Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε την Πέμπτη ότι δεν προτίθεται να επιτρέψει στο Ισραήλ να προχωρήσει στην προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, απορρίπτοντας ανοιχτά τις σχετικές πιέσεις που δέχεται ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου από ακροδεξιούς υπουργούς της κυβέρνησής του.
Ο Τραμπ τοποθετήθηκε δημόσια για το θέμα στον απόηχο τηλεφωνικής συνομιλίας που, όπως ανέφερε, είχε με τον Νετανιάχου, με επίκεντρο τους πιθανούς τρόπους επίλυσης της κατάστασης στη Λωρίδα της Γάζας.
«Δεν θα επιτρέψω στο Ισραήλ να προσαρτήσει τη Δυτική Όχθη. Όχι, δεν θα το επιτρέψω. Δεν πρόκειται να συμβεί», τόνισε ο Τραμπ μιλώντας σε δημοσιογράφους από το Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου.
Η δήλωση αυτή έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία ο Νετανιάχου βρίσκεται υπό έντονες πιέσεις από ακροδεξιούς κυβερνητικούς του εταίρους, που ζητούν επίμονα την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης – μια προοπτική που προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στους αραβικούς ηγέτες. Ορισμένοι εξ αυτών είχαν κατ’ ιδίαν συνομιλίες με τον Τραμπ στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
«Δεν επιτρέπω στο Ισραήλ να προσαρτήσει τη Δυτική Όχθη. Αρκετά έχουν γίνει. Ήρθε η ώρα να σταματήσουν», υπογράμμισε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Η Δυτική Όχθη καταλήφθηκε από το Ισραήλ κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967. Οι Παλαιστίνιοι τη θεωρούν αναπόσπαστο τμήμα του μελλοντικού ανεξάρτητου κράτους τους, μαζί με την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Λωρίδα της Γάζας.
Σήμερα, περίπου 700.000 Ισραηλινοί έποικοι διαμένουν σε περιοχές της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ – την οποία το Ισραήλ έχει μονομερώς προσαρτήσει, αν και η διεθνής κοινότητα δεν έχει αναγνωρίσει επισήμως την προσάρτηση αυτή.
Το Ισραήλ εξακολουθεί να αρνείται την παραχώρηση του ελέγχου της Δυτικής Όχθης, επικαλούμενο λόγους ασφαλείας.