Ο τραγικός απολογισμός είναι γνωστός: Η Αμαλία Γκινάκη, μία εκ των τεσσάρων ομήρων, ετών 25, υποκύπτει στα τραύματά της στις 9 Οκτωβρίου, ενώ ο Σορίν Ματέι, 6 φορές δραπέτης, ετών 26, βρίσκεται νεκρός στις 26 Σεπτεμβρίου στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού. Οι ακριβείς συνθήκες θανάτου του παραμένουν «αδιευκρίνιστες».
 
Όλα ξεκίνησαν το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου του 1998, όταν η ΕΛΑΣ – αν και έχει εντοπίσει τον Ματέι στην Αθήνα αρκετές ημέρες νωρίτερα – αποφασίζει να εισβάλλει στο ισόγειο πολυκατοικίας της οδού Νιόβης 4, όπου βρίσκεται ο δραπέτης με τη φίλη του, Πηνελόπη Αθανασοπούλου. Ακολουθεί συμπλοκή στο διαμέρισμα, ωστόσο ο Ματέι κατορθώνει να διαφύγει, εισβάλλοντας στο διαμέρισμα της οικογένειας Γκινάκη στον πρώτο όροφο. Εκεί θέτει υπό καθεστώς ομηρίας τη μητέρα, Σουλτάνα Γκινάκη, τον 24χρονο γιο της, Ευάγγελο, την κόρη της, Αμαλία, και τον αρραβωνιαστικό της, Απόστολο Μακρινό.
 
Ο Σορίν Ματέι δένει με τα κορδόνια των παπουτσιών του στο ένα χέρι του την Αμαλία και στο άλλο τον Απόστολο, και στις 7 τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι. Αφού μιλήσει με τον διευθυντή ειδήσεων του σταθμού, Σταμάτη Μαλέλη, το δελτίο ειδήσεων του σταθμού διακόπτεται και ο Νίκος Ευαγγελάτος αναλαμβάνει τον ρόλο του βασικού διαπραγματευτή, παρακάμπτοντας κάθε έννοια δεοντολογίας. 
 

Ούτε η ΕΛΑΣ, αλλά ούτε και το ΕΣΡ, διατάσσουν τη διακοπή της ζωντανής αναμετάδοσης. 
 

Αντίθετα, σύμφωνα με  μαρτυρίες, ο υπαρχηγός της αστυνομίας,  Γιώργος Πλάκας, ήταν και εκείνος που έδωσε την εντολή να μην σταματήσει η αναμετάδοση, ισχυριζόμενος πως ο μοναδικός τρόπος να συλλάβουν τον  Σορίν Ματέι ήταν να «είναι στον αέρα». Στις 8 το βράδυ, μάλιστα, ο Γ. Πλάκας θα βρεθεί στα στούντιο του ΣΚΑΙ για να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις.


 

Σημειώνεται πως για αρκετή ώρα, και ενώ ο Ματέι γνωστοποιούσε τις απαιτήσεις του (500.000 δολάρια) και την κατάστασή του (είχε κάνει λίγη ώρα πριν χρήση ηρωίνης), οι αστυνομικές αρχές δεν είχαν επικοινωνήσει με το κανάλι.
 

«Τόσο καλές ερωτήσεις δεν θα μπορούσαν να κάνουν ούτε οι αστυνομικοί»

Το 2007, σε ντοκιμαντέρ του BBC για την υπόθεση Ματέι, ο Στ. Μαλέλης αναφέρει για τις «διαπραγματευτικές ικανότητες» του Νίκου Ευαγγελάτου:
 
«Ήταν πολύ καλός ο Ευαγγελάτος. Αυτό μου το έλεγαν και αστυνομικοί που βρίσκονταν δίπλα μου. Ότι τόσο καλές ερωτήσεις και με τόσο καλό τρόπο, που να κρατάει ήρεμο τον κακοποιό, δεν θα μπορούσαν να κάνουν ούτε οι αστυνομικοί.» 
 
Αφοπλιστικός, άλλωστε, είναι και ο ίδιος ο δημοσιογράφος:
 
«Δεν είμαι ειδικός σε τέτοια ζητήματα, για αυτό δεν ξέρω, δεν ήξερα εκείνο το βράδυ, αν αυτό που έκανα είναι σωστό ή λάθος, όμως πίστευα πως η αστυνομία δεν μπορούσε να χειριστεί την κατάσταση. Δεν είχαν διαπραγματευτή, κάποιον που θα μπορούσε να κατανοήσει τη γλώσσα του Ματέι, να μιλήσει στην ψυχή του».
 
Και πράγματι, ακόμη και αυτή η αδιανόητη εξέλιξη μιας υπόθεσης ομηρείας – με διαπραγματευτή ένα δημοσιογράφο και μάρτυρες ολόκληρο το τηλεοπτικό κοινό – δεν υπήρξε τόσο καθοριστική για την τραγική κατάληξή της, όσο τα συνεχή λάθη της ηγεσίας της ΕΛΑΣ.
 
Ένα από αυτά, ενδεικτικό της απόλυτης άγνοιας και αφέλειας όσων λάμβαναν εκείνες τις κρίσιμες αποφάσεις, ήταν να απαντήσουν στο αίτημα του Ματέι για αμφεταμίνες – καθώς βρισκόταν υπό την επήρεια ηρωίνης και φοβόταν πως μπορούσε να αποκοιμηθεί με μία απασφαλισμένη χειροβομβίδα στο χέρι – με υπνωτικά χάπια. Ο Σορίν Ματέι το κατάλαβε, επήλθε ρήξη και η διαπραγμάτευση συνεχίστηκε πλέον αποκλειστικά μέσω τηλεφώνου. Αν δεν το είχε καταλάβει, πιθανότατα θα μετρούσαμε ακόμη περισσότερους νεκρούς.
 
Το πλέον τραγικό σφάλμα, ωστόσο, ανήκει στον τότε αρχηγό της ΕΛΑΣ, Αθανάσιο Βασιλόπουλο. Ο Βασιλόπουλος βασισμένος στα λόγια της φίλης του Ματέι – η οποία επίσης βρισκόταν υπό την επήρεια ηρωίνης – θεώρησε πως η χειροβομβίδα του Ματέι ήταν ψεύτικη. Και διέταξε την εισβολή της αστυνομίας. 
 
Λίγο μετά τις 11, οπότε ο Ματέι απελευθερώνει και δεύτερο όμηρο, την Σουλτάνα Γκινάκη (είχε προηγηθεί ο γιος της), ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας, καθοδηγούμενες από τον ίδιο τον Βασιλόπουλο, εισβάλλουν στο διαμέρισμα, αφού πρώτα διατάξουν τις κάμερες να σταματήσουν να «δίνουν» εικόνα.
 
Η τηλεφωνική συνομιλία και η«ζωντανή» σύνδεση κόβεται μόνο για να γίνει η εισβολή. Λίγο μετά, το ΣΚΑΙ μεταδίδει ξανά ήχο μέσα από το διαμέρισμα.
 
Η αναμετάδοση θα ολοκληρωθεί με τη χειροβομβίδα να εκρήγνυται. Μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες το κοινό παρακολουθεί κόσμο να τρέχει και να φωνάζει, ασθενοφόρα και περιπολικά.

O Αθανάσιος Βασιλόπουλος αμέσως μετά την έκρηξη της χειροβομβίδας. Υπήρξε ένας από τους ελαφρότερα τραυματισμένους.
Τελευταίος θα βγει από το διαμέρισμα ο Σορίν Ματέι. Έχει τραυματιστεί, αλλά βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Επιτέλους, τον είχαν συλλάβει ζωντανό. 
 
«Την επόμενη μέρα πήγαμε πια να τον δούμε, όταν οδηγήθηκε στο Γενικό Κρατικό Νικαίας. Εκεί τον είχαν σε ένα δωμάτιο, ξαπλωμένο ανάσκελα σε βαθιά καταστολή, με χειροπέδες αλυσοδεμένο, και οι αστυνομικοί γύρω γύρω γελούσαν και κάπνιζαν», αναφέρει η Ελίζα Βόζενμπεργκ, δικηγόρος της μητέρας του Ματέι.
 
Δυο μέρες μετά βρέθηκε νεκρός από ασφυξία, προκαλούμενη από εισρόφηση. Η δόση του φαρμάκου που του είχε χορηγηθεί στο νοσοκομείο δεν ήταν δόση ανθρώπου, αλλά ελέφαντα, αναφέρει ο Γ. Κούτρας, ανειδίκευτος γιατρός που ανέλαβε το νοσοκομείο των φυλακών τη μέρα του θανάτου του Σορίν Ματέι.
 
«Δύσκολα θα πει κάποιος ότι τον ήθελαν νεκρό, σίγουρα όμως χαροποίησε πολλούς το ότι πέθανε», θα δηλώσει στο ντοκιμαντέρ του BBC ο Γιώργος Κούτρας, μειδιώντας όλο υπονοούμενα.
 
17 μέρες μετά το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου η Αμαλία Γκινάκη κατέληξε.
 
Η οικογένεια της θα μιλήσει με οργή, όχι για τον Σορίν Ματέι, αλλά για τον Βασιλόπουλο: «Είσαι ένα παλιοτόμαρο και τίποτα άλλο», θα φωνάξει, μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, συγγενής της Αμαλίας.
 
Ο Βασιλόπουλος παραιτήθηκε την επόμενη ημέρα και τέθηκε σε διαθεσιμότητα για ένα χρόνο με την αιτιολογία της ακούσιας ανθρωποκτονίας λόγω αμέλειας. Άσκησε έφεση ενάντια στην απόφαση και τον Απρίλιο του 2005 αθωώθηκε.
 
Κανείς δεν τιμωρήθηκε για τις δολοφονίες των δύο νέων.
 
«Κερδίσαμε τηλεθεατές που έμειναν μαζί μας, δηλαδή πρέπει το 80% των κατόχων τηλεόρασης στην Ελλάδα να μπήκαν στο ΣΚΑΙ και να παρακολούθησαν από λίγο έως περισσότερο. Ήταν από τις μεγαλύτερες τηλεθεάσεις που σημειώθηκαν ποτέ στην Ελλάδα.», θα σημειώσει ο Σταμάτης Μαλέλης.