από το 42ο «ΖΗΝ» το ένθετο περιοδικό του TPP
Η πανδημία λοιπόν έχει μερικά χαρακτηριστικά που τη συνοδεύουν ως σήμερα. Ταξιδεύουν οι πλούσιοι, για εργασία και αναψυχή, ενώ οι φτωχοί μεταναστεύουν , ταξιδεύουν για λόγους “αναγκαστικής μετακίνησης”(Η ισπανική γρίπη μεταδόθηκε και λόγω του πολέμου). Αν η ιστορία του Βρετανού υπερμεταδοτικού που κέρναγε κορονοϊό κάνοντας επαγγελματικό ταξίδι στη Σιγκαπούρη και μετά σκι στη Γαλλία είναι χαρακτηριστική, η πανδημία ανέδειξε και τον ταξικό χαρακτήρα του ταξιδιού: Στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, υπήρξε μαζική φυγή από τα σημεία έξαρσης της πανδημίας, με ουρά που έφτανε τα τέσσερα χιλιόμετρα στην Ισπανία, προς εξοχικές κατοικίες. Αυτό για τις κάπως πιο προσγειωμένες περιπτώσεις, διότι είχαμε και περιπτώσεις νεοϋορκέζων που κανόνιζαν όχι απλώς τη μετακίνησή τους με τζετ σε νησιά της Καραϊβικής ή το Παλμ Μπιτς, αλλά και τη μέριμνα για προσωπικές ΜΕΘ.
Την ίδια στιγμή, στην Ινδία είχαμε τη μεγαλύτερη μετακίνηση που έχει σημειωθεί στη νεώτερη ιστορία, με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε εργοστάσια που είχαν κλείσει με απόφαση του πρωθυπουργού να προσπαθούν να επιστρέψουν με τα πόδια στα σπίτια τους, σχεδιάζοντας να διανύσουν απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων, και να βρίσκονται αντιμέτωποι με την αστυνομική βία που προσπαθούσε να ανακόψει τις μετακινήσεις.
Η πρόσφατη πανδημία μεταδόθηκε αρχικά από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, παρά τους φόβους ότι τον ιό θα τον φέρουν οι πρόσφυγες. Εμείς ξεκινήσαμε με την εβδομάδα μόδας και τους προσκυνητές, όπως ο ασθενής μηδέν στην Αγγλία με τον οποίον ξεκινήσαμε, o κύριος που ταξίδεψε στη Σιγκαπούρη και μετά μετέφερε τον ιό σε ένα χειμερινό παραθεριστικό θέρετρο στη Γαλλία όπου έκανε σκι, πριν να επιστρέψει στο Μπράιτον.
Όπως λέει ωραία στον τίτλο του ένα άρθρο της Telegraph, οι πλούσιοι μεταφέρουν και οι φτωχοί πεθαίνουν. Διότι η κινητικότητα δεν είναι πρώτα ίδιον των προσφύγων, αλλά των αστών.
Αντιθέτως, στον πάτο της κλίμακας οι φτωχοί υποφέρουν περισσότερο: στη Βραζιλία διαπιστώνεται ότι οι φτωχοί έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν από κορονοϊό αν προσβληθούν. Άλλες μελέτες ανεβάζουν αυτή την αναλογία για κάποιες κατηγορίες του πληθυσμού στο δεκαπλάσιο, διότι η φτώχεια συνδέεται συντριπτικά με υποκείμενα νοσήματα όπως ο διαβήτης ή τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Το όριο των 70 ετών που αυξάνει την επικινδυνότητα από τον κορονοϊό πέφτει στα 55 έτη, αν κανείς είναι φτωχός.
Το ίδιο προκύπτει από μερικά απλά στατιστικά στοιχεία για το τι ποσό προβλέπει κάθε χώρα για την υγεία των πολιτών της: 4.786 ευρώ κατά κεφαλήν η Γερμανία, 3.145 η Αγγλία, 815 η Βραζιλία και μόλις 30 η Αϊτή.
Υπάρχει ένα πολύ απολαυστικό πόντκαστ του ΔΝΤ για τη σχέση πλούτου και πανδημίας, που ξεκινάει με τον ομιλητή να αναφέρει ότι υπάρχουν εργαζόμενοι οι οποίοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης με τον κορονοϊό και να εξηγεί ότι δεν εννοεί τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, αλλά και τους ταμίες σε σούπερ μάρκετ ή τους οδηγούς, λοιπόν σε όλους αυτούς θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, διότι τον καιρό της πανδημίας τους ζητάμε να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για χάρη μας, και αυτοί το κάνουν.
Πραγματικά δεν ξέρω από τα υψίπεδα ποιας απόστασης από την πραγματικότητα (ή ωμής υποκρισίας) μπορεί να εκφράζεται έτσι κανείς για εργαζόμενους. Εγώ έχω σταθεί πολύ τυχερός στη ζωή μου και έχω κάνει ελάχιστες δουλειές του ποδαριού, σε πιο μικρή ηλικία. Ακόμη και αυτή η σχέση όμως με τις εργασίες αυτού του τύπου δεν θα έπρεπε να είναι πρακτικά απαραίτητη για να μπορέσει να καταλάβει κανείς ότι πολλοί άνθρωποι κάνουν επικίνδυνες ή δυσάρεστες δουλειές διότι έτσι κερδίζουν τα χρήματα με τα οποία πάνε μετά στον μανάβη, και όχι γιατί θυσιάζονται για τον περίγυρό τους. Στο διάσημο άρθρο του για τις Bullshit Jobs ο D. Graeber δίνει μία εξήγηση. Αυτή η συγκατάβαση, ας την ονομάσουμε τη “στάση της Μαρέβας που χειροκροτεί στο μπαλκόνι της”, είναι η άλλη όψη της εξοργιστικής αδικίας που κάνει τους ανθρώπους που χειροκροτούμε να είναι όχι μόνο εκτεθειμένοι, αλλά φτωχοί και αβοήθητοι, απέναντι σε δικηγόρους ειδικευμένους στο εταιρικό δίκαιο, που δεν είναι σίγουροι και οι ίδιοι σε τι χρησιμεύει η δουλειά τους, αλλά τους δικαιώνει ο τραπεζικός τους λογαριασμός.
Υπάρχει ένα βιβλίο του οποίου συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι πανδημίες και οι φυσικές καταστροφές έχουν υπάρξει στο παρελθόν καταλύτες μείωσης της ανισότητας. Ο Scheidel υποστηρίζει ότι η πανδημία της πανώλης και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μείωσαν το άνοιγμα της ψαλίδας, γιατί όταν ξεκληρίζονται οι εργάτες, αυξάνεται η αξία της εργασίας (Εδώ μια βιβλιοκρισία από τον Paul Mason). Ομως θα ήταν πιο ακριβές αν λέγαμε ότι αυτό συνέβαινε όσο μπορούσε μία πανδημία να καταστρέψει ένα τεράστιο κομμάτι της εργατικής δύναμης. Ιστορικός δεν είμαι, οικονομολόγος δεν είμαι, αλλά η παρατήρηση της εξέλιξης της πανδημίας δείχνει ότι πουθενά στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται μείωση της ανισότητας.
Αυτή τη στιγμή, όσο κι αν διατυπώνονται συγκινητικά λογύδρια για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ, η εργασία τους πάντα θα είναι αντικαταστάσιμη από εργαζόμενους που έχουν χάσει τη δουλειά τους στην εστίαση ή τον τουρισμό.
Προσβάλλονται περισσότερο οι εργαζόμενοι που δεν μπορούν να δουλέψουν από απόσταση, δηλαδή αυτοί που δουλεύουν με τα χέρια τους. Ταυτοχρόνως, και όταν απομονώνονται και όταν αρρωσταίνουν, οι προοπτικές τους είναι ασύγκριτα χειρότερες, ενώ η πανδημία φαίνεται ότι επιδεινώνει την ανισότητα, ανοίγοντας ακόμη περισσότερο την ψαλίδα σε όλα αυτά τα πεδία που συζητούμε.
Αν οι λύσεις είναι παλιές και δοκιμασμένες, δηλαδή ισχυρές πολιτικές αλλαγές που θα προέρχονται από τη θαρραλέα βούληση όσων βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας, στο μεταξύ θα είναι χρήσιμο αν πάψουμε να ψευτοκολακεύουμε τους ανθρώπους που πιέζονται, κινδυνεύουν και νοσούν περισσότερο, χρυσώνοντας το χάπι της ανισότητας με κούφια λόγια.
Η φράση “όπου φτωχός κι η μοίρα του” συνδέει το πεπρωμένο μας με τον τραπεζικό λογαριασμό μας. Μπορεί να μην ισχύει παντού αυτό, μπορεί “το χρήμα να μη φέρνει την ευτυχία”, αλλά φοβάμαι ότι η υγεία, και ιδίως η υγεία σε συνθήκες πανδημίας, σχετίζονται άμεσα με τα οικονομικά μας μέσα. Χρειαζόμαστε λοιπόν επειγόντως πρώτον να αναθερμάνουμε τη συζήτηση για την οικονομική ανισότητα και δεύτερον να πάρουμε μια χρυσοποίκιλτη ρακέτα του τένις και να αποκρούουμε τη συγκινησιακά φορτισμένη συγκατάβαση προς τους εργαζόμενους ως πρόκληση απέναντι στη λογική μας.