Στο Βερολίνο, χιλιάδες εργαζόμενοι παρακολούθησαν ομιλίες μπροστά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, κοντά στην ομοσπονδιακή Βουλή, ενώ ένα φορτηγό έφερε ένα πανό που έγραφε: «Είναι η ώρα να ‘βήξετε’ τα λεφτά».
 
Μεταξύ του 2000 και του 2007, οι μισθοί στη Γερμανία αυξήθηκαν μόλις κατά 1% ανά έτος, ενώ η αντίστοιχη μέση αύξηση στην ευρωζώνη ανήλθε σε 2,7%. Το 2011 οι αυξήσεις βελτιώθηκαν, χωρίς όμως να υπερβούν το 1,5% κατά μέσο όρο.
 
«Μετά από χρόνια μείωσης πραγματικών μισθών, μετά από χρόνια προσπαθειών να βοηθήσουμε τη χώρα να ξεπεράσει την κρίση, […] ήρθε πλέον η σειρά μας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μίκαελ Σόμερ, επικεφαλής της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας DGB που εκπροσωπεί περισσότερα από 6 εκατομμύρια εργαζόμενους.
 
Οι κινήσεις των συνδικάτων έχουν ήδη προκαλέσει την ανησυχία μερίδας γερμανών πολιτικών, οι οποίοι φοβούνται ότι τυχόν γιγάντωση του μισθολογικού κόστους θα μειώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού.
 
Οι εργαζόμενοι όμως θεωρούν τα αιτήματά τους δίκαια, ιδιαίτερα δεδομένης της χαμηλής ανεργίας, που παραμένει σε ιστορικό χαμηλό για την περίοδο μετά την επανένωση Ανατολής και Δύσης.
 
Η κατάσταση στη Γερμανία είναι άλλωστε «παραδείσια» σε σύγκριση με χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, όπου οι άνεργοι ξεπερνούν το 24% του πληθυσμού έπειτα από σειρά μεγάλων μισθολογικών αυξήσεων.
 
Ο δυναμισμός των γερμανικών συνδικάτων έχει επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού στη Γερμανία. Ενόψει μάλιστα των εκλογών του 2013, η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε στην εφημερίδα Hamburger Abendblatt πως επιθυμεί «τον τερματισμό της πρακτικής όπου κάποιοι εργάτες πρέπει να δέχονται τους χαμηλότερους δυνατούς μισθούς».
 
Τα επίμαχα σχόλια της γερμανίδας καγκελαρίου έρχονται σε εντυπωσιακή αντίθεση με την επιμονή της σε πολιτικές λιτότητας για ολόκληρη την ευρωζώνη.
 
Στον απόηχο της πρωτομαγιάς πάντως, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εργασίας της Γερμανίας ανακοίνωσε σήμερα, 2 Μαΐου, ότι οι άνεργοι στη χώρα αυξήθηκαν κατά 19 χιλιάδες σε 2,87 εκατομμύρια. Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε το ποσοστό πραγματικής ανεργίας, που παρέμεινε στο 6,8%.