Η Εισαγγελέας Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη, που έχει στοχοποιηθεί εδώ και πολλούς μήνες για τις έρευνές της στην υπόθεση Novartis, κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις προς τους εισαγγελείς Σοφουλάκη και Ζαχαρή έπειτα από μήνυση που έχει δεχτεί από τους Αντώνη Σαμαρά, Ευ. Βενιζέλο και Ανδρέα Λοβέρδο.
Το δεκάδων σελίδων γραπτό της υπόμνημα διαβιβάστηκε στην Προανακριτική της Βουλής. Μέσα σε αυτό, η κ.Τουλουπάκη ξεκαθαρίζει ότι η εμπλοκή των 10 πολιτικών προσώπων στην υπόθεση δεν βασίστηκε αποκλειστικά στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, όπως ποοσπάθησαν οι εμπλεκόμενοι να υποστηρίξουν, μιλώντας για «κουκουλοφόρους ψευδομάρτυρες».
Αντίθετα, η Τουλουπάκη καταθέτει ότι το υλικό βασίστηκε σε:
- Κατασχέσεις του συνόλου των ηλεκτρονικών υπολογιστών της Novartis, αλλά και των αντιγράφων ασφαλείας που φυλάσσονταν από ιδιωτική εταιρεία στον Ασπρόπυργο.
- Δεκάδες ελέγχους όλων των καταγγελομένων εταιρειών και – μη πολιτικών – φυσικών προσώπων από το επιστημονικό προσωπικό της Εισαγγελίας Διαφθοράς
- Ελέγχους και πορισματικές εκθέσεις από πλήθος ελεγκτικών αρχών (Διέυθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, Οικονομική Αστυνομία κ.α.)
- Δεκάδες αιτήματα δικαστικής συνδρομής και ευρωπαϊκής εντολής έρευνας
- Περίπου 50 μαρτυρικές καταθέσεις.
«Από αυτό το υλικό προέκυψαν τα στοιχεία για τα πολιτικά πρόσωπα», αναφέρει συγκεκριμένα, θέτοντας και συγκεκριμένα παραδείγματα. «Για τους Ευάγγελο Βενιζέλο και Γιώργο Κουτρουμάνη τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν στη Βουλή γι’ αυτούς, προέκυπταν από ηλεκτρονικά αρχεία (έγγραφα) που βρέθηκαν σε ηλεκτρονικούς δίσκους (servers) που κατασχέσαμε εμείς οι ίδιοι στην έδρα της εταιρείας Novartis» αναφέρει.
Ενώ το ίδιο υποστηρίζει για τις δικογραφίες και για Αντώνη Σαμαρά και Μάριο Σαλμά:
«Τα στοιχεία που προέκυψαν σχετικά με την ενδεχόμενη εμπλοκή τους προέρχονταν πρωτίστως από τα κατασχεμένα αρχεία της Novartis, η ύπαρξη και γνησιότητα των οποίων ουδόλως αμφισβητείται. Ιδίως δε για τον Αντώνιο Σαμαρά, κατατέθηκαν από τους προστατευόμενους μάρτυρες πραγματικά περιστατικά, η αξιοπιστία των οποίων ουδόλως αναιρέθηκε».
Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι: «Αμφότεροι οι μάρτυρες προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία, η αξιοπιστία των οποίων ομοίως ενδυναμώθηκε από την ύπαρξη συναφών στοιχείων που βρέθηκαν στα αρχεία της Novartis».
Ενώ, αναφέρομένη στην αρχειοθέτηση των 7 υποθέσεων, κατέθεσε ότι:
«Το γεγονός δε ότι οι υποθέσεις αυτών τέθηκαν τελικά στο αρχείο, οφείλεται στο ότι από την έρευνα δεν προκέκυψαν οι απαιτούμενες από το νόμο ενδείξεις περί του ότι οι ανωτέρω έλαβαν χρηματικά ανταλλάγματα, προκειμένου να προβούν σε συγκεκριμένες χαριστικές για την εταιρεία πράξεις».
Αναφέρεται επίσης στην κατά την ίδια πρωτοφανή διαπόμπευσή της, λέγοντας ότι πρόκειται για ένα «εξωπραγματικό και κινηματογραφικό σενάριο» που «μετατρέπεται σε σουρεαλιστική κωμωδία, αν ληφθεί υπόψη ότι «στήσαμε» μια υπόθεση, την οποία σχεδόν στο σύνολό της αρχεικοθετήσαμε, όχι βέβαια γιατί πτοηθήκαμε από τις υποβληθείσες μηνύσεις, αλλά γιατί είμαστε απολύτως αντικειμενικοί και αμερόληπτοι».
Σχετικά με τον διαχωρισμό των δικογραφιών σε δέκα υποστηρίζει ότι «αν αντιθέτως δεν είχε επιλεγεί η οδός του χωρισμού των δικογραφιών, δεν θα ήταν δυνατή η έγκαιρη αρχειοθέτηση των δικογραφιών για το σύνολο σχεδόν των πολιτικών, οι δε τελευταίοι θα παραπονούνταν (και δικαίως!) ότι παραμένουν σε βάθος χρόνου όμηροι της διερεύνησης της συνολικής υπόθεσης Novartis».
Προσθέτει ότι οι τότε προϊστάμενοί της, μεταξύ των οποίων ο κ.Αγγελής, που σήμερα την κατηγορεί για κατάχρηση εξουσίας, ήταν απόλυτα σύμφωνοι γι αυτήν της την πρακτική. Σχετικά με τους χειρισμούς Αγγελή, αναφέρει ότι αρχειοθέτησε την εναντίον της έρευνα και την ανέσυρε με δικονομικά παράνομο τρόπο, σε «ύποπτο» χρόνο.
Σχετικά με την κίνηση Αγγελή να καταθέσει τα έγγραφα του FBI στην Προανακριτική, υπενθυμίζεται ότι οι Εισαγγελείς Διαφθοράς, την Πεμπτη, κατήγγειλαν ότι ο Αγγελής κατέθεσε έγγραφα «της Υπηρεσίας µας που κατέχει και τηρεί σε αρχείο ως µη όφειλε».
«Πρέπει να επισηµάνουµε για την προστασία του κύρους της Υπηρεσίας µας και του θεσµού της Δικαιοσύνης, ότι δύο εξ αυτών και πιο συγκεκριµένα: α) το µε αριθµ Φ 09222/5039 και β) το µε αριθµ. Φ09222/5039 έγγραφα αποτελούν επίσηµες µεταφράσεις του Υπουργείου Εξωτερικών εγγράφων της δικογραφίας, που δεν προέρχονται από τις αµερικανικές αρχές, το τρίτο έγγραφο, δεν αφορά στην υπόθεση Νovartis, αλλά σε άλλη, άσχετη, και το τέταρτο είναι εκ των επιτρεπτής χρήσης εγγράφων και έχει ήδη αποσταλεί από εµάς στην Βουλή των Ελλήνων» προσθέτουν.
Μάλιστα, στη συνέχεια, σχολιάζουν σκωπτικά ότι «σε ό, τι αφορά στα λοιπά κατατεθέντα έγγραφα που φέρουν ένδειξη απαγόρευσης χρήσης τους από τις αµερικανικές αρχές η υπηρεσία µας δεν έχει να κάνει κανένα απολύτως σχόλιο ως έχει υπηρεσιακή υποχρέωση αλλά και σε ένδειξη της απαιτούµενης σοβαρότητος. Αναµένουµε τη συνέχεια ‘νέων συγκλονιστικών αποκαλύψεων, προερχοµένων από ένα παρανόµως τηρούµενο αρχείο εγγράφων.»