Η χορωδία των συστημικών σχολιαστών ασκεί καθημερινά κριτική στο λεγόμενο αντιμνημονιακό μπλοκ, υποστηρίζοντας ότι όσοι αντιτίθενται στις «αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» ουσιαστικά στηρίζουν τη διαφθορά του παρελθόντος.
Δε χρειάζεται να εξετάσουμε εδώ αναλυτικά ποιοι επιμένουν στις «αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Εντός της χώρας, μεταξύ τους θα βρούμε κομματάρχες με σώμα δεινοσαύρου και μυαλό κουκούτσι, φιλελεύθερους κρατικοδίαιτους εργολάβους-σύμβολα του αφορολόγητου ελληνικού καπιταλισμού, τηλεοπτικούς πρωταγωνιστές που κρατούν λιβανιστήρια και παίρνουν πενταψήφιες μηνιαίες αποζημιώσεις για τις υπηρεσίες τους, τους ίδιους τους συστημικούς σχολιαστές του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου κι άλλα τέτοια χρυσά λαρύγγια. Εκτός της χώρας, η ομάδα των υποστηρικτών των «αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» συμπληρώνεται από αδίστακτους τραπεζίτες, τους πολιτικούς υπαλλήλους των τραπεζιτών, τις εφημερίδες-όργανά τους, τις γιγαντιαίες πολυεθνικές επιχειρήσεις που έχουν την ευχέρεια του εκβιασμού, τους γραφειοκράτες των διεθνών οργανισμών που άλλοτε απλώνουν τα νύχια τους σαν γύπες κι άλλοτε τα λιμάρουν σαν Αντουανέτες μέσα στους γυάλινους πύργους τους και, βέβαια, σε ρόλο σολίστ, τους μπαμπούλες αυτοκράτορες της διεθνούς πολιτικής σκηνής που μονοπωλούν το τηλεοπτικό κυρίως ενδιαφέρον.
Ναι, σ’ αυτούς είναι πράγματι αναγκαίες οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Ωστόσο είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς μία μόνο κοινή στόχευση όλων αυτών των παραγόντων. Η ίδια η ρευστότητα των σχετικών αποφάσεων, η διαρκής μεταρρύθμιση των μεταρρυθμίσεων, μας δίνει αρκετές ενδείξεις για την διελκυστίνδα των επιμέρους συμφερόντων που κρύβονται πίσω από την φαινομενική μνημονιακή ομοφωνία. Στην πραγματικότητα, μια κακόφωνη ορχήστρα που πιστεύει στο γνωστό «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας» φροντίζει να συντονίζει κάπως τη φωνή της όταν απευθύνεται προς τις μάζες. Αυτό, όμως, είναι και το όριο αυτής της συμμαχίας και γι’ αυτό, υπό κάποιες προϋποθέσεις που δεν έχουν ακόμη καλυφθεί, ανήκει στο παρελθόν.
Στην παρτιτούρα αυτής της κακόφωνης ορχήστρας όταν παίζει για τις μάζες αναγράφεται μια λέξη: ενοχή. Ολόκληρη η σύνθεση που μας ταΐζουν υποχρεωτικά είναι ένα ενοχλητικό λάιτμοτιφ της συνενοχής του καθενός για τα χάλια που βρισκόμαστε, το οποίο επαναλαμβάνεται σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους, μέχρι να πειστεί ο κάθε ακροατής ότι πράγματι έφταιξε.
Σαν ταπεινός μαστιγωμένος, εκτός απ’ όλα τ’ άλλα αισθάνομαι αδικημένος απ’ αυτή την κριτική και θέλω να κάνω μια δήλωση: Διαβεβαιώνω την ορχήστρα, τους αρχιμουσικούς και τον διευθυντή της ότι δεν είμαι ο μόνος που κατακρίνοντας τη μνημονιακή πολιτική δεν τοποθετείται υπέρ του παρελθόντος.
Κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν και πολλά να υπερασπιστεί κανείς για το προ κρίσης παρελθόν. Ναι, χαρακτηρίστηκε από το νεποτισμό, την πελατειακότητα του πολιτικού προσωπικού και ως εκ τούτου και των ψηφοφόρων τους, της κοινωνίας δηλαδή. Η ζωή για πολλούς κινούνταν από ταπεινά κίνητρα, βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις, χωρίς δημιουργικό όραμα και απελευθερωτικό πρόταγμα. Το πρόσφατο παρελθόν αυτής της χώρας είναι ένα παράδειγμα έλλειψης πολιτικής συνείδησης και δημοκρατικού πνεύματος σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα, ανάθεσης της πολιτικής, εκλογικής συμπεριφοράς που έτεινε προς την κατάργηση του πολιτικού εν γένει. Με σίγουρο βηματισμό οδηγηθήκαμε στην απόσυρση του πολιτικού παιχνιδιού από την καθημερινότητα και στην απόδοσή του στο θέαμα, διαμέσου της εικονικής τηλεοπτικής πραγματικότητας (ο ρόλος της τηλεόρασης την τελευταία εικοσαετία υπήρξε ένα αυθεντικά νέο στοιχείο στην εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και όχι μόνο).
Αφού δεν έχω και πολλά να υπερασπιστώ από το παρελθόν, δεν έχω και πολλές επιλογές: πρέπει να υπερασπιστώ το μέλλον. Το διακύβευμα των ημερών είναι λοιπόν αυτό: ποιος θα ρυθμίσει τις μελλοντικές μας τύχες, εμείς οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι στο όνομά μας; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που για την ώρα μένει αναπάντητο. Καθώς φαίνεται, μονάχα η πράξη θα μπορέσει να το απαντήσει, όταν κατορθώσει μ’ έναν (μάλλον βίαιο) τρόπο να λύσει τη θεμελιώδη αντίφαση που καταγράφει με λιτότητα κι ευστοχία ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης στο αριστουργηματικό του «ΥΓ.» (πρώτη έκδοση 1983): «Το ιδανικό κάθε επανάστασης: το μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν, το ανέφελο μέλλον». Οψόμεθα.