του Fausto Giudice* 

Στις τέσσερις γωνιές της χώρας, περιθωριοποιημένοι νέοι επιτέθηκαν σε αστυνομικά τμήματα, σούπερ μάρκετ και κυβερνητικά κτίρια, ενώ μπλόκαραν τραίνα και βρέθηκαν αντιμέτωποι με αστυνομικούς και στρατιωτικούς που έκαναν γενναιόδωρη χρήση δακρυγόνων. Ένας άνδρας 43 ετών, ο Khomsi Yafreni, σκοτώθηκε στην πόλη Tebourba το βράδυ της Δευτέρας (8 Ιανουαρίου) και η κηδεία του, την Τρίτη, συνοδεύτηκε από νέες ταραχές. Το υπουργείο Εσωτερικών διέψευσε ότι σκοτώθηκε από τις δυνάμεις καταστολής. 800 «μπαχαλάκηδες» συνελήφθησαν. Η αντίδραση τής κυβέρνησης και των επίσημων ΜΜΕ υπήρξε θλιβερά ομόφωνη: Δεν πρόκειται για διαμαρτυρίες αλλά για ταραχές που υποκινήθηκαν από αλήτες και λωποδύτες. «Δεν διαμαρτύρεται κανείς τη νύχτα» αποφάνθηκε ο πρωθυπουργός, Youssef Chahedh, ο οποίος υποσχέθηκε πως «το 2018 θα είναι η τελευταία δύσκολη χρονιά για την Τυνησία». Πολύ θα θέλαμε να τον πιστέψουμε.

Η φωτιά που σιγόκαιγε, ξέσπασε με την έναρξη της ισχύος του Νόμου περί των Οικονομικών του 2018 (Loi de Finances 2018) που οδηγεί σε αύξηση του κόστους διαβίωσης κατά 20% έως και 30%. Τα πάντα αυξάνονται: οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι, ο ΦΠΑ, οι φόροι κατανάλωσης, οι τελωνειακοί δασμοί, η φορολογία επί των μισθών. Εν ολίγοις, ένα πρόγραμμα λιτότητας, όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται πια, στη γραμμή της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο Youssef Chahed είχε καλέσει στην αρχή της χρονιάς τους Τυνήσιους να κάνουν θυσίες για να βελτιωθεί η κατάσταση, φέρνοντας ως παράδειγμα την Πορτογαλία, της οποίας ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός, Antonio Costa, επισκέφτηκε τη χώρα τον περασμένο Νοέμβριο. Μήπως οι δύο άνδρες δεν είχαν στη διάθεσή τους καλούς διερμηνείς; Γιατί, σε κάθε περίπτωση ο Chahed, -όπως τα ΜΜΕ του που μας λιβανίζουν συνέχεια- μοιάζει να αγνοεί πλήρως ότι, από τις εκλογές του 2015, η Πορτογαλία, με αριστερή κυβέρνηση, πάτησε γερά φρένο στα μέτρα λιτότητας.

Η αιτιολόγηση αυτών των αυξήσεων, που οδήγησαν στον μαζικό θυμό, είναι το δημόσιο έλλειμμα. Το έλλειμμα αυτό έχει πολλαπλές αιτίες. Υπάρχει βεβαίως το θέμα της κατάρρευσης της τουριστικής βιομηχανίας μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Μουσείο Μπαρντό και την Σούσα [το 2015]. Αλλά αυτή η πτώση του μαζικού τουρισμού είχε ξεκινήσει ήδη από την επομένη της επανάστασης του 2010-2011. Τα ευρωπαϊκά τουριστικά πρακτορεία είχαν αρχίσει τότε να απομακρύνουν τους τουρίστες από την Τυνησία, προτείνοντάς τους πιο δελεαστικές προσφορές: την Ελλάδα, όπου η κρίση έριχνε τις τιμές, και το Μαρόκο, του οποίου τη σταθερότητα εγκωμίαζαν. Οι τουρίστες από τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη δεν κάλυψαν, όμως, το έλλειμμα των Γερμανών, Ιταλών, Βέλγων και Γάλλων τουριστών. Τους Κινέζους τουρίστες ακόμη τους περιμένουμε: η συμφωνία που έκλεισε η Τυνησία της τρόικας και η Τουρκία του Ερντογάν με την Κίνα για να έλθουν οι κάτοχοι γιουάν στις δύο χώρες, δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Η τρομοκρατία δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επιταχύνει την παρακμή μιας τουριστικής βιομηχανίας βασισμένης στο χαζομαύρισμα μέσα σε εφιαλτικά μπετοναρισμένα ξενοδοχειακά συγκροτήματα που δεν προσελκύουν πια τους Ευρωπαίους, νέους και λιγότερο νέους, οι οποίοι στρέφονται όλο και περισσότερο προς έναν έξυπνο τουρισμό που τους φέρνει σε επαφή με την πραγματική κοινωνία της χώρας όπου πηγαίνουν να περάσουν τις διακοπές τους.

Υπάρχει βέβαια η μαύρη αγορά, η οποία, όμως, συνεπάγεται φοροδιαφυγή και διαφθορά. Η υπόγεια, παράλληλη, βυθισμένη οικονομία δεν είναι πλέον ούτε υπόγεια ούτε παράλληλη: εξελίσσεται υπό το φως του ήλιου και είναι ο μόνος τομέας που αναπτύσσεται. Η μεγάλη μιντιακή παράσταση που ξεκίνησε η κυβέρνηση πέρυσι στις αρχές του Ραμαζανιού – μια επιχείρηση-σκούπα που θα κυνηγούσε τη μεγάλη διαφθορά και τα μεγάλα κεφάλια και η οποία υπερπροβλήθηκε από τα ΜΜΕ – δεν ήταν παρά μια παρωδία. Η πλειοψηφία των συλληφθέντων είναι και πάλι ελεύθεροι. Το θέμα για τον πρωθυπουργό ήταν να χρυσώσει το χάπι του λεγόμενου νόμου της «οικονομικής συμφιλίωσης» που ξέπλενε την trabelsia, δηλαδή τους επιχειρηματίες που συνδέονταν με την φαμίλια του Ben Ali και της κομμώτριας συζύγου του, Leïla Trabelsi, για να ελέγχουν κάθε κερδοφόρα επιχείρηση με μαφιόζικες μεθόδους.

Υπάρχει βέβαια η πληθωρική αύξηση του προσωπικού στον δημόσιο τομέα, που πέρασε από τουςς 600.000 σε πάνω από 800.000 υπαλλήλους σε 7 χρόνια, πράγμα που δεν αρέσει καθόλου στην Παγκόσμια Τράπεζα η οποία, τη δεκαετία του 1980, εφηύρε την «διαρθρωτική προσαρμογή» για τις χρεωμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Στο μεταξύ, δεν ονομάζεται πια διαρθρωτική προσαρμογή, αλλά η μέθοδος έγινε οικουμενική και εξαπλώνεται από τις ΗΠΑ έως την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιρλανδία. Αλλά οι κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν η μία την άλλη στην μετά-την-επανάσταση Τυνησία, προφανώς προτίμησαν να απαντήσουν στο μαζικό αίτημα των νέων για δουλειά -πτυχιούχων ή μη- ενσωματώνοντας ένα μικρό μέρος αυτών στην κρατική γραφειοκρατία για να τους ελέγχουν καλύτερα. Δεν προτίμησαν να πάρουν ρεαλιστικά μέτρα στήριξης της δημιουργίας αυτόνομων επιχειρήσεων του λεγόμενου τριτογενούς τομέα, είτε πρόκειται για τις παραδοσιακές δραστηριότητες –γεωργία, βιοτεχνία, τουρισμός με διαμονή σε σπίτια ντόπιων – είτε για δραστηριότητες που συνδέονται με τα πιο νέα επαγγέλματα της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών.

Όμως, η κύρια αιτία του ελλείμματος αυτού των δημόσιων οικονομικών είναι ένα θέμα-ταμπού: η αποπληρωμή του εσωτερικού κι εξωτερικού χρέους της χώρας. Οι δύο προτάσεις νόμου που κατατέθηκαν στην προσωρινή Βουλή και στη συνέχεια στην Εθνοσυνέλευση, που προέκυψε από τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2014, σχετικά με τον λογιστικό έλεγχο του δημοσίου χρέους που δημιούργησε η Τυνησία του Ben Ali, παρέμειναν νεκρό γράμμα: καταγράφτηκαν και μετά θάφτηκαν. Όμως, η αποπληρωμή αυτού του χρέους -καθώς φαίνεται απεχθούς- θα ανέλθει το 2018 στο 22% των δημόσιων δαπανών. Μόνο η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους αντιστοιχεί σε πάνω από το 50% της μισθοδοσίας του δημόσιου τομέα. Όσο για το εσωτερικό χρέος, η εφαρμογή πέρυσι, ενός από τους όρους που έθεσε η Παγκόσμια Τράπεζα για να συνεχίσει να δανείζει χρήματα στην Τυνησία – το να καταστεί η Κεντρική Τράπεζα της Τυνησίας (ΚΤΤ) «ανεξάρτητη» από το Κράτος – μόνο χειροτέρευσε τα πράγματα: το κράτος πλέον δεν μπορεί να δανειστεί από την ΚΤΤ με μηδενικό επιτόκιο και για σύντομο διάστημα ώστε να βουλώσει τρύπες.

Οι ταραχές και οι λεηλασίες είναι η απάντηση αυτών που δεν έχουν πια τίποτε, σε μια κατάσταση που μοιάζει αδιέξοδη. Από την πόλη Kasserine μέχρι τη Siliana, από την Kélibia έως την Thala, από το Sidi Bouzid μέχρι την Gafsa, ο κόσμος έχει βαρεθεί τις υποσχέσεις που δεν τηρούνται, τα ιδανικά που διακηρύσσονται αλλά προδίδονται, την εφαρμοσμένη δημαγωγία του τύπου «Θα αλλάξουμε τα πάντα για να μην αλλάξει τίποτα». Εμπιστεύτηκαν τους ισλαμιστές και μετά τους δημοκρατικούς που τελικά τους πρόδωσαν. Στη συνέχεια εμπιστεύτηκαν τους υπέρμαχους του παλαιού καθεστώτος που έχουν φτιάξει ένα νέο ίματζ «κεντρώων», δημοκρατικών τεχνοκρατών, που τους απογοητεύουν ξανά και ξανά. Η «ριζοσπαστική αριστερά» δεν έχει παρά μόνον εικονική ύπαρξη κι ένα καρδιογράφημα σχεδόν νεκρού. Οι νέοι – που θεωρούνται νέοι ως τα σαράντα τους – είδαν όλες τις πόρτες να κλείνουν: τέλος η εποχιακή δουλειά στον τομέα του τουρισμού, τέλος η μετανάστευση στη Λιβύη, τέλος η φυγή μέσω θαλάσσης προς την Ευρώπη – η Frontex ξαγρυπνά -, τέλος το όνειρο του επίγειου παραδείσου κατά τη μεριά της Συρίας και του Ιράκ (που, ούτως ή άλλως προσέλκυσε μια μικρή αποπροσανατολισμένη μειοψηφία). Οι μονάκριβες θέσεις στις επιδοτούμενες ΜΚΟ είναι πια πλήρεις. Μένει μόνο ο ξεσηκωμός. Και αυτόν τον Γενάρη επιβάλονταν, όπως επιβάλονταν τον Γενάρη του 1952, τον Γενάρη του 1978, τον Γενάρη του 1984, τον Γενάρη του 2011.

*Ο Fausto Giudice ζει στην Τυνησία και είναι μέλος του Tlaxcalaδιεθνούς δικτύου μεταφραστών για τον γλωσσικό πλουραλισμό. Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το ποίημα του Αρθούρ Ρεμπό όπου αναφέρονται οι «λογικές ανταρσίες». 

**Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στα γαλλικά. Η μετάφραση είναι της Christine Cooreman.