Tου Θέμη Τζήμα

1) Ο ρόλος του λαϊκού παράγοντα. Αυτοί που ανέτρεψαν κάθε κατεστημένο συσχετισμό δύναμης στη Μ. Ανατολή ήταν οι λαοί στο πλαίσιο των εξεγέρσεων της αραβικής άνοιξης. Όποια μορφή και αν πήρε η λαϊκή αντίδραση ενάντια στα καθεστώτα της περιοχής και στις πολιτικές τους, όποιο ρεύμα και αν επέλεξαν ήταν οι λαοί που συγκρούστηκαν και ανέτρεψαν ή έστω τραυμάτισαν καθεστώτα τα οποία φάνταζαν ακλόνητα και που όλα ανεξαιρέτως υπερασπίστηκαν με βία την παραμονή τους. Η Τυνησία του Μπεν- Αλί και των προνομιακών σχέσεων με τη Γαλλία, το ΔΝΤ και τη δύση εν γένει, η Αίγυπτος του Μουμπάρακ, σταθερό προπύργιο της αμερικανικής ισχύος και της περιφερειακής ασφάλειας του Ισραήλ, επίσης αγαπημένο παιδί του ΔΝΤ, η Λιβύη του Καντάφι που είχε επίσης μετατραπεί σε σύμμαχο της Δύσης, η Συρία του Άσαντ που και αυτός παρά τη συμμαχία του με το Ιράν και τη Ρωσία διασφάλιζε ότι η ένταση με το Ισραήλ θα παρέμενε ελεγχόμενη, η Ιορδανία, έτερο στήριγμα της ασφάλειας του Ισραήλ και “δυτικό” προπύργιο ως προς τις διεθνείς σχέσεις, το Μπαχρέιν, πελατειακό καθεστώς της Σ. Αραβίας, ακόμα και αυτή η Σαουδική Αραβία βιώνουν ανατροπές ή τουλάχιστον σοβαρές εντάσεις και κλυδωνισμούς. Το πιο αισιόδοξο μάλιστα είναι ότι ακόμα και εκεί που δυστυχώς η σύγκρουση έλαβε μορφή βίαιης σεχταριστικής διαμάχης το υπόστρωμα είναι κοινωνικό- ταξικό. Πρωτοπορεί μάλιστα σε αυτήν την κατεύθυνση η Αίγυπτος, η μήτρα του πολιτικού Ισλάμ. Οι λαοί ωριμάζουν πολύ πιο γρήγορα από όσο θα ανέμενε κανείς και ένας συνδυασμός παραγόντων- δημογραφικοί, τεχνολογικοί, κοινωνικοί, εκπαιδευτικοί- τους δίνουν μια πρωτοφανή αυτοπεποίθηση. Βεβαίως, οι αιφνιδιασμένες από τις εξελίξεις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιχειρούν να τους ποδηγετήσουν, ωστόσο μέχρι τώρα αποτυγχάνουν. Ακόμα και εκεί που δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος επανέρχονται- βλ. Αίγυπτος- ή που η αιματοχυσία δίνει έδαφος για διαφαινόμενη ξένη επέμβαση- βλ. Συρία- οι λαοί θα εκπλήξουν και πάλι όσους δεν αντιλαμβάνονται ότι όταν ευρύτερες μάζες αντιλαμβάνονται τα ταξικά τους συμφέροντα δύσκολα συγκρατώνται και δεν ξαναγυρίζουν στην προτέρα κατάσταση. Αυτή ακριβώς είναι η πεμπτουσία της δύσκολης αλλά βαθιά προοδευτικής ιστορικής εξέλιξης.

Από μια άλλη άποψη κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη “Δύση”. Η αντίδραση του κόσμου σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία μετά το φιάσκο στο Ιράκ προκαλεί δεύτερες σκέψεις στα γεράκια των χωρών αυτών. Μαζί μάλιστα με τις γεωπολιτικές ανησυχίες των συμμάχων των ΗΠΑ για ευρύτερη ανάφλεξη- μεταξύ των οποίων παρεμπιπτόντως  η κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου είναι από τις ελάχιστες που πρωτοστατούν σε πολεμοκάπηλη διάθεση- μεγεθύνουν το δισταγμό ως προς την επέμβαση. Χαρακτηριστικά, ο Ντ. Κάμερον αναγκάστηκε να καθυστερήσει την άμεση στρατιωτική εμπλοκή της χώρας του. Στην Ελλάδα των μνημονιακών υποτελών βέβαια και της απαξίωσης της Βουλής, η λήψη απόφασης από τη Βουλή για πιθανή συμμετοχή φαντάζει όνειρο θερινής νυκτός και αναγορεύεται σε λαϊκισμό από τους αχυρανθρώπους της τρόικας.

2) Στις διεθνείς σχέσεις, ο δισταγμός και το “σύρσιμο” σε μια σύγκρουση εγκυμονεί τους μεγαλύτερους κινδύνους για διεθνή ανάφλεξη. Από την εκστρατεία των αρχαίων Αθηναίων στη Σικελία, έως τον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον πόλεμο του Βιετνάμ, οι λανθασμένοι υπολογισμοί και οι μπλόφες, όπως αυτή του Μπ. Ομπάμα έχουν οδηγήσει σε πραγματικές τραγωδίες. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε θέσει την κόκκινη γραμμή των χημικών θεωρώντας ότι ποτέ δε θα την παραβιάσει το καθεστώς Άσαντ και ότι συνεπώς δε θα επενέβαινε στρατιωτικά σε έναν εμφύλιο πόλεμο με πραγματικά διεθνείς επιπτώσεις. Πράγματι φαινόταν λογική μπλόφα διότι το καθεστώς δεν είχε κανένα κίνητρο να παραβιάσει την κόκκινη γραμμή ιδίως τώρα που είχε αναλάβει την πρωτοβουλία στη σύγκρουση, γεγονός άλλωστε που εγείρει υποψίες για το αν και ποιός χρησιμοποίησε χημικά όπλα.

Οι ΗΠΑ σύρονται λοιπόν σε μια σύγκρουση που περισσότερο δείχνει να επιδιώκει το Ισραήλ, προκειμένου να χτυπήσει το Ιράν και τη Χεζμπολάχ. Δε θέλουν μια πλήρη εμπλοκή ούτε καν μακρόχρονες αεροπορικές επιδρομές. Χωρίς όμως καθαρό στρατηγικό και τακτικό στόχο είναι πολύ πιθανό να εμπλακούν σε μια σύγκρουση χωρίς ξεκάθαρη έξοδο, που θα δυναμιτίσει την περιοχή. Επιπλέον, η απορύθμιση των διεθνών σχέσεων σε ευθεία συνάφεια με την απορύθμιση του καπιταλισμού προκαλεί αντίστοιχη κρίση με την οικονομική σε γεωπολιτικό πλαίσιο. Ο κόσμος γίνεται πολύ μεγάλος για να καθοδηγηθεί από ένα ανορθολογικό σύστημα ισχύος. Η όξυνση του ιμπεριαλισμού οδηγεί μοιραία σε πολεμικές συγκρούσεις.

3) Το διεθνές δίκαιο γίνεται μια στρυφνή υπόθεση ενίοτε. Ναι, η διεθνής κοινότητα έχει υποχρέωση να προστατέψει λαούς που πλήττονται από εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και από εγκλήματα πολέμου, όπως η χρήση χημικών όπλων ή και τα εγκλήματα για παράδειγμα παλιότερα των ΗΠΑ στη Φαλούτζα του Ιράκ. Η ευθύνη για προστασία όμως ακόμα και απέναντι σε ένα καθεστώς που συστηματικά παραβιάζει τους θεμελιώδεις κανόνες διεθνούς δικαίου – ius cogens norms- ή τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορεί να εδράζεται σε εικασίες, να αξιοποιείται ως πρόσχημα για αλλαγή καθεστώτος και φυσικά να προκαλεί πολλαπλάσια θύματα και καταστροφές. Προϋποθέτει στέρεες αποδείξεις, διεθνή συναίνεση και επιπλέον ανάληψη οικονομικού και ανθρωπίνου κόστους. Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις μέχρι σήμερα δεν εντοπίζεται. Έτσι, το διεθνές δίκαιο στενάζει από την καταστρατήγησή του και από την επιλεκτική αξιοποίησή του που εν τέλει το απαξιώνει. Το ότι διάφορες “επιστημονικές πένες” είναι διατεθειμένες διεθνώς να δικαιολογήσουν τα πάντα, υπακούοντας σε άνωθεν κελεύσματα τραυματίζει ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία του δικαίου και μαζί του ΟΗΕ.

Τι να κάνουμε απέναντι σε όλα αυτά; για αρχή πρώτον να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Τα τρία παραπάνω είναι λίγα μόνο από αυτά που οφείλουμε να εξάγουμε από την εξελισσόμενη κρίση στη Μ. Ανατολή. Έπειτα να σταθούμε αλληλέγγυοι στους λαούς και στις προοδευτικές τους δυνάμεις. Από εδώ αλλά και εκεί, όπου αποκτά εξαιρετική σημασία όταν όλοι φεύγουν εσύ να πηγαίνεις και να κινδυνεύεις μαζί τους μεταφέροντας προς τα έξω την πραγματικότητα, όχι από υποχρέωση αλλά από επιλογή. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τα αντανακλαστικά ιδίως της αριστεράς.