Δυσοίωνα είναι τα στοιχεία της φθινοπωρινής έκθεσης του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου για το 2020, αναφορικά με τη πορεία της ελληνικής οικονομίας. Στην έκθεση αναφέρονται μεταξύ άλλων στοιχεία για το ΑΕΠ, την ύφεση, τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας αλλά και την εργασία.
Όπως σημειώνει η έκθεση το βάρος της ύφεσης ίσως και να ξεπεράσει το 9,8%. Παράλληλα το ΕΔΣ, χαρακτηρίζει τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών για μεγέθυνση του ΑΕΠ σε ποσοστό 7,5% το 2021, ως «εξαιρετικά αμφίβολη» συνυπολογιζόμενης της έξαρσης της πανδημίας στο τελευταίο τετράμηνο του 2020.
Πιο συγκεκριμένα, στη σύνοψη της έκθεσης του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου για το φθινόπωρο του 2020, αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σημείωσε το Β’ τρίμηνο του 2020 κατακόρυφη πτώση της τάξης του 15,2%, ενώ στο Α’ εξάμηνο η πτώση του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 7,9%. Όλοι οι προσδιοριστικοί παράγοντες του ΑΕΠ παρουσίασαν επιδείνωση. Ειδικότερα, κατά το Α’ εξάμηνο του 2020 και σε ετήσια βάση η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 6,1%, η δημόσια κατανάλωση κατά 1,0%, o ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (ΑΣΠΚ) κατά 8,4%, και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 15,0%. Στον αντίποδα, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 9,2%, αντισταθμίζοντας, σε μικρό μόνο βαθμό, την πτώση στις εξαγωγές».
Ταυτόχρονα σημειώνεται πως η προστιθέμενη αξία των περισσοτέρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας υπέστη σημαντική συρρίκνωση το Α’ εξάμηνο του 2020, σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, ο κλάδος «χονδρικό και λιανικό εμπόριο-εστίαση-καταλύματα κλπ» υπέστη σημαντική μείωση σε ποσοστό 19,5%, μεγαλύτερη από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών (-14,5%). Επίσης μεγαλύτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου ήταν και εκείνη στους μικρότερους κλάδους των «τεχνών-διασκέδασης-ψυχαγωγίας κλπ» που έφτασε το 22,3%, των επαγγελματικών, επιστημονικών, τεχνικών, διοικητικών κλπ δραστηριοτήτων κατά 12,7%, των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων κατά 8,3% και του αγροτικού τομέα σε ποσοστό 6,8%.
Αναφορικά δε με τις εκτιμλήσεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ για το 2020, η ΕΔΣ επισημαίνει ότι η εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών για συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 κατά 8,2% είναι πιο αισιόδοξη από το δυσμενές σενάριο των προβλέψεων του ΕΔΣ. «Υπό αυτό το πρίσμα, το ΕΔΣ διατηρεί τις εκτιμήσεις του για μεγάλη πτώση του ΑΕΠ το 2020, η οποία μπορεί να ξεπεράσει τελικά το 9,8% που είχε αρχικά εκτιμηθεί στο δυσμενές σενάριο.
Κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2020, το γενικό επίπεδο των τιμών ακολούθησε σαφή πτωτική τάση, ιδίως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, με αποτέλεσμα η οικονομία να έχει εισέλθει στο φάσμα του αντιπληθωρισμού, με τον ρυθμό πληθωρισμού να διαμορφώνεται σε -2,3% Σεπτέμβριο», επισημαίνει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Αναφορικά με την απασχόληση, τα στοιχεία είναι και πάλι αρνητικά. Παραθέτοντας τα δεδομένα του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, του υπουργείου Εργασίας. Σύμφωνα με αυτά, η απασχόληση τον Αύγουστο του 2020, περιορίστηκε σε 3.821,2 χιλιάδες άτομα, μειωμένη κατά 99,4 χιλιάδες άτομα σε σχέση με τον Αύγουστο του 2019. Ταυτόχρονα το τελικό ισοζύγιο θέσεων εργασίας του Α’ εξαμήνου περιορίστηκε σε 43.394 θέσεις το 2020, έναντι 296.466 χιλιάδες θέσεις το αντίστοιχο διάστημα το 2019.
Σημαντική επιδείνωση παρουσιάζει και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2020. Το σχετικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 6.865 εκατ. ευρώ, σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 7.869 εκατ. ευρώ. Σημαντική επίδραση σε αυτή την αρνητική εξέλιξη είχε η μείωση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο υπηρεσιών κατά 10.676 εκατ. (-70%). Η επιδείνωση αυτή προήλθε πρωτίστως από τη μείωση του πλεονάσματος του ταξιδιωτικού ισοζυγίου κατά 9.331 εκατ. (-81,7%) και δευτερευόντως από τη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου μεταφορών κατά 1.222 εκατ. (-30,4%). Επισημαίνεται ότι η πανδημία οδήγησε στον περιορισμό της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης από 21,8 εκατ. άτομα το διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου 2019, σε μόλις 4,8 εκατ. το 2020, ήτοι μείωση κατά 17 εκατ. άτομα. Συνακόλουθα, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά περίπου 10,5 δισ. (-80%) και διαμορφώθηκαν στα 2,7 δισ. από 13,2 δισ. το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις η αυξητική τάση των καταθέσεων μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης όχι μόνο συνεχίστηκε αλλά εντάθηκε. Ειδικότερα, η ποσοστιαία τους αύξηση σε μηνιαία βάση έφτασε στο 7,5%, στο 6,2% και στο 9,5% τους μήνες Μάρτιο, Μάιο και Ιούλιο, ενώ τον Σεπτέμβριο η αύξηση ήταν 3,7%. Ως αποτέλεσμα οι συνολικές καταθέσεις των επιχειρήσεων στα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυξήθηκαν από τον Μάρτιο του 2020 κατά 5,6 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα καταγράφηκε αύξηση και στις καταθέσεις των νοικοκυριών το ίδιο χρονικό διάστημα κατά 2,6 δισ. ευρώ. Η αύξηση αυτή, εν μέσω πανδημίας και βαθιάς ύφεσης πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί κατά βάση μια ιδιότυπη αναγκαστική αποταμίευση που πηγάζει από τον αντικειμενικό περιορισμό των περιθωρίων και των ευκαιριών κατανάλωσης λόγω του εγκλεισμού, υποδηλώνει πιθανόν ένα αυξημένο αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας.
Παράλληλα, σχετικά με την αύξηση των καταθέσεων των επιχειρήσεων, είναι πιθανό ότι μέρος των ενισχύσεων και μεταβιβάσεων εκ μέρους της κυβέρνησης τελικά να κατευθύνθηκε σε αποταμιεύσεις, γεγονός το οποίο, κατά την τρέχουσα συγκυρία, αποτελεί αρνητική εξέλιξη.
Επιπροσθέτως σε σχέση με την επιβάρυνση που θα προκαλέσουν τα νέα μέτρα, το ΕΔΣ ξεκαθαρίζει ότι αν και αυτή είναι νωρίς να εκτιμηθεί, είναι σαφές ότι πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο πως η ύφεση κατά το έτος 2020 θα είναι βαθύτερη από 8,2% που εκτιμάει το Υπουργείο Οικονομικών και θα επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις του επόμενου έτους. Επομένως, η εκτίμηση για πραγματική μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2021 κατά 7,5%, του Υπουργείου Οικονομικών είναι εξαιρετικά αμφίβολη με δεδομένη την έξαρση της πανδημίας στο τελευταίο τετράμηνο του 2020.
Οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για τις μακροοικονομικές εξελίξεις το 2021 εστιάζουν:
- Στη χαμηλότερη από όσο προβλεπόταν επίδοση της ελληνικής οικονομίας το 2020.
- Στη συνέχιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας εντός του 2021.
- Σε αβεβαιότητες όσον αφορά την εμπροσθοβαρή απορρόφηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
- Στην ασθενή ανάκαμψη της απασχόλησης και των αμοιβών της μισθωτής εργασίας.
- Στην επιφυλακτική δημοσιονομική πολιτική, όπως έχει καταγραφεί στο προσχέδιο προϋπολογισμού 2021.
- Στην ενδεχόμενη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου
Το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου το δημοσιονομικό αποτέλεσμα ήταν αρνητικό άνω των 9 δισ. ευρώ, λόγω αύξησης των δαπανών και συρρίκνωσης των εσόδων σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Η δημοσιονομική κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω μέχρι το τέλος του έτους, λόγω:
- Των πρόσφατων περιορισμών στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.
- Των πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.
- Της καταβολής των αναδρομικών συντάξεων ύψους 1,4 δισ. ευρώ
Ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερα πιθανό το ενδεχόμενο το πρωτογενές έλλειμμα σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης για το 2020 να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους, το οποίο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2020 άνω του 200% του ΑΕΠ.
Ωστόσο η έκθεση παρουσιάζει και ορισμένες θετικές εξελίξεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία, παρά τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας και την πρωτοφανή ύφεση που αναμένεται να πλήξει τις ευρωπαϊκές οικονομίες το 2020, οι αποδόσεις των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου διαμορφώνονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου να υποχωρεί κάτω από το 0,8%. Στην εξέλιξη αυτή καταλυτική είναι η σημασία της απόφασης για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Δεδομένου λοιπόν ότι το 2021 η δημοσιονομική πολιτική θα περιλαμβάνει παρεμβάσεις με στόχο τον περιορισμό της ύφεσης («επιβαρύνσεις» στον προϋπολογισμό) ύψους 2,7 δισ. ευρώ, η προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων μπορεί να αποδοθεί σε δύο πηγές:
- στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας
- στην σταδιακή αποπληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων του 2020 οι οποίες είχαν ανασταλεί στα πλαίσια των εκτατών κυβερνητικών μέτρων στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της υγειονομικής κρίσης.
Παρ’ όλα αυτά, το σενάριο του υπουργείου Οικονομικών για γενικό και πρωτογενές έλλειμμα της τάξης αντιστοίχως του 3,7% και 1,1% του ΑΕΠ στηρίζεται σε υποθέσεις, οι οποίες δεν βασίζονται σε καμία βεβαιότητα. Ειδικότερα τέτοιες πηγές μεγάλης αβεβαιότητας αποτελούν:
- Η παραδοχή ότι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 6,5% θα προκαλέσει αύξηση 22,6% των εσόδων του ΦΠΑ.
- Η αύξηση των εισοδημάτων της μισθωτής εργασίας κατά 8,0% μπορεί να προκαλέσει αύξηση των εσόδων του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά 4,1%, υπό την προϋπόθεση ότι η αύξηση των εισοδημάτων της μισθωτής εργασίας θα αφορά κυρίως τα υψηλότερα εισοδήματα.
- H εκτίμηση πως η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 8,5% θα προκαλέσει αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 11,1% η οποία δεν υποστηρίζεται από τα ιστορικά δεδομένα: ο ιστορικός κανόνας δείχνει ότι η ποσοστιαία αύξηση των φορολογικών εσόδων υπολείπεται της ποσοστιαίας μεταβολής του ΑΕΠ.
Τέλος δύο εκ των καθοριστικών παραγόντων που πρόκειται να επηρεάσουν τη δημοσιονομική κατάσταση της οικονομίας είναι:
- το τελικό ύψος της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ
- η εξέλιξη του υγειονομικού προβλήματος. Στην περίπτωση που η πρόβλεψη για αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ το 2021, δεν υλοποιηθεί, ενώ παράλληλα οι επιπτώσεις της πανδημίας διατηρηθούν μετά το πρώτο τρίμηνο του 2021, θα απαιτηθούν νέα δημοσιονομικά μέτρα. Σε αυτό το πολύ πιθανό σενάριο το δημοσιονομικό αποτέλεσμα το 2021 θα επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με την εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών”
Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου