«Ο Άμασης στον Πολυκράτη αυτά έχει να του πει. Είναι χαρά αληθινή να μαθαίνεις πως κάποιος δικός σου, δεμένος με στενή φιλία μαζί σου, ευτυχεί· αλλά εμένα οι τόσο μεγάλες σου τύχες δεν μ’ αρέσουν, γιατί το ξέρω πως το θείο φθονεί. Γι’ αυτό και ο ίδιος θέλω, και όσους αγαπώ, σε κάποια πράγματα να έχουμε καλή τύχη, σε κάτι όμως να στραβώνει η τύχη, και έτσι να περνάει η ζωή μου με εναλλαγές, όχι συνεχώς και μόνο να ευτυχώ. Γιατί εγώ δεν άκουσα και δεν ξέρω κανένα που να πλέει στην ευτυχία, και να μην τέλειωσε τη ζωή του κακήν κακώς. Δείξε μου λοιπόν εμπιστοσύνη και κάνε μέσα στην ευτυχία σου αυτό που θα σου πω. Κοίταξε να βρεις τι σου είναι πολυτιμότερο, που αν το χάσεις, θα πονέσει η ψυχή σου πιο πολύ, κι αυτό βγάλ’ το από πάνω σου, να μην το ξαναδεί μάτι ανθρώπου. Κι αν μετά ταύτα συμβεί να μην συναλλάζουν πάλι οι ευτυχίες σου με πάθη, συνέχισε την ίδια τακτική θεραπείας που σου λέω». ΗΡΟΔΟΤΟΣ. Ιστορίαι III 39-43 μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτης
Στη συνέχεια ο Πολυκράτης αποφασίζει πως ό,τι πολυτιμότερο έχει είναι ένα χρυσόδετο δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο από σμαράγδι. Το πετάει στη θάλασσα μπροστά σε όλους. Ένας ψαράς πιάνει ένα μεγάλο ψάρι και αποφασίζει να το κάνει δώρο στον βασιλιά. Εκείνος το ανοίγει να το φάει και βρίσκει μέσα το δαχτυλίδι. Καταλαβαίνει τότε ότι οι θεοί δεν θα τον αφήσουν στην ησυχία του, η καλοτυχία του θα τιμωρηθεί.
Ο βασιλιάς που πετάει το δαχτυλίδι στη θάλασσα στον Ηρόδοτο συμβολίζει την προκλητική ευτυχία ως ύβριν. Όχι επειδή κάποιον έθιξες, αλλά επειδή πίσω από μια τέτοια καλοτυχία, δεν μπορεί παρά να παραμονεύει η συμφορά.
Για κάποιο λόγο, με απασχολεί η μοίρα αυτού του βασιλιά. Δεν έχω βασίλειο, υπηρέτες και παλάτια, αλλά ζω μια ζωή όπως θα την ήθελα, με άσπιλη προσωπική, οικογενειακή ευτυχία, και τη σπάνια τύχη να εργάζομαι σε δουλειές που με συναρπάζουν, να μην κοιτάω ποτέ το ρολόι. Για κάποιον λόγο λοιπόν κάθε φορά που περνάω μια τέτοια στιγμή συνειδητοποίησης της ευτυχίας μου, αμέσως μου περνάνε από το μυαλό εικόνες μιας απρόσμενης, εφιαλτικής ανατροπής της ζωής μου. Εικόνες μακάβριες, που τις σκέφτομαι με τον ίδιο τρόπο που φαντασιώνεται κανείς ότι τον πατάει το τρένο ή πέφτει από έναν ψηλό βράχο.
Ενώ δεν απολαμβάνω πια την ανάγνωση του Καζαντζάκη, εδώ και πολλά χρόνια, ακριβώς λόγω της μεγαλοστομίας του, αυτό το ψυχικό τικ που έχω μου θυμίζει έντονα την εικόνα του ραβίνου που περιγράφει ο Καζαντζάκης, που κάθε μέρα όταν φεύγει από το σπίτι του φιλάει τα παιδιά του σαν να μην πρόκειται να τα ξαναδεί. Αυτό μου συμβαίνει συνεχώς και αθέλητα, είναι σαν να μην μπορώ να απαλλαγώ από αυτή τη σκέψη.
Δεν είμαι ψυχολόγος για να ξέρω πώς εξηγείται, αλλά νομίζω ότι έχει σχέση με αυτές τις τύψεις που αναφέρω.
Το καλοκαίρι άλλοι φίλοι πάνε διακοπές και άλλοι όχι. Μέσα στο σύμπαν του Facebook, αυτό συνοδεύεται από δημόσιες δηλώσεις και οπτικοακουστικά τεκμήρια καλοπέρασης ή αντιστοίχως πικρίας. Ιδίως οι τελευταίες γίνονται με κάποια δόση επιθετικότητας, για την επιδεικτική διαφήμιση της καλοπέρασης. Δεν αμύνομαι, νομίζω ότι μάλλον διακριτικά διαχειρίζομαι τον προσωπικό μου παράδεισο – «δεν προκαλώ», όπως λένε.
Το θέμα με απασχολεί όμως, γιατί πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει κάθε φορά που κάποιος παραπονείται ότι δεν του άρεσε το φαγητό, ενώ υπάρχει ένας άλλος που πεινάει. Για κάθε άνθρωπο που χάνει τη δουλειά του, υπάρχει παραδίπλα ένας πρόσφυγας. Για κάθε πρόσφυγα που έφτασε μέχρι την Ελλάδα, υπάρχει ένας συντοπίτης του που δεν τα κατάφερε να ξεφύγει. Για κάθε έναν που έμεινε στην πατρίδα του γιατί δεν είχε τα χρήματα για να ταξιδέψει, υπάρχει και κάποιος άλλος σακατεμένος, και μετά ακόμα κάποιος που δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Οι τύψεις για την ευτυχία διαβάζονται και προς τα πάνω και προς τα κάτω. Μπορεί κανείς δηλαδή να θέλει πάντοτε αυτό που δεν έχει ή να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να είναι χειρότερα από ό,τι είναι τώρα και μετά ακόμα χειρότερα και ακόμα χειρότερα.
Δεν θέλω να προτείνω την εικόνα ενός ανθρώπου που κόβει τα φτερά της χαράς του, πετάει το δαχτυλίδι στη θάλασσα, για να μην τον ζηλέψουν οι θεοί. Εννοώ όμως ένα πράγμα μόνο που ίσως αξίζει τον κόπο να σκεφτούμε.
Δεν γράφω εναντίον της γκρίνιας, θα ήταν προδοσία. Το Εγκώμιο της γκρίνιας που έχω γράψει (μπορείς να το διαβάσεις εδώ, λέει τα ανάποδα από όσα λέω τώρα) είναι από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα που έχω δημοσιεύσει στο ThePressProject. Το να μην αρκείται κανείς σε αυτά που έχει και μάλιστα μονίμως να δυσαρεστείται που ο κόσμος δεν είναι καλύτερος από ό,τι είναι, έχω την εντύπωση ότι είναι μία υψηλή αρετή.
Την ίδια στιγμή, χρειάζεται κάθε φορά που γκρινιάζουμε για τη ζωή μας να ξέρουμε να κοιτάζουμε και προς τα πάνω, προς όλα αυτά που στερούμαστε και που θέλουμε να κατακτήσουμε, αλλά και προς τα κάτω. Γιατί ο άνθρωπος που δεν ξέρει να κοιτάζει προς τα πάνω είναι συμβιβασμένος και είναι ουσιαστικά νεκρός. Αρκείται σε ό,τι έχει, δηλαδή δεν ξέρει πώς είναι να αγωνίζεσαι για να αλλάξεις τη ζωή σου. Αυτός όμως που γκρινιάζει χωρίς να ξέρει να κοιτάζει και προς τα κάτω είναι υβριστής. Η τιμωρία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να συνειδητοποιεί μόνο όταν είναι πολύ αργά πια, την αξία αυτών που έχει. Η δική μου αγωνία είναι να μπορώ να πω για ό,τι ευχάριστο μου έχει συμβεί πώς «ευτυχώς το ήξερα».