο!) δεν προχωρούσαν. Αντ' αυτού ανέβαιναν οι συντελεστές δόμησης και ανθούσε η παγκοσμίως πρωτόφαντη και περιβαλλοντοκτόνος πατέντα του εκτός σχεδίου. Η αντιπαροχή (άλλος ένας τρόπος ώστε να επιδοτηθεί η φτηνοκατασκευή για τις μάζες) σάρωσε τις ελληνικές πόλεις και καταβαράθρωσε το επίπεδο ζωής. Όσο για τις τράπεζες, με τη στεγαστική προπαγάνδα τους συναγωνίζονταν σε ανευθυνότητα το κράτος και τους πολιτικούς.

Το ποσό που επενδύθηκε στα ακίνητα όλα αυτά τα χρόνια ήταν κολοσσιαίο. Μια εκτίμηση πριν από την κρίση ανέβαζε τη συνολική τους αξία στο 1,7 τρισ. ευρώ, νούμερο που αντιστοιχούσε τότε στο 700% του ΑΕΠ, ίσο με το 82% της περιουσίας όλων των νοικοκυριών!

Σήμερα αυτό το νούμερο έχει συρρικνωθεί πλέον κατά το ένα του τρίτο, ενδεχομένως και περισσότερο. Παρ' όλα αυτά, αν κάπου υπάρχει συγκεντρωμένος πλούτος φορολογητέος σ' αυτή τη χώρα, θα τον βρούμε εδώ. Ούτε στο Χρηματιστήριο και τις εισηγμένες του (που όλες μαζί αξίζουν δεν αξίζουν καμιά 70αριά δισ. σήμερα…), ούτε στα υποτιθέμενα ή πραγματικά κέρδη τους (11 δισ. το 2007, χρονιά-ρεκόρ, ένα μακρύ σερί από τεράστιες ζημίες έκτοτε…), ούτε στις καταθέσεις (σκάρτα 160 δισ. τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε…), ούτε στον γενικό εμπορικό τζίρο (καμιά 100στή δισ…), ούτε –εξυπακούεται– στα αγρίως ψαλιδισμένα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις.

Πάντως, για τους πολιτικούς μας το πρόσκομμα είναι άλλο μάλλον. Απ’ όλο αυτόν τον πλούτο, η μερίδα του λέοντος ανήκει στους πολλούς: σε δημόσιους υπαλλήλους, αυταπασχολούμενους, μικρομεσαίους, τουτέστιν στην ευρεία πλειοψηφία. Και είναι η πλειοψηφία που ξεσηκώνεται τώρα εναντίον τους όταν της ζητούν το ώς χθες αδιανόητο – να εισφέρει κι εκείνη στον κορβανά όσα της αναλογούν.