Οι αστυνομικοί που κατηγορούνταν για τον ξυλοδαρμό του Βασίλειου Μάγγου καταδικάστηκαν για επικίνδυνη σωματική βλάβη από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βόλου. Η ποινή τους είναι δύο χρόνια φυλακή, με τριετή αναστολή. Βρέθηκα στον Βόλο και παρακολούθησα τις δύο από τις τρεις δικασίμους. Όταν η πρόεδρος ανακοίνωσε το αποτέλεσμα, ο Γιάννης Μάγγος φώναξε «ένοχοι λοιπόν οι βασανιστές». Για να βγω, προσπέρασα τα αγριεμένα βλέμματα των αστυνομικών με πολιτικά που είχαν έρθει να συμπαρασταθούν στους συναδέλφους τους. Δεν υπερβάλλω ότι ήταν αγριεμένα, ένιωσα σαν να βρισκόμουν ανάμεσα σε χουλιγκάνια την ώρα που δέρνονται, τόσο ξαναμένοι ήταν. Γι’ αυτό και όταν κατέβηκε ο πατέρας του Βασίλειου, Γιάννης Μάγγος, μας είπε ότι δέχτηκε φραστική επίθεση, φώναξαν «ουστ» στην οικογένεια του θύματος, μετά την καταδίκη των φίλων τους. Παραδέχομαι ότι κατανοώ την έκπληξή τους. Είναι τόσο σπάνιες οι καταδίκες αστυνομικών, που δεν θα το είχαν διανοηθεί ότι θα συμβεί αυτό.
Αυτοί που φώναζαν, είναι οι αστυνομικοί που όταν βλέπουν κάποιον πεσμένο κάτω, συνεχίζουν να χτυπούν μέχρι να του λιώσουν τα πλευρά, και εμφανίζονται μετά στο δικαστήριο για να πουν ότι απειλήθηκαν από άνθρωπο που δεν κινούνταν προς το μέρος τους, επειδή φορούσε μακρυμάνικο και μπορεί να έκρυβε όπλο. Όπως είπε και η Εισαγγελέας, αλίμονο αν χτυπούσαμε τους πολίτες με μπουφάν, γιατί μπορεί να κρύβουν όπλο. Έβαλα τίτλο στο πρώτο κείμενο Η παρέλαση των συνενόχων, εννοώντας ακριβώς αυτή τη διάσταση.
Η Κατερίνα Πουρναρά από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην εκδήλωση Δημοκρατία χωρίς Οξυγόνο, η κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα σήμερα είπε ότι είναι μια φωτεινή εξαίρεση του κανόνα, η καταδίκη των τριών αστυνομικών για επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βάρος του Βασίλειου Μάγγου. Μου φαίνεται συγκλονιστικό ότι αναφέρεται ως μια φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα η τιμωρία αστυνομικών. Όσο κι αν το ξέρω, όσο κι αν οι προσδοκίες μου από τη δίκη ήταν ακριβώς αυτές.
Εκτιμώ πως αν κάτι έχει σημασία σε αυτό, είναι η ίδια η κατάρρευση των προσδοκιών μας. Ταξίδευα προς τον Βόλο, μιλούσα με φίλους του και φίλους μου, με την οικογένειά του, και είχα συνεχώς στο μυαλό μου ότι είναι πολύ πιο πιθανό να συμβεί αυτό που συμβαίνει πάντα: οι αστυνομικοί να έρθουν άνετοι, να απολογηθούν αεράτοι και να φύγουν αθώοι.
Γιατί η αστυνομία είναι μια συμμορία που δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν για τα εγκλήματά της. Μόνο στο οργανωμένο έγκλημα, που συμβαίνει πάλι σε συνεργασία με την αστυνομία, θα βρει κανείς τέτοια αδιαφορία για τον νόμο, και τόση αυτοπεποίθηση ότι κανείς δεν θα λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του.
Στη συγκεκριμένη δίκη είδα κάτι που δεν έχω ξαναδεί ούτε είχα ξανακούσει. Η εισαγγελέας πήρε την απόφαση να μην παρασταθεί η οικογένεια (επειδή θα έπρεπε να έχει καταθέσει μήνυση ο ίδιος ο Βασίλειος, όσο ζούσε), οπότε η πρόεδρος και η εισαγγελέας είχαν αναλάβει τον ρόλο να φρενάρουν τον κατήφορο των αντιφάσεων και παραλογισμών που ξεστόμιζαν οι αστυνομικοί και οι μάρτυρές τους. Έλεγε η εισαγγελέας στην τελική της αγόρευση:
«Αστυνομικοί να χτυπούν έναν πολίτη που είναι πεσμένος στο έδαφος; Γιατί να υπάρχει παραλληλισμός με άλλες εικόνες, άλλων εποχών που θέλουμε να ξεχάσουμε, που τα δικαιώματα των πολιτών δεν ήταν αυτονόητα αλλά αμφισβητούνταν; (…) Αυτό που οφείλει να λεχθεί είναι ότι ήταν μια άσχημη εικόνα, που δεν τιμά την αστυνομία, θέλω να πιστεύω ότι και οι κατηγορούμενοι την έχουν μετανιώσει. Η αστυνομία έχει ως αποστολή την ασφάλεια των πολιτών».
Αναρωτιέμαι αν το πιστεύει κι εκείνη που το λέει αυτό, ότι έχουν μετανιώσει οι κατηγορούμενοι ή αν θα ήθελε έστω να ακουστεί, να το πει κάποιος, κι ας μη βρει πουθενά να ακουμπήσει στα συναισθήματα των αστυνομικών που δικάστηκαν. Εδώ που τα λέμε, αν είχαν νιώσει την παραμικρή μεταμέλεια, θα το είχαμε καταλάβει: θα το έλεγαν.
Έχω γράψει και για τους μάρτυρες υπεράσπισης και μετέφερα και λεπτομερώς όσα ειπώθηκαν από την εισαγγελέα κατά την τελευταία μέρα, τη λεπτομερή αναίρεση των ισχυρισμών της υπεράσπισης. Οι πληροφορίες για τη δίκη περιέχονται σε αυτά τα δύο κείμενα, οπότε εδώ θα ήθελα μόνο να σταθώ σε κάποιες σκέψεις που ακολούθησαν την καταδίκη.
Όταν έγινε πορεία στους δρόμους του Βόλου, με επικεφαλής τον Γιάννη Μάγγο, πατέρα του Βασίλη, και πιο πίσω την Ντάτη, μητέρα του, ένιωθα σαν να είναι ένα μικρό πολιτικό σχολείο αυτό που συνέβαινε. Δεν θέλω να θεωρήσω δεδομένη την αποτελεσματικότητα των κινηματικών διαδικασιών -δεν είμαι καθόλου βέβαιος για το τι χαμπαρίζουν οι δικαστές από όσα συμβαίνουν στον δρόμο. Ξέρω όμως ότι αυτός ο κόσμος έχει τα χαρακτηριστικά που εγώ σέβομαι: είναι θαρραλέος και δεν ψεύδεται. Εντοπίζει μια απειλή για τη δημόσια υγεία και διαμαρτύρεται, απέναντι σε πανίσχυρους εχθρούς και τη βιαιότητα της αστυνομίας, και βγαίνει στον δρόμο για να φωνάξει ότι «δεν θα ξεχαστεί τι κάναν στον Βασίλη».
Δεν μου αρέσει ο ρόλος αυτού που γράφει ποιήματα για τον πόνο των άλλων, που παρακολουθεί με θαυμασμό την οδύνη των οικείων, των συγγενών και των συντρόφων που πέφτουν θύματα της αστυνομικής βίας. Θα προτιμούσα κι εγώ να μην αναζητούσαμε μάρτυρες, σκέφτομαι πάντα το τραγούδι που έγραψε η μητέρα του Ζακ, τον στίχο «δεν ήθελα να γίνεις σύνθημα, πανό στη Δέγλερη, δάκρυ πικρό». Υπάρχει ωστόσο κάτι στη στάση αυτών των ανθρώπων, που έχουν σηκώσει τον αγώνα να αποδοθεί δικαιοσύνη για τα παιδιά τους, που προσπαθώ να αρθρώσω: αυτή η παράξενη φιγούρα, του ψηλού ασπρομάλλη που εδώ και χρόνια κυκλοφορεί πάντα στις πορείες με ένα πλακάτ και αγωνίζεται για να αποτρέψει τη συγκάλυψη στη δίκη του Βασίλη Μάγγου, έχει μια σχέση αμφίδρομη, με τη συνείδησή μου και τη συνείδησή μας. Ζήτησα την άδεια του Γιάννη Μάγγου για να μεταφέρω ένα απόσπασμα της συζήτησής μας που δεν έγινε μπροστά στην κάμερα. Έλεγε συγκινημένος ότι έχει μια σημασία, ακόμη και ψυχολογική, σε αυτόν τον κόσμο, όπως είναι, να μην είσαι μόνος. Υπάρχει μια παράξενη αισιοδοξία μέσα σε αυτή τη λύπη, που έγκειται στο ότι υπάρχουν ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι που επιμένουν απέναντι σε πανίσχυρους εχθρούς, και κάποτε δικαιώνονται.
Βλέπω τη φωτογραφία που δείχνει το πανό «Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη, δεν θα ξεχαστεί τι κάναν στο Βασίλη», που έχει για φόντο το καθαρευουσιάνικο τελικό -ν: «Δικαστικόν Μέγαρον», την παλιακή ψευδοεπισημότητα των θεσμών, ως φόντο σε ένα αίτημα να μην υπάρξει (και εδώ) συγκάλυψη.
Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος και της ποινής κατεβήκαμε κάτω, στον προαύλειο χώρο, όπου ο Γιάννης Μάγγος και ο δικηγόρος της οικογένειας έκαναν κάποιες δηλώσεις.
Έλειπε η Άννυ Παπαρρούσου, η οποία φυσικά ήταν παράλογο να ταξιδέψει για να παρασταθεί σε μια διαδικασία στην οποία δεν είχε δικαίωμα λόγου, και μετά ξεκίνησε η πορεία.
Οι δρόμοι έχουν τον αέρα μιας αδιατάρακτης κανονικότητας, ακόμη και όταν διαπράττονται εγκλήματα. Όλα βαίνουν καλώς. Όλοι πάνε στη δουλειά τους, τρώνε τυρόπιτα στον φούρνο, σχολάνε το απόγευμα και γυρίζουν σπίτι τους, και αύριο πάλι.
Όταν περνούσε η πορεία των φίλων και συντρόφων του Βασίλη από τους δρόμους του Βόλου ήταν σαν να πιέζεται αυτός ο κόσμος να αντιληφθεί ότι υπάρχουν στιγμές που στέκονται πολύ μακριά από αυτόν τον κύκλο της συνήθειας. Καθώς αντηχούσαν συνθήματα κατά της αστυνομικής βαρβαρότητας, η πορεία έκανε έναν κύκλο και κατέληξε στην πίσω πλευρά του Δικαστικού Μεγάρου Βόλου, μπροστά στην ΟΠΚΕ.
Δεν θέλω να επαναλάβω όσα είπα για τη δίκη, ούτε όσα (λογικά) ανέφερε η εισαγγελέας στην αγόρευσή της. Λέω μόνο ότι μαζί με την αίσθηση ότι ο Γιάννης Μάγγος αντλεί δύναμη από τον κόσμο, μαζεύοντας φωτογραφίες, συνθήματα και αγκαλιές από ανθρώπους από τις τέσσερις άκρες του κόσμου, που συμμετέχουν στον αγώνα να δικαιωθεί η προσπάθειά του, συμβαίνει και το ανάποδο. Κι εμείς που δεν έχουμε καεί στο καμίνι του ακραίου αυτού πόνου, μαθαίνουμε πώς είναι να κάνεις τον πόνο σου δύναμη και αγώνα. Δεν έχω ιδέα πώς γίνεται και δεν μπορώ να διανοηθώ πώς είναι αυτή η θέση. Αλλά ξέρω ότι το χρωστάμε σε αυτούς τους ανθρώπους, τους γονείς που δεν πενθούν βουβά, αλλά υφίστανται πρώτα τη βαρβαρότητα και μετά τη χυδαιότητα της απέναντι πλευράς, τους το χρωστάμε ότι ξέρουμε πώς είναι να μην το βάζεις κάτω.
Ρωτήθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος από τον φίλο Χρήστο Αβραμίδη για την υπόθεση Μάγγου και κάτι ψέλλισε ότι «έχει κινηθεί ποινική διαδικασία», για υπόθεση που έχει μόλις κριθεί και έχουμε (πρωτόδικη έστω) καταδίκη αστυνομικών. Ρωτήθηκε αν θα είναι στην υπηρεσία τους και είπε ότι το πειθαρχικό κομμάτι είναι ανεξάρτητο από το ποινικό. Έλα όμως που δεν είναι, που οι αστυνομικοί σταθερά αδρανούν περιμένοντας να τους βγάλουν λάδι τα δικαστήρια. Η ΕΛΑΣ δεν τιμωρεί ποτέ πειθαρχικά, παρά μόνο εφόσον υποχρεωθεί από τα ποινικά δικαστήρια, ως αναπόφευκτη συνέπεια των ποινικών συνεπειών των πράξεών τους, δηλαδή «όταν υποχρεώνεται από κάποια εξωτερική αρχή», όπως γράφει η Τσουκαλά (Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα, 287).
Γιατί είναι τόσο μπλαζέ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος; Γιατί είναι τόσο ασήμαντο γι’ αυτόν να γνωρίζει ότι έχει υπάρξει καταδίκη, για όργανα επιβολής του νόμου που κρίθηκαν ένοχοι για τον ξυλοδαρμό πολίτη; Είναι τόσο αδιάφορο αυτό που έκανε εντύπωση στην Κατερίνα Πουρναρά, ότι είχαμε μια φωτεινή εξαίρεση καταδίκης; Ξέρω ότι πολιτικά δεν στοιχίζει στην κυβέρνηση η αστυνομική βαρβαρότητα. Ο δικός τους κόσμος επιχαίρει, δεν ντρέπεται γι’ αυτές τις καταδίκες. Ακόμη και μια ευρωπαϊκή καταδίκη, την αντιμετωπίζει όπως ο Πανούσης τον Νταλάρα, σαν να έχουν ετοιμάσει ένα πορτοφολάκι (όμως με λεφτά φορολογουμένων αυτό) ειδικά για να κάνουν το γούστο τους, να παρανομούν και να τιμωρείται με πρόστιμα η χώρα. Το πρόστιμο είναι το λιγότερο βέβαια. Το σημαντικό είναι να ξέρεις ότι αυτά τα αναιδή, ένστολα παιδάρια που στοιχίζονται εκεί και κλαίγονται ότι κινδυνεύουν καθώς εγκληματούν, δεν τιμωρούνται σχεδόν ποτέ.
Κλείνω όπως ξεκίνησα, με την αναφορά που λέει ότι κατ’ εξαίρεση στην περίπτωση Μάγγου οι αστυνομικοί καταδικάστηκαν. Η ανατριχίλα που ένιωθα στο άκουσμα του «Βασίλειος Μάγγος- Παρών» μετά την καταδίκη αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο: Είναι κόσμος που μεταφέρει τη μνήμη ενός νεκρού συντρόφου και φίλου και βροντοφωνάζει στους δρόμους του Βόλου ότι είναι εδώ και θα τους στοιχειώνει, όσο υπάρχουν άνθρωποι να τον μνημονεύουν και να φωνάζουν το όνομά του, να το γράφουν στους τοίχους και να κάνουν μια βαθιά ηθική επιλογή: «κι ας μη νικήσουμε» είναι κουβέντα που μπορούν να πουν μόνο όσοι τάχθηκαν με το δίκιο κι όχι με τον ισχυρό. Κανείς γραβατωμένος κακομοίρης, προθαλαμιστής της συμφοράς σε υπουργικά γραφεία που πουλάει μαγκιά σε αδυνάτους, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει αυτή τη φράση. Είναι παράξενο, πόσο έμελλε να ταυτιστεί αυτή η κουβέντα με τη μνήμη του Βασίλη Μάγγου, σε ένα κειμενάκι που ο πατέρας του έχει αποστηθίσει και μεταφέρει αυτολεξεί από μνήμης, αλλά θεωρώ ότι είναι δίκαιο: είμαστε αυτός ο κόσμος που αγωνίζεται όχι γιατί έχει τη δύναμη, αλλά γιατί έχει το δίκιο και το θάρρος. Αυτό σημαίνει για μένα το «Βασίλειος Μάγγος- Παρών».
Υ.Γ. Αναμένεται η έκδοση βουλεύματος από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, προκειμένου να δικαστούν οι 6 εμπλεκόμενοι αστυνομικοί για κακουργήματα.