του Κωνσταντίνου Πουλή

(Παρακαλώ διαβάστε αφού πρώτα πατήσετε εδώ)

Υπάρχει στη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου μια πλευρά γλυκερή και γλυκανάλατη, γεμάτη καταναλωτικό σορόπι. Τόσο πολύ και τόσο γλυκό που καταντά απωθητικό. Το αντίδοτο σε αυτή τη στάση είναι για πολλούς ο κοινωνιολογισμός του αυτονόητου. Ολίγα γνωστά ιστορικά όπως «Ο Άγιος Βαλεντίνος δεν είναι άγιος της εκκλησίας μας» (ούτε ο Άγιος Βασίλης με την κοιλιά είναι) μαζί με ελάχιστα αυτονόητα κοινωνιολογικά: «Πρόκειται για τον άγιο των ανθοπωλών».

Στα του Βαλεντίνου ισχύει ό,τι και για το σεξ: υπάρχει προφανώς ακατάσχετη εκμετάλλευση, γεμάτη από στερεότυπα, κλισέ και εμπόριο. Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό της ψευτιάς εξακολουθεί να κατοικεί, σε πείσμα των εκμεταλλευτών, ανθρώπινη επιθυμία και αληθινή ανθρώπινη ζεστασιά. Δεν θα είναι ποτέ απρόσβλητη από αυτές τις δηλητηριώδεις προσμίξεις, αλλά θα είναι πάντα απείρως πιο πλούσια και ενδιαφέρουσα από την τετριμμένη διαπίστωση ότι υπάρχει εμπόριο και κλισέ.

Είμαι πρώην κοινωνιολόγος. Αυτή η ιδιότητα (όχι του κοινωνιολόγου, αλλά του μετανοημένου/πρώην κοινωνιολόγου) με κάνει να νιώθω ότι είμαι κατά κάποιον τρόπο αρμόδιος για να μιλήσω για το θέμα. Το αδύνατο σημείο της κοινωνιολογικής θέασης των πραγμάτων είναι συχνότατα η κοινοτοπία. Τι νόημα έχει να ξαναπείς, έστω με βελτιωμένα ελληνικά και πρόσθετες πληροφορίες, πως τα κόκκινα μπαλόνια σε σχήμα καρδιάς απηχούν την εμπορευματοποίηση των αισθημάτων; (Αφήνω κατά μέρος τι άσχημη λέξη που είναι η «εμπορευματοποίηση»). Αυτό όμως είναι σαν φαγητό κονσέρβας, μπροστά στη συνταρακτική ιστορία ενός ανθρώπου που αγόρασε ένα τέτοιο μπαλόνι αλλά δεν πήγε η αγαπημένη του στο ραντεβού.

Άκουγα πάντα στο ραδιόφωνο εκπομπές με αφιερώσεις. (Κάποια μέρα θέλω να κάνω μια τέτοια εκπομπή, πιστεύω ότι θα ήμουν πολύ καλός.) Μια Μαρία που δεν την αγαπάει πια κάποιος Γιάννης που όμως θα τον περιμένει γιατί κάνει λάθος. Ένας Τάσος που αφιερώνει στην Κατερίνα το τραγούδι τους, παρότι η Κατερίνα την ίδια στιγμή χαμουρεύεται με τον Γιώργο, που είναι πολύ πιο ωραίος από τον Τάσο που είχε μια τυχερή στιγμή που θα τη θυμάται και θα κλαίει μέχρι να πάρει πρωτάθλημα ο Ατρόμητος. Θυμάμαι τον στίχο του Λαπαθιώτη: Το παλιό μας το τραγούδι/που τ’ ακούγαμε μαζί/ τώρα που χαθήκαν όλα/ποιος θα το ’λεγε να ζει. Κι όμως υπάρχει ακόμα το παλιό τραγούδι, την ώρα που η αγαπημένη απλώνει πια τις μπουκλίτσες της σε κάποιου άλλου τις χερούκλες. Αντέχω να ακούσω Τζορτζ Μάικλ και Νατάσα Θεοδωρίδου μαζί με τις αφιερώσεις, υπό τον όρο ότι μέσα σε αυτό το άθλιο τραγούδι χώρεσε ένα αληθινό αίσθημα, σαν αυτό του πληγωμένου Τάσου.

Έτσι, αυτό που προτείνω είναι να σεβαστούμε το αίσθημα που κρύβεται πίσω από τις ψεύτικες καρδούλες και ας επιδιώξουμε παράλληλα να αντιπαλέψουμε τον κόσμο και τις αξίες των ανθρώπων του χρήματος. Και προτείνω να ακούσουμε πολύ προσεκτικά τον στίχο του Ώντεν: Thou shalt not sit With statisticians nor commit A social science. Σαν να λέμε «Ου διαπράξεις κοινωνική επιστήμη», σε βιβλική γλώσσα. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι συγκεκριμένες και χειροπιαστές ιστορίες αποτελούν πολύ συναρπαστικότερα αναγνώσματα για μένα.

Η αμφισβήτηση της χαράς του ερωτευμένου Βαλεντίνου δεν προέρχεται μόνο από την ηθικολογική, ορθόδοξη πλευρά, αλλά και από την οργιαστική/δαιμονική παράδοση του έρωτα, αυτή που συμβολίζει ο Δον Ζουάν («Η διάνοια του Δον Ζουάν είναι ο Φάουστ», έλεγε ο Κίρκεγκωρ). Την πλευρά που αποτυπώνεται στο βιβλίο «Η ιστορία των οργίων» του B. Partridge, όταν αφηγείται ότι ο άρχοντας του Σενς κατάφερε να επιβάλει μερικούς μόνο περιορισμούς στα καρναβαλικά όργια, όπως να μη ρίχνονται πάνω από τρεις κουβάδες νερό στον πρώτο ψάλτη στους εσπερινούς και δεύτερον εκείνοι που συνουσιάζονται δημόσια να μην το κάνουν μέσα στην εκκλησία. Αυτή η πλευρά περιγράφει το ζευγάρι ως απόστημα, τη συνύπαρξη ως μαρτύριο. Κάθε ζευγάρι αποπνέει «ζευγαρίλα», όπως έλεγε μια κοπέλα, με το επίθημα –ίλα να σημαίνει πάντα γλωσσικά μια δυσάρεστη οσμή/γεύση/κατάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόβλημα με το ζευγάρι, τον Άγιο Βαλεντίνο και τις καρδούλες του, είναι ότι απωθεί πάντα η γλυκερή συμπεριφορά κάποιου τρίτου. Δεν αντέχεις να ακούς κάποιον ηλίθιο να λέει «σαμιαμιδάκι μου/γαρδουμπάκι μου/πασχαλίτσα μου/μπουμπούκο μου», εκτός αν αυτός ο ηλίθιος είσαι εσύ.

Εις ό,τι με αφορά, δεν γνωρίζω καλύτερο βιβλίο για τη σχέση έρωτα-αγάπης από το «Ο Έρως και η Δύση» του Ντενί Ντε Ρουζμόν. Διαβάστε το. Θα απαλλάξει τους πολιτικούς μας από την υποχρέωση να δηλώνουν ψευδώς κάθε 14 Φεβρουαρίου ότι είναι ερωτευμένοι με τη γυναίκα τους. Ο έρωτας απαιτεί απόσταση, σε αντίθεση με την αγάπη που προϋποθέτει την εγγύτητα. Η υποκρισία της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου λοιπόν έγκειται στο ότι κατά βάθος είναι γιορτή της αγάπης, όχι του έρωτα, γιατί γιορτάζουν μόνο αυτοί που είναι μαζί και όχι αυτοί που υποφέρουν από μακριά. Το βιβλίο περιέχει σχετικά την υπέροχη φράση για τον Τριστάνο και την Ιζόλδη: «Η κυρία Τριστάνου, για φανταστείτε το!» Ως προς τη γιορτή των ζευγαριών, λοιπόν, για φέτος δεν σας πρόλαβα, αλλά προτείνω σε όσους διαβάζουν αυτή τη στήλη να αγοράσουν ένα κόκκινο μπαλόνι και να το φυλάξουν μέχρι του χρόνου, ως κόρην οφθαλμού. Και, αν αγαπούν, να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους.