Η εταιρεία που διοργάνωνε αυτό το ταξίδι υπάρχει εδώ και χρόνια. Ο ιδιοκτήτης της είναι πρώην δημοσιογράφος των New York Times, ο οποίος είχε δώσει και μία συνέντευξη σε ένα σχετικό άρθρο στο Atlantic. Ο τουρισμός αυτού του είδους δεν είναι λοιπόν πρωτότυπη ιδέα ούτε για τη χώρα μας, απλώς που προστέθηκε στην τωρινή φάση και η συνεργασία με τον Guardian.
Η απόσταση που χωρίζει τον τουρίστα της καταστροφής από τον κατεστραμμένο άνθρωπο είναι τεράστια. Θυμίζει αυτά τα κλουβιά στα οποία οι αποικιοκράτες έβαζαν άγριους σε εμπορικές εκθέσεις τον 19ο αιώνα. Τους έφερναν από τις χώρες τους στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη φτιάχνοντας μικρά εκθέματα με πραγματικούς ανθρώπους μέσα, και τους ζητούσαν να αναπαραστήσουν την καθημερινή ζωή τους, που είναι μία πιο άγρια εκδοχή του ίδιου πράγματος.
Παραδείγματα αυτού που ονομάζεται σκοτεινός τουρισμός/τρομοτουρισμός (dark tourism) αφθονούν και είναι πάντοτε σοκαριστικά. Πρόσφατα είχε προκαλέσει και πάλι κατάπληξη σε ένα (μικρό) μέρος της κοινής γνώμης η είδηση ότι στα υψίπεδα του Γκολάν, που είχαν αποτελέσει το θέατρο μιας αιματηρής φάσης του πολέμου στη Συρία, ένας 54χρονος πρώην αξιωματικός του ισραηλινού στρατού διοργάνωνε εκδρομές για τουρίστες με θέα στον πόλεμο. Γκρουπ από τουρίστες με ψώνια στα χέρια, ακριβές σοκολάτες και κρασιά, κατέφταναν εκεί κάθε μέρα κρατώντας φωτογραφικές μηχανές και κιάλια, ελπίζοντας να δουν καπνό ή και μάχη.
Πρόκειται για ακμαία τουριστική βιομηχανία που έχει κέρδη που ξεπερνούν τα 260 δις τον χρόνο, ενώ το κόστος για τον πελάτη είναι πολύ κοντά σε αυτό που είδαμε και στην περίπτωση του Guardian. Από δυόμιση μέχρι 6.000 δολάρια, με διάρκεια από 5 μέρες έως 2 εβδομάδες. Περιλαμβάνει μέρη σαν το Πακιστάν, την κρυψώνα του Οσάμα Μπιν Λάντεν, αλλά φτάνει και μέχρι τα δικά μας βαλκανικά λημέρια, και ο κατάλογος βεβαίως δεν έχει τελειωμό. Ο Φίλιπ Στόουν από το Dark Tourism Institute εξηγεί πως «οφθαλμολαγνεία της καταστροφής» δεν υπάρχει μόνο στον τρομοτουρισμό, και επιμένει αφοπλιστικά: «Μπορεί και εσύ και εγώ να κάνουμε τρομοτουρισμό όταν επισκεφτόμαστε το Ground Zero στη Νέα Υόρκη».
Τον καιρό των Αγανακτισμένων του Συντάγματος είχα συναντηθεί με μία δημοσιογράφο των New York Times, η οποία έγραφε για την ελληνική κρίση. Καθώς περπατούσαμε προς το ξενοδοχείο της, ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην Πλάκα, όπου διέμεναν τότε και μέλη της τρόικας, εκείνη μου ζήτησε συγγνώμη για το γεγονός ότι η χώρα μου βρίσκεται σε κρίση και αυτή μένει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο για να γράφει για μας. Με παραξένεψε το γεγονός ότι είχε την ευαισθησία να ζητήσει συγγνώμη γι’ αυτό, αλλά νομίζω ότι όταν μας σοκάρει αυτό το γεγονός έχουμε χάσει την αρχική και θεμελιώδη πηγή της έκπληξης: Το μεγαλύτερο σκάνδαλο είναι η ίδια η ανισότητα.
Το σκάνδαλο είναι ότι την ώρα που κάποιοι τρώνε κεράσια, κάποιοι άλλοι σφάζονται και ανατινάζονται. Αυτή την απόσταση δεν τη γεφυρώνει ποτέ καμία ευαισθησία. Έχει πολύ μεγάλη διαφορά αν κάποιος έχει την τσίπα να ζητήσει συγνώμη για το μπανιστήρι που κάνει στον ανθρώπινο πόνο ή αν το θεωρεί ως μία ευκαιρία για να κερδοσκοπήσει. Αλλά το σκάνδαλο είναι μόνο ένα: η ανθρώπινη δυστυχία.
Ο «Νεαρός Βασιλιάς» του Όσκαρ Ουάιλντ έχει την ατυχία να τον επισκεφτούν στον ύπνο του οι ενοχές για το ότι τα ρουμπίνια του είναι βαμμένα με αίμα και γιατί άλλοι πίνουν πάντοτε το κρασί που πατάνε οι φτωχοί. Μεταμορφώνεται σε άγγελο – γιατί είναι παραμύθι. Χωρίς να θέλω να ισοπεδώσω και να εκμηδενίσω τη χυδαιότητα της ιδέας του Guardian, νιώθω πολλές φορές και εγώ ότι είμαι μέρος αυτού του σκανδάλου. Νιώθω δέος μπροστά στους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν, θρήνησαν δικούς τους ανθρώπους, τους είδαν να σκοτώνονται. Νιώθω δέος μπροστά στους ανθρώπους που είναι εξαθλιωμένοι. Και θυμάμαι τη φράση του Κιουρτσάκη που χρησιμοποιούσε με άλλη αφορμή: το γεγονός ότι εγώ ζω έτσι και εκείνοι αλλιώς αποτελεί ανεξιχνίαστο μεταφυσικό σκάνδαλο. Η πολιτική ανισότητα και η βία μπορεί να εξηγούνται. Γιατί τον έναν η ζωή τον ρίχνει εδώ και τον άλλον στην κόλαση, όχι.
Μπορεί αυτή η τουριστική ιδέα να ήταν εξοργιστική, αλλά φοβάμαι ότι γαβγίζουμε σε λάθος δέντρο, όπως θα έλεγαν και οι Άγγλοι. Η πέτρα του σκανδάλου είναι η ανισότητα και η δυστυχία. Το γεγονός ότι αμέριμνοι περιηγητές παρατηρούν απαθείς αυτή τη συνθήκη, είναι δυστυχώς αναπόφευκτο. Αν ο τουρίστας του πόνου θα συγκινηθεί ή όχι, αν θα επιδιώξει να αναλάβει πολιτική δράση ή όχι δεν το ξέρω και δεν μπορεί ποτέ να καθοριστεί εκ των προτέρων. Φοβάμαι ότι και ο ακτιβιστής και ο δημοσιογράφος δεν είναι εξαθλιωμένοι, είναι (ενδεχομένως) με το μέρος των εξαθλιωμένων. Το γεγονός ότι πληρώνονται αντί να πληρώνουν δεν είναι εγγύηση ηθικής ανωτερότητας.
Όπως και να το περιγράψουμε, ό,τι άνθρωποι και αν είμαστε, πονόψυχοι ή καπάτσοι, παρακολουθούμε δράματα στις ειδήσεις με τα πόδια σε λεκάνη για ποδόλουτρο, όπως έλεγε ο Παπαγιώργης.
Έδωσα στο άρθρο μου τον τίτλο «Τουρισμός στα συντρίμμια» και αμέσως μετά σκεφτόμουν: πώς είναι δυνατόν εμείς να μιλάμε για συντρίμμια; Υπάρχουν πόλεις που έχουν μεταμορφωθεί σε σωρούς από μπάζα από τους βομβαρδισμούς. Η ανθρώπινη δυστυχία δεν έχει πάτο. Ακόμη και η ευαισθησία μας λοιπόν αφήνει για μένα συχνά μια γεύση πρόκλησης. Το λέω χωρίς να υποτιμώ ή να αμφισβητώ τα κίνητρα όσων ανιδιοτελώς βοηθούν τους συνανθρώπους μας, αλλά επιστρέφω πάντα σε μία και μόνο παροιμία: χίλιες βεργιές σε ξένο κώλο, λίγες είναι. Κανείς μας δεν ξέρει τον ξένο πόνο. Ούτε οι κυνικοί αλλά ούτε και οι ευαίσθητοι. Αισθάνομαι λοιπόν μερικές φορές ότι δεν έχει νόημα να ηθικολογούμε απέναντι στην απάθεια. Αν κάτι έχει νόημα (ξαναλέω: αν), αυτό θα είναι οι πολιτικοί αγώνες απέναντι στη βία και την αδικία.