Η Τράπεζα Πειραιώς διεκδικεί 50.000.000 ευρώ ισχυριζόμενη ότι αυτή ήταν η ζημιά που της προκάλεσε το δημοσίευμα, παρ’ όλο που το συγκεκριμένο δημοσίευμα δεν είχε πολύ μεγάλη απήχηση στα εγχώρια μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πολλά δε εξ αυτών δημοσίευσαν μόνο την απάντηση της Tράπεζας Πειραιώς, χωρίς αναφορά στο πρωτογενές δημοσίευμα. Ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον που επέδειξαν τα ΜΜΕ για τη σημερινή δίκη.
Οι εκπρόσωποι της Τράπεζας κατηγόρησαν τον Ν. Λεοντόπουλο ότι βασίστηκε σε ψευδείς καταγγελίες και ζήτησαν επίμονα να μάθουν τις πηγές του. Ο δημοσιογράφος, ως όφειλε, υπερασπίστηκε τις πηγές του και εστίασε στο γεγονός ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προς την τράπεζα (παρουσίασε σχετικό ημερολόγιο επικοινωνίας), αυτή αρνήθηκε να τοποθετηθεί στα στοιχεία του ρεπορτάζ.
Η υπεράσπιση της τράπεζας Πειραιώς παρουσίασε ως μάρτυρα τον Ιωάννη Κοτόφωλο, υπεύθυνο γραφείου Τύπου της τράπεζας, ο οποίος, σε μια αποστροφή του λόγου του δήλωσε ότι δεν χρειάζεται μαθήματα δημοσιογραφίας αφού εδώ και 20 χρόνια εργάζεται για το οικονομικό της Καθημερινής. Τώρα για το ποια δημοσιογραφία χρειάζεται ο τόπος, διαλέξτε εσείς μεταξύ αυτής που ασκεί ο δημοσιογράφος/ερευνητής του Reuters και αυτής που ασκεί ένας δημοσιογράφος που καλείται να ενημερώνει για οικονομικά θέματα την ώρα που εκπροσωπεί μία τράπεζα.
Για άλλη μία φορά τα ρεπορτάζ του Reuters αλλά και αυτά του Κώστα Βαξεβάνη και του Τάσου Τέλογλου δεν κίνησαν καμία νομική διαδικασία-διερεύνηση από το Ελληνικό Κράτος, όπως θα φανταζόταν κανείς, και ούτε προκάλεσαν κανένα εμπόδιο στην παραχώρηση του «καλού» κομματιού της Αγροτικής Τράπεζας στην Πειραιώς του κυρίου Σάλλα.
Ενδιαφέρον είχαν και οι καταγγελθείσες παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, που αποσιωπήθηκαν ή ακόμα και μετατράπηκαν σε ζητήματα «προβοκάτσιας κατά τραπεζών» από διαδικτυακά μέσα, που κοσμούν τις σελίδες τους με τις διαφημίσεις της Τράπεζας Πειραιώς.
Το The Press Project θα παρακολουθήσει την εξέλιξη της δίκης και θα σας ενημερώσει τις επόμενες ημέρες με ρεπορτάζ και δηλώσεις πρωταγωνιστών.