
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εισήγηση στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Εργαστήριο Συγκρουσιακής Πολιτικής με αφορμή τα ογδόντα χρόνια από τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου, στο χώρο που πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη.
του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη*
Βρείτε εδώ το πλήρες βίντεο της εκδήλωσης: https://shorturl.at/8BOV5
Ευχαριστώντας για την παρουσία σας, ξεκινώ αναφέροντας ένα-δυο στοιχεία για την ταυτότητα του φορέα-διοργανωτή της εκδήλωσης, του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, συναφώς και του ερευνητικού πεδίου που θεραπεύει. Όπως ίσως θα ξέρετε, το Εργαστήριό μας μελετά συλλογικές δράσεις και κοινωνικά κινήματα. Διερευνά, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά και τις αιτιότητες που τα διέπουν, τις δυναμικές που αναπτύσσουν και την επίδραση που ασκούν, καθώς και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στον παρόντα χρόνο. Και θέλω εδώ να τονίσω ότι όλα αυτά τα προσεγγίζουμε μέσα από ένα πρίσμα επιστημονικό –που αμέσως, βέβαια, παραπέμπει και στο κρίσιμο ερώτημα τι ακριβώς θα πει «επιστημονικό»;
Στέκομαι σ’ αυτό διότι, όταν λέμε «επιστημονικό», αυτό που συνήθως –αν όχι κατά κανόνα– εννοούμε είναι το αξιακά εκκενωμένο. Πρόκειται για λάθος! Διότι «επιστημονικό» θα πει –πρώτα και κύρια– επιχειρησιακά εύρωστο (κάτι που δίνει δόκιμες απαντήσεις στο ερώτημα: πώς θα υλοποιήσω αυτό που θέλω –και που για να το επιτύχω, δεν πρέπει να αφήνω τις αξιακές μου επιλογές να παρεμβαίνουν στην αποτίμηση των εμπειρικών μου ευρημάτων –που είναι και το περιεχόμενο αυτού που λέμε αξιακή αμεροληψία. Αξιακή αμεροληψία, λοιπόν, δεν θα πει ότι δεν έχω αξίες (αυτό απλώς δεν γίνεται, δεν γίνεται ούτε από το ΑΙ…)· θα πει ότι δεν τις αφήνω να χειραγωγούν τον τρόπο με τον οποίο αξιολογώ τα ευρήματά μου.
Αναφέρω την κρίσιμη αυτή διάσταση με κάθε ευκαιρία που μου δίνεται (συστηματικά και στους φοιτητές και τις φοιτήτριές μου) –και για να την εξηγήσω δίνω συνήθως το παράδειγμα της ιατρικής: κανείς γιατρός δεν κρύβει τις αξίες του –την επιδίωξη της εξάλειψης των ασθενειών. Αν όμως οι γιατροί δεν αξιολογήσουν αμερόληπτα τα ερευνητικά τους ευρήματα (αν κάνουν το λάθος να αποδώσουν σε μιαν ουσία θεραπευτικές ιδιότητες που δεν έχει, μόνο και μόνο επειδή –αξιακά ορμώμενοι– θα ήθελαν να τις έχει), τότε τα αποτελέσματα θα είναι μοιραία….
Στη βάση αυτής της διαπίστωσης κινούμαστε και εμείς στο Εργαστήριό μας. Καταρχάς δεν κρύβουμε τις αξίες μας. Όχι μόνο δεν τις κρύβουμε, αλλά και επιτακτικά τις προβάλλουμε: ότι ενδιαφερόμαστε για την ευόδωση των στόχων που θέτουν τα κοινωνικά κινήματα (παρατεταμένες συλλογικές δράσεις που αποσκοπούν στην ενδυνάμωση των υποτελών, με ορίζοντα την δυνάμει ολοσχερή κατάλυση των σχέσεων της υποτέλειας). Όπως μόλις έλεγα, όμως, δεν αφήνουμε αυτήν την αξιακή επιδίωξη να χειραγωγεί τα εμπειρικά μας ευρήματα. Στο μέτρο του δυνατού, προσπαθούμε να αποδίδουμε ό,τι ακριβώς βλέπουμε, χωρίς –λόγω των αξιών μας– να το παραποιούμε.
Ίσως, βέβαια, να έχετε ήδη αναρωτηθεί, τι σχέση έχουν όλα αυτά με το περιεχόμενο της σημερινής μας εκδήλωσης. Απαντώ λέγοντας ότι η σχέση είναι τεράστια! Διότι η Βάρκιζα (κι αυτό το ερωτηματικό στο τέλος του τίτλου μας –το Βάρκιζα τέλος;) παραπέμπει σε ένα τεράστιο καθήκον με το οποίο επιφορτίζονται στον παρόντα χρόνο οι ενσυνείδητες κοινωνικές επιστήμες –ένα καθήκον που συμπυκνώνει και απηχεί το βασικό λόγο της ύπαρξής τους: την κοινωνική αυτογνωσία και τον προβληματισμό αναφορικά με το πού βρισκόμαστε ως κοινωνίες και το ποια κατεύθυνση έχουμε.
Αυτό με πάει –επιτέλους– και στο κυρίως περιεχόμενο του θέματός μας, που το κάνω με ιδιαίτερη σεμνότητα, καθώς στο ακροατήριο έχουμε εκλεκτές και εκλεκτούς συναδέλφους ερευνητές, που η δουλειά τους αποτελεί για μας διαρκή πηγή έμπνευσης.
Ξεκινώ λέγοντας –πριν από καθετί άλλο– ότι η Βάρκιζα συνιστά μια κομβική, μια τεράστια ήττα ενός –χωρίς καμιά υπερβολή– μεγαλειώδους κοινωνικού κινήματος που την υφή και τις καταβολές της μάς εναπόκειται επειγόντως να διερευνήσουμε, όχι γενικά κι αφηρημένα, αλλά για να μπορέσουμε και να αποφύγουμε επανάληψή της. Για εμάς στο Εργαστήριο Συγκρουσιακής Πολιτικής, αυτό είναι το μείζον επιστημονικό μας καθήκον.
Λέμε συχνά –και είναι κατά βάση σωστό– πως τίποτα δεν πάει χαμένο, πως καμιά ήττα δεν είναι ποτέ οριστική, και πως ο αγώνας συνεχίζεται! Αυτό πράγματι ισχύει –ισχύει, όμως, με την προϋπόθεση ότι τις ήττες τις καταγράφουμε ως τέτοιες (ως ήττες), ώστε να μαθαίνουμε απ’ αυτές για να μην τις επαναλαμβάνουμε. Αν δεν το κάνουμε, το «τίποτα δεν πάει χαμένο» μετατρέπεται αναπόδραστα σε κάτι άλλο, στο «παρηγοριά στον άρρωστο…» και στην ποίηση της αέναης ήττας που νομίζω ότι πρέπει με κάθε τρόπο να το αποφύγουμε.
Όλα αυτά ήδη μας παραπέμπουν σε μια σειρά από κρίσιμα θεωρητικά αιτούμενα, που σ’ αυτά θέλω να στρέψω την προσοχή μας. Επιτρέψτε μου να τα κατονομάσω εν τάχει –σε τίτλους– κι ύστερα να πω λίγα λόγια για το καθένα. Τρία είναι (τουλάχιστον) αυτά στα οποία θα αναφερθώ.
Το πρώτο αφορά το υπό ποια έννοια και γιατί ήταν το κίνημα της αντίστασης μεγαλειώδες; Τι ιδιαίτερο, δηλαδή, διακρίνει το πεδίο μας στις δράσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Το δεύτερο, που άπτεται άμεσα και στο ζήτημα της κινηματικής αιτιότητας, αφορά την επίδραση του ούτω αποκαλούμενου «αντικειμενικού περιβάλλοντος», την διαρκώς αρνητική του υφή του οποίου τείνουμε –ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια– να επικαλούμαστε ως επεξηγηματικό παράγοντα κινηματικής αποτυχίας (αυτό που κάθε τόσο λέμε, ως παρηγορητικό συγχωροχάρτι: ότι οι «συνθήκες ήταν δυσμενείς», άρα γι’ αυτό το κίνημα που κάθε φορά εξετάζουμε δεν πέτυχε τους στόχους του…)
Τέλος, το τρίτο αφορά τον μείζονα ρόλο που διαδραματίζει η πολιτική –το πολιτικό, δηλαδή, περιεχόμενο του μηνύματος που εκπέμπουν κρίσιμοι πολιτικοί δρώντες, στη βάση του οποίου γίνεται και η εκάστοτε ερμηνεία της πραγματικότητας… Ας ξεκινήσω από το πρώτο, που είναι και το πιο απλό…
Ι
Γιατί λοιπόν το κίνημα της Αντίστασης ήταν μεγαλειώδες; Όλες και όλοι έχουμε την προφανή απάντηση: ότι δύσκολα βρίσκει κανείς στην κατεχόμενη από Ευρώπη παρόμοιας εμβέλειας δράσεις. Όμως αυτό που εδώ θέλω να αναδείξω αφορά τις μορφές διεκδίκησης που υιοθετήθηκαν: αυτό που στο πεδίο μας αποκαλούμε ρεπερτόρια δράσης («ρεπερτόρια» κατά το ότι έχουν πυκνό συμβολισμό, και είναι ως εκ τούτου άμεσα αναγνωρίσιμα και επαναλαμβανόμενα).
Δεσπόζει εδώ, βέβαια, το ένοπλο –ο ΕΛΑΣ – που κυρίως (αν και όχι αποκλειστικά) αναπτύχθηκε στην ύπαιθρο. Και δεν θα πάρω επ’ αυτού περισσότερο χρόνο –αν και ίσως θα έπρεπε υπό το φως όσων τον τελευταίο καιρό διακινούνται: λ.χ., αυτού του εξωφρενικού ότι τα Δεκεμβριανά δεν ήταν παρά μια «απόπειρα πραξικοπήματος των κομμουνιστών»: μια κυριολεκτικά απίστευτη παραχάραξη δεδομένων χωρίς καν το φύλο συκής της «αξιακής αμεροληψίας». Έχει όμως στις περιστάσεις σημασία είναι να πει κανείς μια-δυο κουβέντες για όσους συγκροτούν το παραπάνω αφήγημα, κουνώντας μας μάλιστα το δάχτυλο, απηχώντας τους διαβόητους «μένουμε Ευρώπη»… Να αναφερθούμε, δηλαδή εν τάχει, στο τι έκανε στην Κατοχή ο μεγάλος όγκος των πολιτικών τους προγόνων. Έκανε, λοιπόν, δυο πράγματα: είτε εγκατέλειψε τον αγώνα (φεύγοντας άρον-άρον στο Κάιρο μαζί με τον βασιλιά, ως μια ανεπαίσθητη φούσκα υπό την προστασία των Άγγλων), είτε έμεινε στη χώρα –ως επί το πλείστον συνεργαζόμενος με τους Ναζί –κάνοντας δουλειές μαζί τους και πλουτίζοντας. Είναι βέβαια πράγματα γνωστά αυτά, είναι όμως σημαντικό να γίνουν κι άλλο ακόμη γνωστότερα…
Στον ακριβή τους αντίποδα, το κίνημα που οργάνωσε και κατεύθυνε το ΕΑΜ ανέπτυξε υποδειγματικές μορφές δράσης, τόσο αυτές που αποκαλούμε «παραδοσιακές» (πορείες, συλλαλητήρια, και πράγματι ηρωικές απεργίες), όσο και μια μορφή που είδαμε να επανακάμπτει στα χρόνια της κρίσης: τα μαζικά εγχειρήματα αλληλεγγύης –με επιτομή τους την Εθνική Αλληλεγγύη ενάντια στο λιμό.
Στη Συγκρουσιακή Πολιτική το θέμα μάς έχει απασχολήσει –με μείζον προσώρας πόρισμα ότι στο εσωτερικό τέτοιων εγχειρημάτων συνυπάρχουν δυο ποιοτικώς διαφορετικά είδη που πρέπει να τα διαχωρίζουμε: (α) δράσεις κατά βάση φιλανθρωπικές που αποσκοπούν στην υποκατάσταση των διεκδικητικών κινημάτων (αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ΜΚΟποίηση), αλλά –αντίθετα– και (β) δράσεις που, αρνούμενες να φυσικοποιήσουν την κοινωνική καταβαράθρωση, λειτουργούν ως κινηματικό εφαλτήριο. Η περίπτωση της Εθνικής Αλληλεγγύης ήταν μια τέτοια περίπτωση που πρέπει περαιτέρω να μας απασχολήσει ερευνητικά, που πρέπει ακόμη περισσότερο να διερευνήσουμε. Διότι η Αλληλεγγύη ανακούφιζε, πάντα επικαλούμενη τα όριά της, πάντα αναδεικνύοντας τις αιτίες της λαϊκής δυστυχίας, και πάντα εμψυχώνοντας για αγώνα ενάντια στις πηγές αυτής της δυστυχίας.
Δεν πρέπει, τέλος, να παραλείψουμε μιαν αναφορά και σε κάτι που στις μέρες μας μπορεί και να φαντάζει –όπως λέμε– «οραματικό»: την κινηματική θέσμιση, με συνελευσιακές δομές που στη θέασή τους αναλογιζόμαστε την προοπτική μιας νέας αντίληψης για την εξουσία. Και αναφέρομαι, βέβαια, στις διαδικασίες που οδήγησαν στην ΠΕΕΑ, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (τη λεγόμενη «Κυβέρνηση του Βουνού») που, έχοντας αναδειχθεί από τη συμμετοχή άνω του ενάμιση εκατομμυρίου συμπολιτών –συμπεριλαμβανομένων, για πρώτη φορά, και των γυναικών– συγκροτήθηκε τον Μάρτιο του 1944.
ΙΙ
Επιτρέψτε μου, όμως, να έρθω τώρα στο δεύτερο σκέλος της τοποθέτησής μου, στον αιτιώδη ρόλο που διαδραματίζει το λεγόμενο «πολιτικό περιβάλλον».
Στο πεδίο μας η συζήτηση είναι μακρά, όμως τα τελευταία χρόνια τείνει να δεσπόζει η άποψη ότι η εκδήλωση και ανάπτυξη των κινημάτων ευνοείται από ευμενείς περιστάσεις (αυτό που αποκαλούμε «πολιτικές ευκαιρίες»). Στην προέκταση μάλιστα αυτού του σκεπτικού (και για να το συνδέσω λίγο με το πολύ πρόσφατο παρελθόν), η επίκληση της λεγόμενης «αρνητικής –διεθνούς– συγκυρίας» χρησιμοποιήθηκε (και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται) για να εξηγηθούν λογιών-λογιών υπαναχωρήσεις και υποταγές.
Οι δράσεις λοιπόν του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ακυρώνουν αυτήν τη μονοσήμαντη οπτική ρητά και κατά μέτωπον, αναδεικνύοντας μια πρόδηλη –πλην υποτιμημένη– αρχή: ότι οι πραγματικά μετασχηματιστικοί αγώνες πάντα αναλαμβάνονται σε περιβάλλον –τίποτα λιγότερο από– εχθρικό. Έχουν, ως εκ τούτου την ευθύνη της στρατηγικής και τακτικής προετοιμασίας για τη ρήξη –διότι καμιά φαύλη εξουσία, ό,τι κι αν επικοινωνιακά διατείνεται, δεν θα παραχωρήσει χωρίς λυσσώδη αντίδραση τα προνόμιά της. Αυτό το έδειξαν περίτρανα οι δράσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και μας εναπόκειται να το σκεφτούμε και να το αξιοποιήσουμε –όχι μόνο για την αποτίμηση του παρελθόντος αλλά και για την προετοιμασία του μέλλοντος.
Όμως, ήδη, ή διαπίστωση αυτή μας παραπέμπει και σε μιαν ακόμη κρίσιμη διάσταση του σύμπαντος που εξετάζουμε: στο γεγονός ότι η περιώνυμη αυτή πραγματικότητα δε μιλά ποτέ από μόνη της. «Αντικειμενική πραγματικότητα» πάντοτε βέβαια υφίσταται. Όμως η τρόπος με τον οποίο επιδρά και λειτουργεί ως αιτιώδης παράγοντας για τις εξελίξεις, πάντοτε φιλτράρεται (όπως λέω, «δια-μεσολαβείται») από τον πολιτικό λόγο που εκπέμπουν οι εκάστοτε δρώντες: (εξαρτάται, για να το πω απλά, από το αν οι δρώντες αυτοί θα αποδώσουν το ποτήρι ως μισογεμάτο ή ως μισοάδειο.) Άρα καθήκον μας –ως ερευνητών– είναι να δούμε με λεπτομέρεια και επισταμένα αυτόν τον εκπεμπόμενο πολιτικό λόγο, τις στρατηγικές και τακτικές του όψεις: και να το εξετάσουμε αλλά και να τον αποτιμήσουμε, να τον αξιολογήσουμε.
Για το ρόλο αυτού του πολιτικού λόγου θα μιλήσω αμέσως μετά καταλήγοντας, όμως εδώ θέλω να κάνω μια σύντομη αναφορά στις περιστάσεις της Συμφωνίας που έγινε στο χώρο που μας φιλοξενεί –και που, ως πρότινος τουλάχιστον, έτεινε να παρουσιάζεται ως «αναγκαία προσαρμογή» στους αρνητικούς συσχετισμούς που είχαν επέλθει μετά τη Μάχη της Αθήνας.
Όμως, απερίφραστα, αυτό δεν ισχύει. Διότι ακόμη και μετά τη Μάχη της Αθήνας που, όλες και όλοι ξέρουμε πια, ότι διεξήχθη ελλιπέστατα, ως και σαν να προετοίμαζε την ήττα (ειδικά μετά την απρόσκοπτη έλευση 75.000 Βρετανών στρατιωτών στις 11 Δεκεμβρίου του ’44), ο ΕΛΑΣ παρέμενε άθικτος, εξακολουθώντας να ελέγχει το σύνολο σχεδόν της χώρας.
Άρα οι περιστάσεις –παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα– εξακολουθούσαν να είναι ευνοϊκές. Άρα η επαχθής Συμφωνία που σηματοδότησε και την οριστική παράδοση του αντιστασιακού κινήματος στις βλέψεις μιας αδηφάγου ολιγαρχίας (εθνικής και διεθνούς) παραμένει αίνιγμα που δεν μπορεί να εξηγηθεί ειμή μόνον αν εξετάσουμε προσεκτικά –sine ira et studio (όχι μόνο χωρίς πάθος αλλά και χωρίς φόβο)– την πολιτική του κρίσιμου πολιτικού φορέα της εποχής, την πολιτική του ΚΚΕ.
ΙΙΙ
Για να προτάξω στοιχεία του συμπεράσματός μου, να πω πως η Βάρκιζα δεν μπορεί να ερμηνευθεί χωρίς –εν πρώτοις– να ληφθούν υπόψη οι πρότερες συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας (η πρώτη το Μάρτιο, η δεύτερη το Σεπτέμβριο του 1944).
Για το λόγο αυτό, έχει νόημα να αφήσουμε να μας διηγηθεί την ιστορία ένα σημαίνον πρόσωπο των νικητών, ο ίδιος ο πρωθυπουργός των Δεκεμβριανών, ο Γεώργιος Παπανδρέου (που το κάνει μάλιστα και με αξιοπρόσεκτη ταξική ενσυνειδησία). Έλεγε, λοιπόν, ο Γεώργιος Παπανδρέου –όχι άμεσα, αλλά την 1η Μαρτίου 1948
Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος [η Μάχη της Αθήνας] ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του υψίστου»[sic]. Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει [εννοεί ως εξόριστη κυβέρνηση] εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. Και δια να γίνη η Στάσις –«το δώρον του Υψίστου»– έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.[ Παρατίθεται στο Νίκος Παπαγεωργάκης, «Η Συμφωνία της Καζέρτας», ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 5, Σεπτέμβρης – Οκτώβρης 2005 –https://www.komep.gr/m-article/95a43a81-ff2d-11e9-95d7-3ed1504937da/ [τελευταία πρόσβαση: 10 Φεβρουαρίου 2025] –έμφαση δική μου.]
Με δεδομένο ότι όλη αυτή η αλληλουχία που παραθέτει ο Παπανδρέου ήταν –από πολλού– ορατή δια γυμνού οφθαλμού (όσο πολιτικά «αφελής» και αν ήταν κανείς), προκύπτει ξεκάθαρα ότι η Βάρκιζα ήρθε ως αποτέλεσμα όχι κάποιας πρότερης γενικευμένης ήττας ή αντικειμενικής δυσχέρειας, αλλά ως αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής του ΚΚΕ –μιας πολιτικής επιλογής υποχωρητικότητας που δεν ήταν απόρροια της ατομικής ανεπάρκειας κάποιων ηγετικών στελεχών (όπως κι αυτό έχει τελευταία υποστηριχθεί), αλλά το προϊόν αλλά μιας συνολικής οπτικής που –ήδη από τα μέσα του Μεσοπολέμου τα Κομμουνιστικά Κόμματα απανταχού της γης προωθούσαν: τη λογική του ταξικού συνεργατισμού –μιας εκδοχής της σταλινικής θεωρίας των σταδίων– σύμφωνα με την οποία κάθε κίνημα και κάθε μετασχηματιστικό διάβημα όφειλε να περιορίσει τις διεκδικήσεις του στο συστημικό πλαίσιο.
Και εντυπωσιάζει επ’ αυτού μια τοποθέτηση του γραμματέα του ΚΚΕ Γιώργη Σιάντου στην 44η Συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, στις 27 Ιουλίου του 1944, σε συζήτηση σχετική με τις διαπραγματεύσεις στο Λίβανο και το ενδεχόμενο συμμετοχής της ΠΕΕΑ στην κυβέρνηση Παπανδρέου:
Στην Ελλάδα –έλεγε– δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μας πει … κάνετε σοσιαλισμό [sic] (…) Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, αλλαγές της κατάστασης (…). Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη…[ Αρχείο της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α) – Πρακτικά Συνεδριάσεων, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1990, σσ. 156-157 –έμφαση δική μου.]
Και βέβαια αυτό –να επαναλάβω– δεν ήταν μια προσωπική αστοχία Σιάντου και συνεργατών (και ο Ζαχαριάδης άλλωστε, μετά την επιστροφή του, στη Συμφωνία της Βάρκιζας ολόθερμα υποστήριζε): ήταν ένα ολόκληρο –αρκούντως συνεκτικό– σκεπτικό, όπως φαίνεται και από την απόφαση του 7ου Συνεδρίου του ΚΚΕ τον Οκτώβριο του 1945, όπου λέχθηκε ότι όλη αυτή η στάση
δεν ήταν λάθος, γιατί ήταν μέσα στην πολιτική μας της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης των εσωτερικών ζητημάτων.[ ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τμ. 6, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1987, σσ. 411-412.]
Αυτή ήταν η προσέγγιση που εξηγεί και όλη τη μακρά σειρά υποχωρήσεων που έκανε το ΚΚΕ, και που οδήγησαν στην ήττα όσα και αν «αντιφασιστικά» φτιασιδώματα της αποδοθούν στον ύστερο χρόνο.
Γεγονότα, αίφνης, όπως ο ίδιος ο Λίβανος: τίνι αντιφασιστικώ τρόπω έπρεπε, δηλαδή, να πάει το ΕΑΜ στο Λίβανο και να μην έρθουν τα –ούτως ή άλλως ανύπαρκτα– αστικά κόμματα στην Ελλάδα;
Ή, γιατί ήταν αντιφασισμός η φενάκη της «εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης» –όχι σπάνια με δηλωμένους φασίστες και συνεργάτες των Γερμανών; (Και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι και σήμερα πρωτίστως αυτό το μοτίβο –της «εθνικής ενότητας»– χρησιμοποιείται από το διάτρητο αφήγημα της εξουσίας.)
Και βέβαια, πίσω στο συμβάν που σήμερα μνημονεύουμε … Γιατί έπρεπε να γίνει αποδοχή της Βάρκιζας, όταν ακόμα και ο πιο αδαής μπορούσε να καταλάβει τις προθέσεις και τις παραινέσεις του Τσώρτσιλ προς τον Σκόμπι (τον άνθρωπο στη διοίκηση του οποίου είχε το ΚΚΕ δεχτεί να υπαχθεί ο ΕΛΑΣ μετά την Καζέρτα): ότι οι Βρετανικές δυνάμεις πρέπει να συμπεριφέρονται στην Αθήνα «ως να βρίσκονται σε κατεχόμενη πόλη» (σύμφωνα με το γνωστό τηλεγράφημα της 5η Δεκέμβρη)!
Δεν θέλω να μακρηγορήσω, γι’ αυτό επιτρέψτε μου καταλήγοντας να αναφέρω επιγραμματικά κάποια βασικά συμπεράσματα από τη δική μας οπτική, την προσέγγιση της Συγκρουσιακής Πολιτικής:
Το πρώτο είναι ότι το ΕΑΜ, το γνήσιο αυτό κοινωνικό κίνημα, πράγματι μεγαλούργησε –με τρόπους που ακόμη και σήμερα δεν έχουμε καταφέρει επαρκώς να αποτυπώσουμε και να αξιοποιήσουμε (όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά, επιχειρησιακά) – που εξακολουθεί να είναι μια μεγάλη πρόκληση, ένα μείζον καθήκον.
Το δεύτερο είναι η διαπίστωση ότι το λεγόμενο «περιβάλλον» είναι –για όποιο διάβημα θέλει να λειτουργήσει απελευθερωτικά– πάντα αντικειμενικά δυσμενές, αλλά και πάντα ερμηνεύεται: με τις κατάλληλες αναγνώσεις δεν είναι μόνο –ή κυρίως– εμπόδιο, είναι και παράγοντας δημιουργικής ενεργοποίησης: ή, για να είμαι και λίγο συνθηματικός, το σύστημα τρίζει, πρέπει όμως να το δούμε αυτό και να το αναδείξουμε –όπως λέω και γράφω συχνά, ο βασιλιάς είναι εκτός από απόλυτα φαύλος και απολύτως γυμνός!
Τέλος, το κορυφαίο: η σημασία της πολιτικής! Δημοσίευσα πρόσφατα ένα βιβλίο με τον τίτλο Για την πολιτική που διαμορφώνει![ Για την πολιτική που διαμορφώνει. Εργατικό κίνημα και κράτος, Αθήνα: Τόπος, 2023 – https://shorturl.at/0GCbd ] Αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς τη διάσταση του συλλογικού μας γίγνεσθαι· και η εμπειρία που σήμερα μας έφερε εδώ κομίζει –όπως προσπάθησα να πω– πληθώρα στοιχείων που πρέπει άμεσα να μας απασχολήσουν. Όχι μόνο με ορίζοντα την αποτίμηση μιας ιστορικά κορυφαίας στιγμής του παρελθόντος, αλλά και ως συμπέρασμα και πόρο για όλα τα δύσκολα που βρίσκονται μπροστά μας. Είναι πράγματι ένα μεγάλο στοίχημα, είναι όμως ταυτόχρονα και απολύτως συναρπαστικό…
*Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH), και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)