του Κωνσταντίνου Πουλή
Όταν ένα άτομο προκαλεί σε ένα άλλο μια βλάβη που έχει ως συνέπεια τον θάνατο, αυτό το αποκαλούμε ανθρωποκτονία. Αν ο αυτουργός γνωρίζει από πριν ότι η ενέργειά του θα προκαλέσει τον θάνατο, αποκαλούμε την ενέργειά του δολοφονία. Όταν όμως η κοινωνία καταδικάζει εκατοντάδες χιλιάδες προλετάριους σε μια κατάσταση που αναγκαστικά είναι εκτεθειμένοι σε έναν πρόωρο και ανώμαλο θάνατο, σ’ έναν θάνατο τόσο βίαιο όσο ο θάνατος από σπαθί ή από σφαίρα, όταν αφαιρεί από χιλιάδες ανθρώπινα όντα τ’ απαραίτητα μέσα ύπαρξης, επιβάλλοντάς τους συνθήκες ζωής υπό τις οποίες γίνεται αδύνατο να επιβιώσουν, όταν τους αναγκάζει με το ισχυρό χέρι του νόμου να παραμένουν σ’ αυτή την κατάσταση ώσπου να ακολουθήσει ο θάνατος, που αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια, όταν γνωρίζει ότι πολύ καλά ότι αυτές οι χιλιάδες θα γίνουν θύματα αυτών των συνθηκών, κι ωστόσο τις αφήνει να υπάρξουν, τότε πρόκειται πολύ απλά για μια δολοφονία, ακριβώς όπως εκείνη που διαπράττεται από ένα άτομο, εκτός από το ότι εδώ είναι πιο συγκαλυμμένη, πιο δόλια, μια δολοφονία ενάντια στην οποία κανείς δεν μπορεί να αμυνθεί, που δεν μοιάζει με δολοφονία γιατί δεν βλέπουμε τον δολοφόνο, γιατί ο δολοφόνος είναι όλοι και κανένας, γιατί ο θάνατος του θύματος φαίνεται φυσικός.
Όποτε η κοινή γνώμη δέχεται πιέσεις για να καταδικάσει την τρομοκρατία, υπάρχει μια πάλη μέσα μου, γιατί αυτή η πίεση γυρεύει πάντα να αποσιωπήσει το πολιτικό ερώτημα. Στους Δίκαιους του Καμύ ο τρομοκράτης δεν καταφέρνει να χτυπήσει τον Τσάρο, διότι την κρίσιμη ώρα τον βλέπει με τα παιδιά του, τον σκέφτεται να ξυρίζεται το πρωί και λέει «δεν μπορείς να σκοτώσεις έναν άνθρωπο που ξυρίστηκε το πρωί». Η ιδέα ότι πίσω από το μισητό πρόσωπο του Τσάρου κρύβεται ένας άνθρωπος, του κόβει τα πόδια. Πιστεύω ότι αν ο επαναστάτης χάσει εντελώς αυτή την αναστολή, αυτό το φρένο, οι συνέπειες μπορεί να είναι τρομακτικές. Να μεταμορφωθεί δηλαδή σε έναν άνθρωπο αδίστακτο. Βρίσκω αυτή την πορεία ηθικά αποκρουστική και πολιτικά ατελέσφορη. Δεν διαφωνώ καθόλου με όσους λένε ότι πολιτικά η τρομοκρατία γυρίζει μπούμερανγκ στις πλάτες των αδικημένων. Αλλά…
Ποιο είναι το αλλά; Παρά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου ο Τσόμσκι έχει το θάρρος να θέτει το αδιανόητο για την κοινωνία του ερώτημα «Γιατί μας μισούν;» Πώς δικαιολογείται ο πρόεδρος της Ακαδημίας να έχει αστυνομική φρουρά; Γιατί διαλέγουμε για πρόεδρο της Ακαδημίας, ενός πνευματικού (υποτίθεται) ιδρύματος, έναν άνθρωπο τόσο μισητό, που πρέπει να τον φυλάνε μονίμως αστυνομικοί (δικαίως απ’ ό,τι φάνηκε); Ο Παπαδήμος εκπροσωπεί τον τύπο του θεσμικού μοναχοφάη.
Είναι ένα αστέρι των διαδοχικών πόστων, ένα χρυσό αγόρι της λαμπερής σταδιοδρομίας, χωρίς καμία επιτυχία στην άσκηση των καθηκόντων του, που θριαμβεύει πάνω στα συντρίμμια. Μπορούμε να παραστήσουμε ότι οι εχθροί της κοινωνίας είναι οι τρομοκράτες, μπορούμε να ουρλιάζουμε όσο θέλουμε ότι η τρομοκρατική βία δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Αν δεν κατανοήσουμε αυτό το μίσος, όμως, θα το βρούμε μπροστά μας.
Στην πραγματικότητα ο Παπαδήμος εκπροσωπεί θεσμικά τη δημοκρατία μας, ως πρώην πρωθυπουργός της περιόδου των μνημονίων και τραπεζίτης της περιόδου Σημίτη, αλλά κατά βάθος ενσαρκώνει όλη την παθολογία της. Αυτό το ξέρουν όλοι. Με όση επιμονή και αν μας το ζητήσουν, η ανθρώπινη πλευρά της ταύτισης με το θύμα μιας επίθεσης δεν μπορεί να τα αναιρέσει όλα αυτά.
Η τρομοκρατία πάντοτε διαπερνιέται από αυτό το παράδοξο: είναι η πράξη της ανώτατης επίδειξης του μίσους προς το πρόσωπο της εξουσίας, και είναι η μόνη στιγμή που η εξουσία κατορθώνει να εμφανιστεί ως θύμα, να ζητήσει και να επιτύχει τη συμπόνια των πολιτών. Και το επιδιώκει με τα μέσα που ξέρει, με την ένταση της καταστολής και της προπαγάνδας. Μια που δεν είμαι δικαστής όμως, αλλά κάποιος που συζητά αυτό που σκέφτεται και νιώθει, έχω να πω ότι τίποτε δεν λύνεται χτυπώντας τον Παπαδήμο, ότι η ηδονή στη σκέψη του φόνου είναι σύμπτωμα κι αυτή μιας εξαχρείωσης, καθώς δεν μας πρέπει να χαιρόμαστε τις χαρές του φονιά, ΑΛΛΑ η υποκρισία των υπερασπιστών της δημοκρατίας είναι προκλητική. Ζούμε στην ίδια χώρα. Αν έχει ακόμη κάποιο νόημα η λέξη δημοκρατία, ο Λουκάς Παπαδήμος είναι η προσωποποίηση του διασυρμού της.