Του Θέμη Τζήμα
Έτσι απεφάνθη από το καλοκαίρι άλλωστε μια από τις ναυαρχίδες του καθεστωτικού τύπου, το Βήμα.
Έτσι, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θυμίζουν ολοένα περισσότερο Γιώργο Παπανδρέου και ΠΑΣΟΚ του 2009, αντίστοιχα, χωρίς βεβαίως να έχουν την- αν μη τι άλλο- οργανωτική επάρκεια που διέθετε τότε το ΠΑΣΟΚ.
Όπως το ΠΑΣΟΚ του 2009 έτσι και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διακατέχεται από το άγχος της επίδειξης συστημικής νομιμοφροσύνης. Από την αγωνία να πείσει την άρχουσα τάξη της χώρας και τα ξένα κέντρα που την εντέλλουν ότι δε θα προχωρήσει σε ενέργειες που σήμερα θα βλάψουν καίρια τα συμφέροντά της.
Στην περίπτωση της κυβέρνησης Παπανδρέου ήταν η προκαταβολική της δέσμευση ότι δε θα προχωρούσε σε στάση πληρωμών και αναδιάρθρωση χρέους. Δεν το έθεσε καν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, κατηγορώντας σχεδόν για προδοσία όσους το την υποστηρίζαμε ως αναγκαία. Διασφάλισε έτσι αντικειμενικά τα συμφέροντα του ξένου τραπεζικού κεφαλαίου και ακύρωσε μια αναγκαία επιλογή για τη χώρα, αφού όταν υλοποιήθηκε εφαρμόστηκε ανεπαρκώς και με τρόπο που έπληξε κατά βάση τους πολίτες της χώρας.
Σήμερα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κινείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο νέο «καυτό» για το κατεστημένο ζήτημα: την παραμονή της χώρας με κάθε κόστος- για τον ελληνικό λαό- στο ευρώ. Πρέπει να τονίσουμε πως είναι πιθανόν σε μελλοντική φάση, η άρχουσα τάξη να επιλέξει την έξοδο από το ευρώ. Όπως και η πανευρωπαϊκή ελίτ να προχωρήσει σε συρρίκνωση ή και διάλυση του κοινού νομίσματος.
Απαιτούν όμως τέτοιες επιλογές να γίνουν μόνο όταν και υπό τους όρους που θα διασφαλίζουν την ενίσχυση της θέσης του παρασιτικού και του μεγάλου κεφαλαίου. Όχι ως αποτέλεσμα λαϊκής αντίδρασης, που μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχει πραγματικός δρόμος εξόδου από την κρίση για τους λαούς της Ευρώπης και άρα να πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Αυτό τους το φόβο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βιάζεται να καθησυχάσει. Καμία κίνηση που να θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Αντίθετα, προσχωρεί στην κινδυνολογία: αναφέρει δηλαδή όλα τα πιθανά αρνητικά αποτελέσματα από την περίπτωση εξόδου από το ευρώ, παραλείποντας όλα τα πιθανά θετικά αποτελέσματα και κυρίως αρνούμενη να επεξεργαστεί οποιοδήποτε σχέδιο αντιμετώπισης αυτών ακριβώς των κινδύνων που περιγράφει.
Πρόκειται για καθαρό αλλά και μικροκομματικό ανορθολογισμό: ετοιμάζεσαι με σχέδιο για το τι θα κάνεις ακριβώς για εκείνα τα σενάρια εξέλιξης της κρίσης που ορίζεις ως τα δυσκολότερα, προκειμένου ο λαός και η ηγεσία του να επιδείξουν ετοιμότητα και ωριμότητα. Μόνο στην Ελλάδα της χυδαίας και προδοτικής ως προς τον ίδιο της το ρόλο μεγαλοαστικής τάξης, το να ετοιμάζεσαι για τα δυσκολότερα σενάρια θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως από τους τηλέ-παπαγάλους, ενώ να τα εξορκίζεις και να μένεις απροετοίμαστος, συνταγή προσεταιρισμού κεντρώων ψηφοφόρων.
Προσχωρώντας σε αυτόν τον ανορθολογισμό, ο Αλέξης Τσίπρας θυμίζει το Γιώργο Παπανδρέου και σε κάτι ακόμα: περιγράφει εκ των προτέρων και με σαφήνεια, πού ακριβώς πρέπει να τον πιέσει η άλλη πλευρά στην όποια διαπραγμάτευση για να πετύχει τους στόχους της. Όταν αποδέχεται ότι το όριό του είναι η παραμονή στο ευρώ, μπορεί να είναι βέβαιος ότι η συζήτηση θα ξεκινήσει από το δίλημμα μνημόνιο ή ευρώ.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεχόμενη ότι το ευρώ είναι αν όχι φετίχ, τουλάχιστον θέσφατο και με δεδομένο ότι τα λεφτά που υπάρχουν στη χώρα θα δυσκολευτεί μάλλον να τα μαζέψει από τις πρώτες εβδομάδες της μελλοντικής κυβέρνησης που θα συγκροτήσει, αποδέχεται μοιραία ως μοναδικό χρηματοδότη της οικονομίας το μηχανισμό που εκφράζεται διά της τρόικας. Μακάρι η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση να τους μετατρέψει ως εκ θαύματος από μονεταριστές και νεοφιλελεύθερους έστω σε κεϋνσιανούς. Μάλλον όμως πρόκειται περί απίθανου σεναρίου.
Αλλά κυρίως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ λησμονεί τι συνέβη με το Γιώργο Παπανδρέου όταν ο τελευταίος απεδέχθη πρώτα τα συστημικά διλήμματα και έπειτα, μοιραία, τις καθεστωτικές απαντήσεις σε αυτά: έχασε κάθε έρεισμα στο λαό, έκανε τη λάντζα της ολιγαρχίας και έφυγε απαξιωμένος, διασφαλίζοντας την έλευση των πλέον αντιδραστικών δυνάμεων μεταπολιτευτικά.
Οι μόνες διαφορές που θα υπάρξουν μεταξύ των δύο, εφόσον η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει σε αυτόν το δρόμο είναι πρώτον ότι θα πετύχει πολύ μικρότερη απήχηση στο εκλογικό κοινό που φιλοδοξεί να κατακτήσει, καθότι οι αντιφάσεις της πολιτικής της φωτίζονται εντονότερα και ότι το κατεστημένο της χώρας θα είναι ακόμα σκληρότερο μαζί της από ό,τι με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του 2009.