Ζωγραφικό έργο του Γιώργου Μικάλεφ
21Χ15 εκ. – Λάδι σε χαρτί
Τα έργα του Ντοστογιέφσκι έχουν μεταφραστεί σε 170 γλώσσες, ενώ θεωρείται ο σημαντικότερος ρώσος λογοτέχνης του 19ου αιώνα. Έχει επηρεάσει επίσης τους σημαντικότερους λογοτέχνες των αρχών του 20ου αιώνα, όπως τον Κάφκα, τον Χάμσουν και τον Τζόις, ενώ οι Νίτσε, Φρόιντ, Σαρτρ, ακόμα και ο Αινστάιν έχουν επαινέσει τη λογοτεχνία του.
Ο Ντοστογιέφσκι, γιος κληρικού, γεννήθηκε στη Μόσχα τον Φεβρουάριο του 1821 . Αν και βάσει της παράδοσης ήταν υποχρεωμένος να γίνει και ο ίδιος κληρικός, αυτός διάλεξε μια πολύ διαφορετική πορεία. Σπούδασε ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και βρέθηκε στα κατώτερα στρώματα της ρωσικής αριστοκρατίας. Ωστόσο λίγα χρόνια μετά αποφάσισε, το 1843, να ζει μόνο από το συγγραφικό του έργο. Η πρώτη του τυπωμένη είναι η μετάφραση της Eugénie Grandet του Honoré de Balzac, ενώ δύο χρόνια μετά έρχεται ο «Φτωχόκοσμος», το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, που κερδίζει αμέσως επαίνους από τον πνευματικό κόσμο της Ρωσίας.
Την άνοιξη του 1849 η συμμετοχή του Ντοστογιέφσκι στην πολιτικοφιλοσοφική λέσχη, Πετρασέσκι και οι ιδέες του για τον «ουτοπικό σοσιαλισμό» τον έφεραν ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου για συμμετοχή σε προδοτική συνωμοσία με σκοπό την ανατροπή του τσάρου Νικολάου του Α’. Στις 22 Απριλίου συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο Ντοστογιέφσκι απέφυγε την εκτέλεση και καταδικάστηκε τελικά σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα και στρατιωτική υπηρεσία ως απλός στρατιώτης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Στο δικαστήριο δεν αρνήθηκε ούτε τις φιλελεύθερες κοινωνικές πεποιθήσεις του ούτε την κριτική του για πολλά φαινόμενα της ρωσικής πραγματικότητας. Παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν «αφελή-έντιμο ανθρωπιστή και λόγιο ο οποίος απέβλεπε στο γενικό καλό της ανθρωπότητας», κυρίως όμως ήθελε μέσα από την πλούσια βιβλιοθήκη των Πετρασέφσκι «να γνωρίσει τα νεότατα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης». Το δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή του την εξήγηση. Οι εμπειρίες του συγγραφέα στα κάτεργα έδωσαν πνοή στο «Σπίτι των Νεκρών», που εκδόθηκε το 1862.
Το 1854 απελευθερώνεται από τη φυλακή αλλά είναι υποχρεωμένος να εκτίσει το δεύτερο μέρος της ποινής του, τη στρατιωτική θητεία στην εσχατιά της Σιβηρίας, κοντά στα σύνορα με την Κίνα. Εκεί γνωρίζεται και με την Maria Dmitrievna Isaev. Το ζευγάρι παντρεύεται το 1857, μετά το θάνατο του συζύγου της. Ωστόσο η ευτυχία που προσδοκούσε ο Ντοστογιέφσκι δεν έρχεται ποτέ, καθώς δύο αποτυχημένα περιοδικά, το Vremya (Χρόνος) και Epokha (Εποχή), ο θάνατος της συζύγου του και του αδερφού του το 1864 τον φορτώνουν με περισσότερα χρέη. Προσπαθώντας να τα ξεπεράσει βυθίζεται στον τζόγο, ενώ έχει να αντιμετωπίσει και την επιληψία από την οποία έπασχε
Παρά τα προσωπικά του προβλήματα, από το 1866 το λογοτεχνικό του έργο οδεύει σιγά σιγά προς το απόγειό του. Κατά τη διάρκεια του 1866 δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό «Ρώσος Αγγελιοφόρος» το «Έγκλημα και Τιμωρία». Ακολουθούν ο «Παίχτης» το 1867, οι «Δαιμονισμένοι», το προσωπικό Ημερολόγιο του Συγγραφέα και τέλος οι «Αδερφοί Καραμαζώφ», το 1879-1880. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1881 ο «εθνικός λογοτεχνικός ήρωας» και «προφήτης» της Ρωσίας φεύγει από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιας αξίας συγγραφικό έργο και παίρνοντας μαζί του τον τίτλο του «κορυφαίου ρώσου λογοτέχνη του 19ου αιώνα»
Ένα απόσπασμα από το «Υπόγειο»
Όλοι έχουμε ξεσυνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που σε μερικές στιγμές αισθανόμαστε κάποια αηδία για την πραγματική ζωή και για τούτο την αποστρεφόμαστε όταν μας τη θυμίζουν. Καταντήσαμε να θεωρούμε την πραγματική ζωή σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν ένα επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων.
Και γιατί ταραζόμαστε; Γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Τι ζητούμε; Ούτε και οι ίδιοι το ξέρουμε! Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν.
Σταθείτε, προσπαθήστε, για παράδειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία∙ βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δράσης σας∙ χαλαρώστε την κηδεμονία, ε, λοιπόν, ναι, σας το διαβεβαιώνω, εμείς όλοι… θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία. Το ξέρω καλά πως θα φουρκιστείτε, πως θα μου βάλετε τις φωνές, πως θα χτυπήσετε τα πόδια σας στο πάτωμα. Μιλήστε λοιπόν, θα μου πείτε, για τον εαυτό σας μόνο, και για όλες σας τις αθλιότητες στο υπόγειο, μα δε χρειάζονται δικαιολογίες, δεν έχετε το δικαίωμα να πείτε «εμείς όλοι!».
Επιτρέψετε, κύριοι, γι’ αυτό το εμείς όλοι. Όσο για μένα, στη ζωή μου έφτασα στα άκρα εκείνο που εσείς δεν τολμάτε ούτε στο μισό δρόμο να φέρετε, από δειλία∙ κι ακόμα παίρνετε τη δειλία σας για φρονιμάδα, και παρηγοριόσαστε ξεγελώντας τον εαυτό σας. Γι’ αυτό το λόγο, ίσως να ‘μαι πιο ζωντανός από σας. Μα δώστε, παρακαλώ, περισσότερη προσοχή!
Δεν ξέρουμε ακόμη πού υπάρχει τώρα εκείνο που είναι ζωντανό, από τι είναι και πώς ονομάζεται. Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε∙ δε θα ξέρουμε που να στηριχθούμε και σε τι ν’ αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπήσουμε ή να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε ή να περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε, κι είναι χρόνια και χρόνια που μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει.
Σε λίγο θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα απ’ το «υπόγειο»…