Υπάρχουν ορισμένα ρητά τα οποία περιγράφουν έξοχα τη ζωή στη σουρεαλιστική μας χώρα.

Το «Ποιός κυβερνάει αυτόν τον τόπο;» του Καραμανλή, για παράδειγμα, ισχύει διαχρονικά σε ένα κράτος που άλλοτε το κυβερνάει το παρακράτος και άλλοτε η εκάστοτε «τρόικα». Αντίστοιχα, το τσαρούχειον «Στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι» ταιριάζει γάντι στη χώρα που ο Σταύρος Θεοδωράκης εκλαμβάνεται ως πολιτικός και ο Σάκης Ρουβάς ως ηθοποιός.

Με αφορμή τις πρώτες εβδομάδες της κυβέρνησης γενικά, και των διαπραγματεύσεων του Βαρουφάκη ειδικά, θα ήθελα να προτείνω άλλο ένα, δικό μου, ρητό:

«Στην Ελλάδα, ό,τι και αν κάνεις, ποτέ δεν θα τους ευχαριστήσεις όλους».

Πιο πιθανό μάλιστα να σε κριτικάρουν από δυο αντίθετες σκοπιές ταυτόχρονα. Άλλοι γιατί δεν κάνεις «κωλοτούμπα» και άλλοι γιατί κάνεις. Άλλοι γιατί επιδιώκεις τη ρήξη και άλλοι γιατί είσαι υπερβολικά διαλλακτικός.

Και αυτές είναι οι ελαφρές περιπτώσεις.

Οι βαρύτερες θα σε επικρίνουν ως δεξιοί επειδή φέρνεις τον κομμουνισμόν και θα μας κάνεις Βόρεια Κορέα και ως αριστεροί επειδή δεν έφερες την αταξική κοινωνία και δεν κατήργησες την μισθωτή σκλαβιά.

Αυτό που δύσκολα θα συναντήσεις είναι μια συγκροτημένη κριτική που να λαμβάνει υπόψη της τη συγκυρία, τις δυνατότητες της χώρας και της εποχής, αλλά και το είδος της εντολής που έλαβε η κυβέρνηση.

Το ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίστηκε από αλαλάζοντες κομμουνιστές που απαιτούν να ξεκινήσει η κόκκινη επανάσταση από χθες (όσοι μας βρίσκονται ψήφισαν μάλλον ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά κυρίως από αμήχανους ψηφοφόρους που έως εχθές ανήκαν σε άλλα κόμματα, και επιθυμούσαν πρωτίστως να φύγει η νεοφιλελεύθερη λέρα, να πάρουν μια ανάσα από όσα αυτή είχε επιβάλλει και να ξαναποκτήσουν μια αίσθηση υπερηφάνειας.

Με αυτό το δεδομένο (και όχι με βάση τι θα θέλαμε εγώ ή εσύ ως μειονότητα μαρξισταί/φρικιά/ανάρχες/βασιλοχουντικοί  κλπ), η νέα κυβέρνηση τα έχει καταφέρει αρκετά καλά ― και ας μην έχει κατακτήσει και παγιώσει τίποτα συγκεκριμένο ακόμα.

Η Ελλάδα από ανύπαρκτος καρπαζοεισπράκτορας ξαναμπήκε στην παγκόσμια διπλωματία ως παίκτης που παίρνει μια κάποια πρωτοβουλία. Και ταυτόχρονα ως σύμβολο μιας αλλαγής στην Ευρώπη και μιας αντίδρασης στο νεοφιλελευθερισμό ― με την ίδια έννοια που παλιότερα υπήρξαν σύμβολο η Βενεζουέλα, η Κούβα, κλπ.

Στα σύμβολα, σημειωτέον, δεν έχει σημασία η υλική τους βάση (αν πρόκειται για «ουσιαστική αντίδραση» κλπ) αλλά ο συμβολικός τους ρόλος, ο οποίος συχνά τα ξεπερνάει και μπορεί να απελευθερώσει δυνάμεις πέρα από τον έλεγχο οποιουδήποτε.

Σε ένα τέτοιο σύμβολο αναδείχθηκε ο Γιάνης Βαρουφάκης αυτές τις ημέρες.

Ήδη η απαντησή του στον Ντάισελμπλουμ διέλυσε ως κακό όνειρο πέντε χρόνια κατά τα οποία η Ελλάδα αναγνώριζε εξωθεσμικές οντότητες όπως η Τρόικα ως τοποτηρητές και γκάουλάιτερ.

Όσοι καταγγέλουν τη ρήξη ως «απλά για το θεαθήναι» θα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί τόσα χρόνια δεν τολμήσαν (ή δεν θέλησαν) οι κυβερνώντες να αντιπαρατεθούν ― έστω για το θεαθήναι.

Θα πρέπει επίσης να σκεφτούν τι είδους δυνάμεις απελευθερώνει μια τέτοια ρήξη στο συνειδησιακό ενός λαού, στον οποίο μέχρι χθες (και πολλοί ακόμη σήμερα) έλεγαν ότι πρέπει να σκύβει το κεφάλι στα πάντα και πως «οι μαγκιές πληρώνονται» ― εν ολίγοις το διαχρονικό «Βασίλε κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης».

Ως προς το τελευταίο, μια γύρα στα social media θα δώσει την απάντηση. Ο Βαρουφάκης άναψε μια ελπίδα που είχε να φανεί χρόνια, και ταυτόχρονα έδωσε μια υπερηφάνεια και μια χαρά που εκφράστηκε από memes μέχρι αστεία με τον Τσακ Νόρις και που χαιρετίστηκε από αριστερούς και κεντρώους έως δεξιούς με την περικεφαλαία του Λεωνίδα ως άβαταρ (πλην Ελβετόψυχων φιλελέδων ασφαλώς).

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο Βαρουφάκης πέτυχε το αδιανόητο: να κάνει όχι απλά συμπαθή αλλά δημοφιλή,τη θέση του Υπουργού Οικονομικών. Μια θέση εξ ορισμού αντιπαθητική, στην οποία έως τώρα διέπρεψαν λογιστές, οσφυοκάμπτες και άνθρωποι των τραπεζών σε ειδική αποστολή.

Έκανε ποτέ κανέναν υπερήφανο ο Παπακωνσταντίνου; Έστω συγγενή του;

Από το πόστο του Υπουργού είδαμε να περνάνε άνθρωποι των τραπεζών, μετανοημένοι Κνίτες και αμετανόητοι ΟΝΝΕΔίτες, άνθρωποι ειδικών αποστολών, κομματάνθρωποι που μύριζαν επαρχιωτισμό και συντηρητισμό και δήθεν ευπατρίδες με το χέρι στην κουτάλα.

Και τώρα, για πρώτη φορά, εμφανίστηκε κάποιος που ήρθε απέξω (χωρίς συμμετοχή στο πλιάτσικο της μεταπολίτευσης), γνώστης του αντικειμένου σε επίπεδο «θεωρίας παιχνιδιού» και όχι απλά ως τραπεζικός υπαλληλάκος, και μάλιστα με έρευνα σε τομείς νεοπαγείς όπως η virtual οικονομία στα πλαίσια παιχνιδιών υπολογιστών. Κάποιος που ακόμα και ο ξένος τύπος, από το Economist έως τους Financial Times και το Bloomberg, του αφιερώνει διθυραμβικά προφίλ (που όχι, δεν είναι το ίδιο με το βραβείο «πολιτικού της χρονιάς» που πήρε ο Σαμαράς από την Γερμανική εφημερίδα Handelsblatt).

Αυτό δεν σημαίνει ότι βλέπω την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώκει κάτι διαφορετικό από ένα (μεγαλύτερο ή μικρότερο) συμβιβασμό. Αλλά από την άλλη δεν θεωρώ ότι οι προσωπικές μου προτιμήσεις (έξοδος από την Ε.Ε. και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μαζί με πολύ ευρύτερα κοινωνικά και αμεσοδημοκρατικά πειράματα) είναι το ύστατο κριτήριο των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών σε μια (έστω αστική) δημοκρατία.

Ο Βαρουφάκης έχει ήδη περιγράψει προεκλογικά το είδος της λύσης που θα επεδίωκε (έναν σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό, ο οποίος στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης επέλασης των τελευταίων ετών και της πουριτανικής στάσης της Γερμανίας μοιάζει σχεδόν επαναστατικός),  ψηφίστηκε για αυτόν, και αυτόν φαίνεται να ακολουθεί και τώρα.

Το πόσο ισχυρή θα είναι η αντιπαράθεση θα το κρίνει η θέληση του κόσμου, με ή χωρίς εκλογές. Και ο κόσμος έχει να δείξει σημάδια μαχητικότητας από τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα (και πάντως το 41% που συγκέντρωσαν ΝΔ, Ποτάμι και τα δυο ΠΑΣΟΚ στις εκλογές δεν δείχνει μαζική διάθεση ρήξης). 

Η ρήξη άλλωστε περνάει μέσα από την αποδοχή των όποιων κινδύνων.

Το να καταγγέλεις την κωλοτούμπα ζητώντας «πλήρες κούρεμα του χρέους ΤΩΡΑ» ενώ ταυτόχρονα απαιτείς π.χ. «βασικό μισθό στα €1400», δεν είναι σημάδι επαναστατικότητας, αλλά σημάδι ότι δεν προτίθεσαι να θυσιάσεις το ο,τιδήποτε και περιμένεις την επανάσταση να σου έρθει στον καναπέ. Μόνο το «πλήρες κούρεμα του χρέους και ας τρώμε πέτρες» είναι συνεπές ― αλλά αυτό φυσικά δεν το λένε παρά ελάχιστοι.

Τους πολλούς, λοιπόν, που ζητάνε μάλλον ένα ημι-κούρεμα, εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πάντα η πιθανότητα να το γυρίσει στην ίδια ακριβώς οικονομική πολιτική των χρόνων του Μνημονίου.

Η σημερινή συνάντηση με τον Σόιμπλε πάντως έδειξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένος να κάνει την κωλοτούμπα ακόμα. Και το καρφί του Βαρουφάκη για την ευθύνη της Γερμανίας σχετικά με τη Siemens είναι κάτι ακόμα αδιανόητο για τους αντιπροσώπους μας (τους έρημους και απρόσωπους) των Μνημονιακών κυβερνήσεων.

Οψόμεθα.