«Μας εκπλήσσει η ταχύτητα μετάδοσης του ιού που οδηγεί μαθηματικά στην πίεση του συστήματος υγείας», επεσήμανε ο επικαφελής λοιμωξιολόγος, Σωτήρης Τσιόδρας κατά την σημερινή ενημέρωση δίπλα στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, στην οποία ανακοινώθηκε γενικό λοκντάουν σε όλη τη χώρα, για διάστημα τριών εβδομάδων.

Ο Σ. Τσιόδρας επεσήμανε ότι αυτό που οδήγησε στην απόφαση της επιτροπής των λοιμωξιολόγων να προτείνει και στη συνέχεια να επιβληθεί καραντίνα, είναι η εκθετική αυτή αύξηση της διασποράς του κορονοϊού στη χώρα μας η οποία οδηγεί στην πίεση του ΕΣΥ, σε βαθμό που ίσως θα έθετε σε κίνδυνο ακόμα και ανθρώπινες ζωές. Όπως ανέφερε παρουσιάζοντας τα αντίστοιχα στοιχεία και διαγράμματα, τις τελευταίες επτά ημέρες είχαμε τουλάχιστον 1.600 κρούσματα ανά ημέρα και από το τέλος Οκτωβρίου έχει αυξηθεί εκθετικά και ανησυχητικά ο αριθμός των νέων κρουσμάτων».

Παράλληλα ο λοιμωξιολόγος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στους πολίτες άνω των 65 ετών, γισ τους οποίους είπε ότι αυξάνει ο κίνδυνος για σοβαρή νόσο μετά την μόλυνση από τον κορονοϊό. Πιο συγκεκριμένα επεσήμανε πως «τις τελευταίες επτά ημέρες είχαν νοσήσει σ’ αυτές τις ηλικίες περισσότερο από 1.000 άτομα», ενώ πρόσθεσε ότι «σήμερα μπορούμε να προβλέψουμε τι θα γίνει και πόσοι μπορούν και θα χρειαστεί να νοσηλευτούν σε ΜΕΘ», είπε.

Ταυτόχρονα ο Σ. Τσιόδρας, τόνισε ότι «ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία δεν είχαμε τόσους νοσηλευόμενους από έναν ιό που κάνει πνευμονία. Ούτε εμείς ούτε η υπόλοιπη Ευρώπη», και συμπλήρωσε πως χθες το βράδυ οι νοσηλευόμενοι σε όλη τη χώρα, είχαν φτάσει τους 1.600, τονίζοντας ότι «πλέον μπαίνουν περισσότεροι από όσους βγαίνουν από τα νοσοκομεία και αυτό δείχνει ότι το σύστημα υγείας, θα δοκιμαστεί». Άλλωστε τα στοιχεία τις προηγούμενες ημέρες, τα οποία και παρουσίαζαν γιατροί στο σύστημα Υγείας, έδειχναν ότι οι ΜΕΘ είναι σε κατάσταση ασφυξίας. Όπως επισήμανε, ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος δεν νοσηλεύονται μόνο ηλικιωμένοι αλλά και νέοι άνθρωποι, αρκετοί από τους οποίους δυσκολεύεται να ξεπεράσουν τις επιπλοκές.

Σε ό,τι αφορά τη χρήση μάσκας, είπε πως αυτή «θα προλάβει εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους μέχρι να έρθει το εμβόλιο», ενώ απαντώντας σε σχετική ερώτηση που αφορά την μεταδοτικότητα του ιού και αν αυτή έχει αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, τόνισε ότι δεν υπάρχουν ξεκάθαρα επιστημονικά δεδομένα γι’ αυτό και απαιτείται επιπλέον επιστημονική έρευνα για να αποδειχθεί κάτι τέτοιο.

Παρ’ όλα αυτά, αναφερόμενος στο κλίμα, σημείωσε ότι «φαίνεται ότι η μεταδοτικότητα είναι πιθανό να αυξάνεται σε ποσοστό 20% με 30% όσο πέφτει η θερμοκρασία και αυξάνεται ο συγχρωτισμός σε κλειστούς χώρους». Σε σχέση με την εφαρμογή των μέτρων είπε πως αν αυτά εφαρμοστούν με ευθύνη, τότε «με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγηθούμε σε μείωση των μεταδόσεων και περιορισμό των κρουσμάτων» είπε και συμπλήρωσε πως υπάρχουν ενδείξεις από εργαστήρια που ελέγχουν το θέμα στη χώρα μας, ότι τα μέτρα πρόκειται να δουλέψουν.

Ακόμα έκανε λόγο και για «ψευδείς ειδήσεις» από «ακραία στοιχεία» οι οποίες, όπως είπε, κάνουν κακό στο κόσμο. Παράλληλο επεσήμανε ότι «η πανδημία δεν είναι μύθος, είναι εδώ υπάρχει με έναν ιό δύσκολο, μεταδοτικό που προκαλεί μεγαλύτερη θνητότητα από αυτή της γρίπης». Επίσης εκτίμησε πως αν τα μέτρα παγκοσμίως δε λειτουργήσουν, οι νεκροί ως το τέλος του Φεβρουαρίου του 2021 θα κυμανθούν μεταξύ 2 και 4 εκατομμυρίων σε όλο τον κόσμο.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο και ενός τρίτου λοκντάουν ή ακόμα και παράτση του δευτέρου που ξεκινά από το πρωί του Σαββάτου, είπε πως «κανείς δεν αποκλείει τίποτα, γνωρίζοντας πως συμπεριφέρονται οι ιοί, αλλά ελπίζουμε να μην τροποποιηθεί ο ιός ώστε να ξανανοίξουμε την κοινωνία με τις λιγότερες δυνατές απώλειες» και πρόσθεσε ότι γνωρίζουμε πλέον πως μπορούμε να περιορίσουμε τον ιό με την ιχνηλάτηση όταν κλείνουμε την κοινωνία. Σε ό,τι αφορά δε, τον περιορισμό των μετακινήσεων είπε ότι «έχουμε δει ότι συμβάλλει κατά 80% στην μείωση της διασποράς. Θα παρακολουθούμε μέρα-μέρα το φαινόμενο και ελπίζουμε ότι τα μέτρα θα δράσουν αποτελεσματικά, θα μειωθεί η διασπορά του ιού με το απαγορευτικό»,

Σε σχέση με τ εμβόλιο το οποίο περιμένει ολόκληρη η ανθρωπότητα, ο Σωτήρης Τσιόδρας εξήγησε ότι «η επιδημία θα τελειώσει με ένα αποτελεσματικό και ασφαλές εμβόλιο τέλος του χρόνου ή αρχές του 2021. Αυτή τη στιγμή έχουμε τρία ελπιδοφόρα εμβόλια κι άλλα που δοκιμάζονται. Ελπίζουμε ότι θα έχουμε σύντομα θετικά αποτελέσματα» τόνισε και πρόσθεσε όσον αφορά τους εμβολιασμούς, ότι «θα υπάρξει ιεράρχηση για το ποιος θα κάνει αρχικά το εμβόλιο και η προμήθεια τους θα γίνει με διαφάνεια σε όλο τον κόσμο». Τόνισε ωστόσο ότι κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν θα έχουμε τις πρώτες δόσεις του εμβολίου τέλος του χρόνου ή αρχές του επόμενου, πάντως αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι το εμβόλιο είναι καταλυτικό στον περιορισμό της πανδημίας.

Για τα τεστ ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος σημείωσε ότι αυτά από την αρχή της πανδημίας έχουν 20πλασιάσει. όπως είπε «κάνουμε πάνω από 20.000 τεστ την μέρα. Περίπου 19.000 τεστ ανά ημέρα και 3.000 γρήγορα τεστ ανά ημέρα. Η θετικότητα στα τεστ που κάνουμε ξεπερνάει πια το 9%. Αυτό δείχνει μια μεγάλη επιδημία στη χώρα».

Αναφορικά δε, με τους ανθρώπους που νοσηλεύονται προσβεβλημένοι με τη νόσο Covid-19 επεσήμανε ότι δεν νοσηλεύονται μόνο ηλικιωμένοι αλλά και νέοι άνθρωποι, αρκετοί από τους οποίους δυσκολεύονται να ξεπεράσουν τις επιπλοκές. «Από τις 26 Οκτωβρίου καταγράφεται μία σημαντική αύξηση των νοσηλευόμενων», είπε και υπογράμμισε ότι το βράδυ της Τετάρτης είχαν καταληφθεί συνολικά 213 κλίνες ΜΕΘ, ποσοστό το οποίο αντιστοιχεί στο 60% των κλινών για covid. Οι άνδρες εξακολουθούν να προσβάλλονται πιο σοβαρά είπε ο Σωτήρης Τσιόδρας και τόνισε ότι παρατηρείται σημαντική αύξηση και στους θανάτους, οι οποίοι κατά βάση αφορούν ηλικιωμένους, ωστόσο όπως είπε «έχουμε και 4 περιστατικά στις ηλικίες 55-64 και 4 περιστατικά στις ηλικίες 45-54».

Τέλος σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των σχολείων, ο Σ. Τσιόδρας σημείωσε ότι η επιτροπή των λοιμωξιολόγων διχάστηκε αναφορικά με το ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά υποστήριξε ότι στους νεότερους μαθητές δεν υπάρχει αυξημένη μεταδοτικότητα του ιού «αλλά εξακολουθούμε να θέλουμε να περιορίσουμε την συμβολή των μαθητών στην μεταδοτικότητα στην κοινότητα» και κατέληξε λέγοντας πως «μετά το δημοτικό είδαμε ότι αυξάνει η μεταδοτικότητα και γι’ αυτό αποφασίσαμε να επιτρέψουμε την συνέχιση λειτουργίας των δημοτικών, αλλά όχι και των άλλων βαθμίδων».