Οι πόλεμοι που διεξάγονται από την 24η Φεβρουαρίου 2022, ημέρα εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, είναι τρεις. Ο επί του πεδίου θερμός πόλεμος, ο οικονομικός πόλεμος της Δύσης κατά της Ρωσίας, ως απάντηση στο θερμό, και ο πόλεμος της πληροφορίας. Μια καταγραφή της κατάστασης και στα τρία μέτωπα, τρεις μήνες μετά την εισβολή.

Στρατιωτικό πεδίο, διπλωματικές επαφές

Από την αρχή της «ειδικής επιχείρησης», της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, μετά την αναγνώριση των δύο αυτοανακηρυγμένων δημοκρατιών, οι Ρώσοι ανακοίνωναν «τρεις φάσεις» ως στάδια, επιχειρησιακές φάσεις. Αυτές οι τρεις φάσεις καθόριζαν τις τρεις στιγμές στις οποίες θα μπορούσε να αναλάβει η διπλωματία. Αυτό που έβλεπε κανείς, με την απλή εμπειρία της κάλυψης και άλλων συγκρούσεων, γίνεται τώρα ορατό. Τώρα, που η Ουκρανία χάνει τα περισσότερα και βρίσκεται απέναντι στην κατάρρευση. 

Στην στρατιωτική ορολογία, μια «επιχείρηση» (operation) είναι περιορισμένου στόχου, μπορεί κάποτε να είναι και «χειρουργική», όπως λένε. Αποτελεί το πρώτο στάδιο μιας «εκστρατείας» (campaign), μιας σειράς, δηλαδή, επιχειρήσεων, που έχουν κοινό στρατηγικό στόχο. Η μετεξέλιξη της «επιχείρησης» σε «εκστρατεία» είναι αυτό που παρακολουθήσαμε όταν οι Ρώσοι ανακοίνωσαν πως «περνούν στο β’ στάδιο» στην Ουκρανία. Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου σταδίου, μεσολάβησε η Αττάλεια, δηλαδή η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ουκρανίας και Ρωσίας στην Τουρκία, συνάντηση σε τόσο υψηλό επίπεδο που πολλοί από μας ήλπιζαν σε όντως ειρήνευση.

Αν η Αττάλεια είχε πετύχει, η «επιχείρηση» θα είχε παραμείνει «επιχείρηση» και η έξοδος των Ρώσων από τα εδάφη της Ουκρανίας, με επιστροφή σε ένα ενισχυμένο Μινσκ, ήταν πολύ πιθανή. Δεν επέτυχε, διότι δεν το ήθελε το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, κι η ΕΕ.  Η «ηγεσία» της Ουκρανίας ακολούθησε. Οι συνομιλίες «πέρασαν» σε κατώτερο επίπεδο, δύο διπλωματικών αποστολών, από «φυσικές» έγιναν σύντομα «ηλεκτρονικές», και με καταγραμμένες τις παλινωδίες της ουκρανικής πλευράς, έφτασαν να «παγώσουν», τη στιγμή που η δεύτερη φάση της ρωσικής εισβολής ξεκινούσε. Ήμασταν πλέον, και επισήμως, και από ρωσική πλευρά, απέναντι σε μια εκστρατεία εναντίον της Ουκρανίας. Μια εκστρατεία, που περίπου ενάμιση μήνα από την έναρξή της, ή τρεις μήνες από την αρχική επιχείρηση, βαίνει καλώς για τη Ρωσία και κακώς για την Ουκρανία, η οποία βρίσκεται να την αντιμετωπίζει χωρίς αληθινή ηγεσία, χωρίς δική της φωνή.

Σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, η Ουκρανία έχει δεχθεί τριπλό πλήγμα: από τη Ρωσία, από τη Δύση και από την ανίκανη ηγεσία της. Για να μη μιλήσουμε για Πολωνούς και άλλους που βλέπουν την Ουκρανία σαν πεδίο στο οποίο θα λύσουν τις διαφορές τους με τη Ρωσία, ανέξοδα για τους ίδιους.

Αν μαζέψει κανείς τις εκκλήσεις Ζελένσκυ, από την ζώνη απαγόρευσης πτήσεων μέχρι την αποστολή όπλων που να μπορούν όντως να απαντήσουν στα ρωσικά, και από την επιβολή και νέων κυρώσεων μέχρι την πλήρη απομόνωση της Ρωσίας, και προσθέσει τους αποκαλυπτικούς λεονταρισμούς Μπάιντεν («ο Πούτιν πρέπει να πέσει»), Βρετανίας και της γνωστής Ούρσουλας, η εικόνα είναι σαφής. Σήμερα,  τρεις μήνες από την αρχική εισβολή, η Ουκρανία βρίσκεται σε πολύ χειρότερη διαπραγματευτική θέση. Γιατί, αξίζει να το πούμε και πάλι: όλοι οι πόλεμοι τελειώνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Στο οποίο η Ρωσία πάει όλο και πιο ισχυρή κι η Ουκρανία όλο και πιο αδύναμη και εγκαταλελειμμένη.

Αυτό ακριβώς ήταν και το νόημα όσων είπε ο Χένρυ Κίσσινγκερ στο Νταβός, στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ. Το γνωστό γεράκι, ξαφνικά βγήκε μπροστά για την ειρήνη. Όχι γιατί η ειρήνη τον απασχολεί ιδιαίτερα, αλλά γιατί βλέπει, όπως είπε, την απειλή για την παγκόσμια σταθερότητα. «Είναι κρίσιμο για την διεθνή σταθερότητα» να προχωρήσουν οι ειρηνευτικές συνομιλίες είπε. Και ας χάσει έδαφος η Ουκρανία. Γιατί, το αληθινό ζητούμενο είναι να μην απομονωθεί από την Ευρώπη η Ρωσία, να μην υποχρεωθεί να ψάξει αλλού «μόνιμη συμμαχία». Έδωσε και χρονοδιάγραμμα: «τα δύο μέρη πρέπει να υποχρεωθούν σε ειρηνευτικές συνομιλίες εντός διμήνου». Έδωσε και τα «ιδανικά σύνορα» – επιστροφή στο status quo ante, είπε – κρατά η Ρωσία ως «επιρροή» τις δύο αυτανακηρυχθείσες δημοκρατίες και επισημοποιείται διεθνώς ως ρωσικό έδαφος η Κριμαία, κοινώς. Και κατηγόρησε για ανεμελιά – τουλάχιστον τη δύση – που δρα in the mood of the moment: η επιδίωξη της περαιτέρω συνέχισης του πολέμου, είπε, «δεν αφορά στην ελευθερία της Ουκρανίας» αλλά αποτελεί «έναν νέο πόλεμο εναντίον της ίδιας της Ρωσίας». 

Οι δηλώσεις Κίσσινγκερ δεν έγιναν γιατί στα 90 του αποφάσισε να το παίξει Νέστορας ή γιατί έγινε ξαφνικά αντάξιος του Νόμπελ Ειρήνης που κατέχει. Αποτελούν την φωνή της παλιότερης γενιάς του αμερικάνικου βαθέως κράτους, αυτού που δεν σκέφτεται και δρα με όρους τουίτερ, αλλά με πολιτικούς, γεωστρατηγικούς όρους και στόχους.

Ο οικονομικός πόλεμος

Η οικονομική επίθεση που έγινε, εναντίον της Ρωσίας, δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Όπως πολύ σωστά γράφει το Forbes, τα μέτρα που ελήφθησαν, η κατάσχεση των ρωσικών αποθεμάτων σε ξένα νομίσματα (ύψους 650 δις δολαρίων), η αποπομπή των ρωσικών τραπεζών από το SWIFT, η «οικονομική πολεμική επίθεση σε όλα τα επίπεδα κατά της Ρωσίας, είχε ως στόχο να καταστρέψει τη Ρωσική Οικονομία, να οδηγήσει στην κατάρρευση του ρουβλιού και πιθανώς να οδηγήσει σε αλλαγή καθεστώτος, με την πτώση του Βλαντιμίρ Πούτιν». Το Forbes υπενθυμίζει μάλιστα όχι μόνο το περί πτώσης του Πούτιν που είπε ο Μπάιντεν αλλά και ότι επιπρόσθετα «τουλάχιστον ένας Αμερικάνος γερουσιαστής είπε πως θα καλοδεχόταν την δολοφονία του Πούτιν», προκαλώντας «την επικρότηση των μέσων ενημέρωσης».  

Πριν την εισβολή, η σχέση δολαρίου – ρουβλίου ήταν περίπου ένα προς 70. Αμέσως με την εισβολή το ρούβλι έπεσε στα 1:136, για να ανακάμψει, φτάνοντας στην υψηλότερη τιμή του την τελευταία πενταετία, πέφτοντας και κάτω από το 1:60. «Η αξία του ρουβλιού δεν είναι αρκετός δείκτης της οικονομικής κατάστασης της Ρωσίας», θα σημειώσει το Forbes, αλλά «άλλοι δείκτες, όπως η πρόσφατη μείωση των επιτοκίων από την [ρωσική] κεντρική τράπεζα από το 17% στο 14% και η συνεχιζόμενη υγιής κατανάλωση σε καφέ, μπαρ και εστιατόρια, δείχνουν ότι η οικονομία της Ρωσίας κρατάει καλά απέναντι στις πολλαπλών ειδών Δυτικές οικονομικές κυρώσεις». Κι αυτό γιατί «η Ρωσία δεν είναι Κούβα, Βόρεια Κορέα, Ιράν ή Βενεζουέλα. Πολλοί στα μέσα ενημέρωσης συγκρίνουν το ΑΕΠ της Ρωσίας με αυτό της Ισπανίας, λες κι αυτό μπορεί να εξηγήσει τα όρια των δυνατοτήτων της Ρωσίας στις γεωπολιτικές σχέσεις. Αλλά, η Ρωσία είναι γεωγραφικά το μεγαλύτερο κράτος του πλανήτη, με 140 εκατομμύρια πολίτες σε 11 συνεχιζόμενες ζώνες ώρας. Έχει τον τρίτο μεγαλύτερο στρατό του κόσμου, υπό τις διαταγές του οποίου τελεί το μεγαλύτερο διεθνώς πυρηνικό οπλοστάσιο. Και, πάνω από όλα, παραμένει μια ιδιαίτερα ισχυρή εξαγωγική δύναμη (powerhouse). Ο Αμπροζ Ήβανς Πρίτσαρντ της Ντέηλυ Τέλεγκραφ την αποκαλεί “πλήρους φάσματος υπερδύναμη πόρων και πρώτων υλών, λιγότερο ευάλωτη στις κυρώσεις από την ίδια την Ευρώπη”». Δημητριακά (3η παγκοσμίως), πετρέλαιο (2η παγκοσμίως), φυσικό αέριο (1η παγκοσμίως), σίδερο κι ατσάλι (4η παγκοσμίως), και από πάνω σοβαρές εξαγωγές σε παλλάδιο, πλουτώνιο, νικέλιο, χαλκός – κι ότι άλλο χρειάζεται η Δύση για να περάσει στην πράσινη ενέργεια, η Ρωσία το κατέχει και εξάγει… 

Όλα αυτά καταγράφονται, για να μπορέσει να γίνει κατανοητό το συμπέρασμα της αρθρογράφου του Forbes – που δεν είναι, φυσικά, η μόνη που τα καταγράφει, απλώς το έκανε πιο πυκνά από πολλούς άλλους: «Η Ευρώπη βαδίζει στην Οικονομική αυτοκτονία» (Europe Goes For Economic Suicide), είναι ο χαρακτηριστικός μεσότιτλος.  

«Η ΕΕ εξαρτάται από τη Ρωσία για πάνω από 40% των αναγκών της σε φυσικό αέριο, ενώ η γερμανική εξάρτηση είναι ακόμη μεγαλύτερη, αγγίζοντας το 50 – 60%. Στις αρχές Μαρτίου, η ΕΕ δημοσιοποίησε σχέδια περιορισμού της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ κατά τα 2/3 και απόλυτης αποκοπής πριν το 2030, μια πρόταση με στόχο να υποσκάψει την οικονομική ικανότητα της Ρωσίας να συνεχίσει τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Αδύνατον να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος, όπως και να το δει κανείς. Όπως και ο στόχος της ΕΕ, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, για μηδενικές εκπομπές ως το 2050, έχει πολύ μικρές πιθανότητες να προσεγγισθεί έστω, αν οι νόμοι της οικονομίας και της φυσικής παίζουν ακόμη ρόλο. Η Ευρώπη δεν έχει καμία εναλλακτική, πλην της πληρωμής δισεκατομμυρίων κάθε μήνα στη Ρωσία, για το φυσικό αέριο που της παρέχει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα (δηλ. 3-5 χρόνια). … Πρόσφατη μελέτη για τον αντίκτυπο ενός άμεσου εμπάργκο στις ρωσικές εξαγωγές αερίου προς τη Γερμανία υπολογίζει ότι αυτό μπορεί να μειώσει το [γερμανικό] ΑΕΠ ως και 12%. Ο Μάνφρεντ Νοφ, Διευθύνων Σύμβουλος της δεύτερης μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της Γερμανίας, της Commerzbank, προειδοποίησε ότι το μεγαλύτερο βιομηχανικό κράτος της ΕΕ μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο με “ένα τσουνάμι χρεοκοπιών”, καθώς αυξάνεται ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού, λόγω των δυτικών κυρώσεων στις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές».

Κι είναι ακριβώς αυτός ο ενεργειακός πλούτος και ο ευρύτερος πλούτος πόρων της Ρωσίας, που φέρνει κοντύτερα σε αυτήν μια σειρά χώρες, ειδικά τις χώρες των BRICS, που ελπίζουν σε σημαντικότερη ανάπτυξη και βλέπουν μια νέα ευκαιρία στις ρωσικές πηγές που απελευθερώνονται. Κάτι που εξηγεί εν μέρει και τις απώλειες της Δύσης στο τρίτο μέτωπο, αυτό της πληροφορίας. 

Η προπαγάνδα, ο παγκόσμιος νότος και ο Λούλα

Την προηγούμενη εβδομάδα, το περιοδικό ΤΙΜΕ δημοσίευσε συνέντευξη, εφ’ όλης της ύλης, του πρώην και επόμενου Προέδρου της Βραζιλίας, Λουίς Ιγνάσιο Λούλα ντα Σίλβα, στην οποία μίλησε και για την οπτική του για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Εκφράζοντας και την οπτική του Παγκόσμιου Νότου, τονίζοντας πως, η συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη ρίχνει ευθύνες και στις δύο πλευρές: πιστεύει πως η Ρωσία δεν έπρεπε να επιτεθεί, και είναι καταδικαστέα για αυτό, ωστόσο προκλήθηκε να το κάνει, και προκλήθηκε ποικιλοτρόπως.

«Εμείς οι πολιτικοί θερίζουμε ότι σπέρνουμε. Αν σπείρω αδελφότητα, αλληλεγγύη, αρμονία, θα θερίσω καλή σοδειά. Αν σπείρω διαφωνίες, θα θερίσω καυγάδες. Ο Πούτιν δεν έπρεπε να εισβάλει στην Ουκρανία. Αλλά δεν είναι ένοχος μόνον ο Πούτιν. Είναι ένοχες και η ΕΕ και οι ΗΠΑ. Ποιός ήταν ο λόγος για την εισβολή; το ΝΑΤΟ; Τότε ΕΕ και ΗΠΑ να πουν ‘η Ουκρανία δε θα μπει στο ΝΑΤΟ’ και το πρόβλημα θα είχε λυθεί. .. Το άλλο ήταν η είσοδος της Ουκρανίας στην ΕΕ. Μπορούσαν οι Ευρωπαίοι να πουν ‘όχι, δεν είναι τώρα η στιγμή να μπει η Ουκρανία στην ΕΕ’, δεν έπρεπε να ενθαρρύνουν την σύγκρουση. .. Δεν προσπάθησαν να μιλήσουν στη Ρωσία, οι συζητήσεις ήταν ελάχιστες. Αν θες ειρήνη, πρέπει να έχεις υπομονή. Μπορούσαν να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για 10, 15, 20 μέρες, ένα μήνα, προσπαθώντας να βρουν λύση. Ο διάλογος αποδίδει όταν τον παίρνουν σοβαρά», είπε ο Λούλα, που δεν άφησε στο απυρόβλητο ούτε τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκυ. 

«Κάθομαι μερικές φορές και βλέπω τον Πρόεδρο της Ουκρανίας να μιλάει στην τηλεόραση, να τον χειροκροτούν, να στέκονται όρθιοι να τον χειροκροτήσουν σε όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Αυτός ο τύπος είναι τόσο υπεύθυνος για τον πόλεμο όσο είναι και ο Πούτιν. Γιατί, σε έναν πόλεμο ποτέ δεν είναι φταίχτης μόνο ο ένας. Ο Σαντάμ Χουσεϊν ήταν τόσο ένοχος όσο και ο Μπους [το 2003] γιατί ο Σαντάμ θα μπορούσε να πει “ελάτε και ελέγξτε και δείτε ότι δεν έχω όπλα μαζικής καταστροφής”. Όμως είπε ψέμματα στον ίδιο το λαό του. Και τώρα, ο πρόεδρος της Ουκρανίας μπορούσε να πει “Ελάτε, ας αφήσουμε αυτά τα περί ΝΑΤΟ και ΕΕ για λίγο και ας συζητήσουμε κάπως παραπάνω”.. Δεν τον γνωρίζω τον πρόεδρο της Ουκρανίας. Αλλά η συμπεριφορά του είναι κάπως περίεργη. Φαίνεται πως είναι μέρος του θεάματος. Είναι συνέχεια στην τηλεόραση, πρωί μεσημέρι βράδυ. Είναι στο βρετανικό κοινοβούλιο, στο γερμανικό, στο γαλλικό, στο ιταλικό, λες και κάνει πολιτική εκστρατεία. Όφειλε να είναι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων… Επιδίωξε τον πόλεμο. Αν δεν ήθελε τον πόλεμο θα διαπραγματευόταν περαιτέρω.. Κανείς δεν προσπαθεί για την Ειρήνη, νομίζω. .. Κάποιοι ενθαρρύνουν τον πόλεμο. Ενθαρρύνετε [ως ΗΠΑ] αυτόν τον τύπο [το Ζελένσκυ] κι αυτός νομίζει ότι είναι το κερασάκι της τούρτας. Έπρεπε να υπάρξει μια σοβαρή συζήτηση. “Οκ, είσαι καλός κωμικός, αλλά μη κάνουμε και πόλεμο για να βγαίνεις στην τηλεόραση”. Κι έπρεπε να πούμε του Πούτιν, “έχεις πολλά όπλα, αλλά δε χρειάζεται να τα χρησιμοποιήσεις στην Ουκρανία. Ας συζητήσουμε” … Και ο Μπάιντεν μπορούσε να αποφύγει τον πόλεμο, όχι να τον υποκινεί.. Έπρεπε να μπει στο αεροπλάνο να πάει στη Μόσχα, να μιλήσει με τον Πούτιν. Αυτό περιμένεις από έναν ηγέτη. Να επέμβει πριν εκτροχιαστούν τα πράγματα. Δεν το έπραξε.».

Το τελευταίο και σημαντικό της συνέντευξης, η οπτική του Λούλα για τον ΟΗΕ, μια οπτική που έχει γίνει πια το διεθνές στάνταρ: «Χρειάζεται να φτιάξουμε ένα νέο όργανο διεθνούς διακυβέρνησης. Καμιά κυβέρνηση δεν παίρνει σοβαρά τον ΟΗΕ σήμερα, όλες παίρνουν αποφάσεις χωρίς να τον σέβονται. Ο Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία από μόνος του, χωείς να συζητήσει με τον ΟΗΕ. Οι ΗΠΑ συνηθίζουν να εισβάλλουν σε χώρες χωρίς να ρωτάνε κανέναν και χωρίς να σέβονται το Συμβούλιο Ασφαλείας. Οπότε, χρειάζεται να ξαναχτίσουμε τα Ηνωμένα Έθνη, να περιληφθούν περισσότερες χώρες και περισσότεροι λαοί. Κι ύστερα από αυτό, ας αρχίσουμε να καλυτερεύουμε τον κόσμο μας».

Λίγες μέρες πριν τη συνέντευξη Λούλα, το ίδιο περιοδικό είχε δημοσιεύσει εκτενές άρθρο του Ρίτσαρντ Στέγκελ, για την, εν τέλει, τουλάχιστον ελέγξιμη, άποψη, ότι ο πλανήτης έχει αποδεχθεί πλήρως τη δυτική θέση για τον πόλεμο.  Ο αρθρογράφος του ΤΙΜΕ, αφού αναφέρει πως δεν μετριέται εύκολα η επιρροή της πληροφορίας σε διεθνές επίπεδο, σημειώνει «μερικά νούμερα» για να δώσει μια εικόνα. 

«Ενώ 141 κράτη καταδίκασαν, στον ΟΗΕ, με την ψήφο τους τη ρωσική επιθετικότητα, ο αριθμός των κρατών της Αφρικής, Μέσης Ανατολής και Νοτίου Αμερικής που επέβαλλαν κυρώσεις στη Ρωσία είναι μηδέν (0). Την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν φιλοξένησε σύσκεψη οκτώ κρατών της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας [ASEAN] και τους πίεσε να κατακρίνουν τον Πούτιν. Η απάντησή τους: σιωπή. Όταν η Ρωσική Ομοσπονδία έδωσε στη δημοσιότητα επίσημη λίστα των “μη φιλικών” κρατών, δεν υπήρχε μέσα ούτε μια χώρα της Αφρικής, της Ασίας ή της Νοτίου Αμερικής, ούτε ήταν μέσα η Ινδία ή η Κίνα, οι δύο πολυπληθέστερες χώρες του πλανήτη – που και οι δύο είναι πολύ φιλαράκια με τον Πούτιν. Ναι, ο Πούτιν χάνει τον πόλεμο της πληροφορίας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αλλά αλλού κρατιέται μια χαρά». Κι αυτό γιατί «τα δύο τρίτα του πληθυσμού του κόσμου ζουν σε χώρες που είτε είναι ουδέτερες σε σχέση με τον πόλεμο είτε υποστηρίζουν τη Ρωσία. Η Κίνα είναι σύμμαχος της Ρωσίας αλλά τα μεγάλα ανεξάρτητα κράτη – Βραζιλία, Νότιος Αφρική, Σαουδική Αραβία, Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα – ψήφισαν κατά της Ρωσίας στον ΟΗΕ αλλά αρνήθηκαν εν τέλει να ασκήσουν κριτική στον Πούτιν. Κι ένας από τους λόγους είναι ότι τα δύο τρίτα του κόσμου δεν βλέπουν τον πόλεμο όπως τον βλέπουμε εμείς [οι ΗΠΑ]. Αυτό οφείλεται στην βαλκανοποίηση του ίντερνετ, για το οποίο εν μέρει είναι υπεύθυνη η Ρωσία. Σήμερα υπάρχουν τρία ίντερνετ. Το αμερικάνικο και δυτικό, αυτό που σκεφτόμαστε όταν ακούμε ίντερνετ. Μετά, το ανελεύθερο ίντερνετ σε χώρες όπως η Ρωσία, η Τουρκία και η Ινδία, όπου το περιεχόμενο είναι ελεγχόμενο και παρακολουθείται. Και τέλος είναι το κινεζικό ίντερνετ, που λογοκρίνεται και δεν έχει καμμία ελευθερία. Το κινεζικό ίντερνετ, που το χρησιμοποιεί ο ένας στους πέντε χρήστες του ίντερνετ παγκοσμίως, είναι φιλορωσικό. Δεν βλέπουν το Ζελένσκυ κάθε βράδυ να μιλά για δημοκρατία. Βλέπουν εικόνες ευγενών Ρώσων στρατιωτών. Στο ινδικό ίντερνετ δύο από τα δημοφιλέστερα χάσταγκ είναι #IStandWithPutin και #IStandWithRussia». Αν και η αιτιολόγηση δεν είναι επαρκής – έχουμε και στη Δύση λαούς που θέλουν ουδετερότητα, κυβερνήσεις που να τη θέλουν δεν πολυέχουμε – είναι βέβαιο πως η πληροφόρηση μέσω διαδικτύου παίζει ρόλο. Το κυριότερο, όμως, και το καταγράφει, λόγω της απόφασης των διαφόρων πλατφορμών να εγκαταλείψουν ή λογοκρίνουν την ρωσική άποψη. Κάπως έτσι, λέει, η δημοφιλία του Πούτιν μεταξύ των Ρώσων έχει μεγαλώσει, και εκείνοι οι οποίοι κατηγορούν το Κρεμλίνο για τον πόλεμο μόλις κατά ένα 7%, έχοντας αποδεχθεί την επίσημη άποψη της χώρας, περί «νεοναζί στην Ουκρανία,… γενοκτονίας των ρωσόφωνων» κλπ. 

Σημαντική είναι και η αντιδημοκρατική στάση του Ζελένσκυ, με την απαγόρευση των 11 κομμάτων και όλων των ΜΜΕ που δεν ελέγχει, γράφει. Γιατί, και πολύ λογικά, έδειξαν πως «ήταν λάθος τακτικής» από πλευράς ΗΠΑ και ΕΕ «να παρουσιάσουν τον πόλεμο ως Δύση κατά Ρωσία ή ακόμη ως Δημοκρατία κατά Απολυταρχίας. Αυτό μπορεί να λειτουργεί σε Αμερική και Ευρώπη αλλά λειτουργεί πολύ λιγότερο στις αναπτυσσόμενες και αδέσμευτες χώρες. Στην Αφρική, το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας και στη Μέση Ανατολή, η Δύση είναι οι αποικιοκράτες που δεν επέτρεψαν τη δημοκρατία σε όποια γη κυβέρνησαν. Καλύτερα θα ήταν, για να κινητοποιηθούν αυτές οι χώρες, να παρουσιαστεί ο πόλεμος ως θεμελιώδης, παράνομη παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας της Ουκρανίας, καθώς η ιμπεριαλιστική Ρωσία επιδιώκει να επεκτείνει τα σύνορά της βιαίως. Σε αυτό έχουν προσλαμβάνουσες. Αυτοί οι αδέσμευτοι δεν θα ακούσουν την συνηθισμένη αμερικάνικη επίκληση στον “ελεύθερο κόσμο”. Αυτό που επιθυμούν είναι αναγνώριση, από τις ΗΠΑ και τη Δύση, ότι θα έχουν τουλάχιστον λεκτική υποστήριξη αν και τα δικά τους σύνορα παραβιαστούν».

Καταλήγοντας, και αφού μιλήσει για τον αληθινό θερμό πόλεμο, αναφέρει πως «μπορεί κάποιος να κερδίσει τον πόλεμο της πληροφορίας, και να χάσει τον αληθινό πόλεμο», φέρνοντας ως παράδειγμα τον ισπανικό εμφύλιο. 

Σε αυτόν τον πόλεμο φάνηκαν τα όρια του ελέγχου της πληροφορίας. Από όλες τις πλευρές. Τόσο από τη ρωσική, που μπορεί να ελέγχει τη πληροφόρηση στο εσωτερικό της, αλλά δεν μπορεί να περιορίσει την εξωτερική πληροφόρηση ή/ και προπαγάνδα και τις επιπτώσεις της, όσο και από τη δυτική, η ελίτ της οποίας εκλαμβάνει όλο και περισσότερο τα κοινωνικά δίκτυα και τα σχετικά echo bubbles ως πραγματικότητα, αγνοώντας την ολοένα μειούμενη επιρροή τους στο τεράστιο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Αλλά ακόμη και στην Ευρώπη, οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις των κυρώσεων στους λαούς της, στο κόστος ζωής, στην καθημερινότητα, μοιραία αφήνουν τον πόλεμο και το ουκρανικό σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα. Πόσο μάλλον που, γενικά, τα μέσα ενημέρωσης γνωρίζουν πολύ καλά ότι μπορούν να κρατήσουν την προσοχή του κοινού μόνο με συχνές αλλαγές θέματος.

Όσο ο πόλεμος της πληροφορίας αποδεικνύεται δευτερεύων και σκοντάφτει στην πραγματικότητα, τόσο η γεωπολιτική, η οικονομία, η παραγωγή, η πολιτική, τα εθνικά συμφέροντα παραμένουν εξίσου επίκαιρα με την εποχή του Θουκυδίδη. Ο πόλεμος, κατά το παλιό καλό σύνθημα, δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις. Και, οποία έκπληξη, δεν είναι ούτε τουίτ στο τουίτερ…