του Aidan McGarry στο Political Critique
Εικονογράφηση: Damian LeBas
Η τσιγγανοφοβία είναι μία από τις τελευταίες αποδεκτές μορφές ρατσισμού. Είναι αποδεκτή τόσο πολύ, που είναι ευπρόσδεκτη ή κατανοητή, δεδομένης της εξαιρετικά αρνητικής στάσης που υπάρχει απέναντι στους Ρομά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μια πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας διερεύνησε τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις στάσεις απέναντι σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, με τις κοινότητες των Ρομά σε ολόκληρη την Ευρώπη να δέχονται σε ορισμένα κράτη αρνητικές στάσεις παρόμοιες με εκείνες των παιδόφιλων και των διακινητών ναρκωτικών.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό. Η τσιγγανοφοβία είναι παρούσα σε καθημερινές συζητήσεις στα σπίτια και στην εργασία, σε απεικονίσεις των Ρομά στα καρναβάλια, όταν οι αρχές του κράτους κατηγορούν τους Ρομά ότι απάγουν παιδιά με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια, στους πολεοδόμους που τοποθετούν τους Ρομά σε γκέτο, σε πολιτικές ελίτ που στοχοποιούν τους Ρομά με την κατηγορία ότι δέχονται ειδική μεταχείριση και κατεδαφίζουν με μπουλντόζες τα σπίτια τους, όταν οι αρχές διαχωρίζουν τα παιδιά των Ρομά από τους συνομηλίκους τους ή εκτοπίζουν μαζικά τις κοινότητες των Ρομά.
Από πού προέρχεται η τσιγγανοφοβία;
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί οι Ρομά στιγματίζονται. Ο πρώτος είναι ο αποκλεισμός. Για αιώνες τώρα, οι Ρομά είναι αποκλεισμένοι από τις διαδικασίες για τη δημιουργία ενός έθνους, οι οποίες προωθούνται από πολιτικούς επιχειρηματίες και η διαφορετικότητά τους χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να οικοδομηθεί το έθνος ως «εμείς» (η πλειοψηφία) και όχι ως «αυτοί» (οι Ρομά). Οι Ρομά, με μια κατά πολύ κατασκευασμένη και αστυνομευμένη ταυτότητα, γίνονται απαραίτητα «οι άλλοι» που είναι έξω από το έθνος. Τότε οι Ρομά γίνονται εύκολοι στόχοι για τις πολιτικές ελίτ που θέλουν να ενισχύσουν τη δική τους δημοτικότητα και δύναμη. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι στην Ουγγαρία, με τον πολιτισμό και την ταυτότητα των Ρομά να είναι μονίμως συνώνυμα της εγκληματικότητας από τα μέσα ενημέρωσης και τους πολιτικούς.
Με την πάροδο του χρόνου, μια στιγματισμένη ταυτότητα γίνεται δέσμια με την εσωτερική «άλλη» και αποδεικνύεται σχεδόν αδύνατο να ξεφύγει από τα δεσμά αυτά. Συνήθως μια στιγματισμένη ταυτότητα ριζώνεται τόσο βαθιά στην καθημερινή γλώσσα και συνήθεια ώστε να γίνει αυτοσυντηρούμενη: οι Ρομά που στιγματίζονται ως φτωχοί και αβοήθητοι δεν μπορούν να βρουν δουλειά και μπορεί να καταλήξουν στους δρόμους να επαιτούν, πράγμα που σημαίνει ότι επιβεβαιώνονται τα στερεότυπα.
Αυτός ο «κύκλος» της τσιγγανοφοβίας τροφοδοτείται από τη δυσπιστία και την έλλειψη κατανόησης μεταξύ της πλειοψηφίας και των κοινοτήτων των Ρομά. Η αλλαγή των αισθημάτων και των απόψεων της πλειοψηφίας γίνεται πιο δύσκολη λόγω της παρουσίας τσιγγανοφοβικών δηλώσεων πολιτικών αντιπροσώπων, της ανθεκτικότητας των παγιωμένων αρνητικών συσχετισμών της ταυτότητας των Ρομά/τσιγγάνων στον καθημερινό λόγο, καθώς και της αδυναμίας των κοινοτήτων των Ρομά να ακυρώσουν αποτελεσματικά αυτά τα στερεότυπα. Στην Ιταλία και τη Γαλλία, για παράδειγμα, οι ελίτ στοχεύουν με ενεργητικό τρόπο στις κοινότητες των Ρομά δημιουργώντας ένα αφήγημα που υποστηρίζει ότι οι Ρομά δεν ανήκουν σε γαλλικές ή ιταλικές κοινωνίες, παρόλο που οι Ρομά ζούσαν εκεί για πάνω από 500 χρόνια.
Ένας άλλος λόγος είναι η αποφυγή: ορισμένοι Ρομά θέλουν να αποφύγουν τα όπλα του κράτους στον χώρο τους και γι’ αυτό ακολουθούν στρατηγικές αυτοεξαίρεσης για να αντισταθούν ενεργά στην ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία. Ο απώτερος στόχος εδώ είναι να διατηρήσουν τον έλεγχο των δικών τους υποθέσεων πιστεύοντας ότι η επιβίωσή τους δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια των άλλων. Για μια κοινότητα που διώκεται συνεχώς, μια τέτοια στρατηγική είναι κατανοητή. Ωστόσο, αυτό υπεραπλουστεύει την ιστορία καθώς πολλοί Ρομά συμμετέχουν ενεργά σε κοινωνίες σε όλη την Ευρώπη.
Ένα ζήτημα αλληλεγγύης
Τα στερεότυπα, αν δεν αμφισβητηθούν, θα παραμείνουν. Υπήρξαν ομάδες στο παρελθόν που διαμαρτυρήθηκαν για την αρνητική εικόνα που αποδίδονταν σε ομαδικές ταυτότητες, όπως οι γυναίκες, οι αφροαμερικανοί, οι ομοφυλόφιλοι και οι λεσβίες, έχοντας διάφορα επίπεδα επιτυχίας. Οι Ρομά κινητοποιήθηκαν με διάφορους τρόπους σταδιακά, μαζί και με διεθνή μέσα, με τη δημιουργία της Διεθνούς Ένωσης Ρομά, της Διεθνούς Ημέρας των Ρομά, καθώς και πρόσφατα με παρελάσεις των Ρομά, αιτήματα για συμμετοχή στην ανάμνηση του Ολοκαυτώματος και με το νεοσυσταθέν Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Τέχνη και τον Πολιτισμό των Ρομά. Αυτές οι εξωστρεφείς παρεμβάσεις είναι απολύτως σημαντικές, καθώς αποδεικνύουν ότι υπάρχει η δυνατότητα να τονιστεί μια θετική εικόνα των Ρομά και να δημιουργηθεί ένας διάλογος για την ένταξη.
Στο παρελθόν, είδαμε προσπάθειες των κρατών για την ενσωμάτωση των κοινοτήτων των Ρομά, με την εξασθένιση της ταυτότητας των Ρομά, σε σημείο που έχαναν την πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα. Σήμερα βλέπουμε τις κοινότητες των Ρομά να στοχοποιούνται από λαϊκίστικες δυνάμεις οι οποίες προβάλλουν την παρουσία των Ρομά ως ανεπιθύμητη ή απειλητική. Σε μια ήπειρο που εξακολουθεί να κλονίζεται από την οικονομική κατάρρευση, οι κοινότητες των Ρομά είναι ένας βολικός αποδιοπομπαίος τράγος για κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Στην πραγματικότητα, η απάντηση στο πρόβλημα είναι η μεγαλύτερη παρουσία και συμμετοχή στα κοινά, όχι η μικρότερη. Η κινητοποίηση των κοινοτήτων των Ρομά στους τομείς του πολιτισμού, της πολιτικής και της οικονομίας είναι ο καλύτερος τρόπος για να φανεί η κοινωνική ένταξη, να αλλάξει το αφήγημα του στιγματισμού των Ρομά και να απαιτηθεί το δικαίωμα για την ένταξή τους στην κοινωνία ως ισότιμα μέλη της.
Η πεποίθηση ότι οι Ρομά είναι οι μόνιμοι ξένοι της Ευρώπης έχει γίνει μια αλληγορία και, ενώ βοηθάει στην κατανόηση του αποκλεισμού των Ρομά του παρελθόντονς, δεν αποκλείει τη δυνατότητα των Ρομά για να δράσουν και τη μελλοντική αλλαγή. Με την απαίτηση για ίσα δικαιώματα, αμφισβητείται η αντίληψη των Ρομά ως των κλασικών «άλλων» και καθιερώνεται η ιθαγένεια των Ρομά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Μπορεί να πάρει μια γενιά για να αρχίσουμε να βλέπουμε σημαντικά αποτελέσματα και δεν είναι σαφές το τι ακριβώς θα είναι αυτές οι επιτυχίες, αλλά οι κοινότητες των Ρομά καθορίζουν το μέλλον τους μέσω της συμμετοχής και της εκπροσώπησης. Η δημόσια φωνή των Ρομά συχνά αγνοείται ή αποσιωπείται και η τσιγγανοφοβία μπορεί να καταπνίξει αυτή τη φωνή ή να διαστρεβλώσει το μήνυμά της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να υποστηριχθούν οι προσπάθειες κινητοποίησης των Ρομά σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Και ο λόγος για τον οποίο η αμφισβήτηση της επικράτησης των προκαταλήψεων κατά των Ρομά απαιτεί κινητοποίηση στην πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή.
Ενώ η φωνή και η προβολή των Ρομά σε ολόκληρη την Ευρώπη μπορεί να προκαλέσει αρνητικά στερεότυπα, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η αλληλεπίδραση και η ένταξη μεταξύ των Ρομά και των μη Ρομά, με την εύρεση ενός κοινού εδάφους, ως άνθρωποι που επιθυμούν μια δίκαιη, ισότιμη και καλύτερη ζωή.
Μόνο μέσω της κινητοποίησης των κοινοτήτων των Ρομά μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση εκδηλώσεις της τσιγγανοφοβίας, μπορούν να καταργηθούν οι θεσμοί που στηρίζονται στην τσιγγανοφοβία και να σταματήσουν οι πολιτικές πρακτικές που προκαλούνται από αυτή.