Σφοδρή ήταν η αντίδραση του Ευάγγελου Βενιζέλου για τα όσα συνέβησαν την Τετάρτη στη Βουλή κατά την ψηφοφορία για τη σύσταση προκαταρκτικής επιτροπής σχετικά με την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, με εκτενή ανάρτησή του, κάνει λόγο για «κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος» και για «πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών», καταλογίζοντας ευθύνες στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.

Ο κ. Βενιζέλος ξεκινά υπενθυμίζοντας προηγούμενα αντίστοιχα περιστατικά, όπως την περίοδο 2008-2009, όταν η τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Ν.Δ. επέλεξε να αποχωρήσει από τρεις συνεδριάσεις της Βουλής για υποθέσεις όπως το Βατοπέδι και ο Παυλίδης. Στις περιπτώσεις εκείνες, οι προτάσεις για τη σύσταση ειδικών επιτροπών δεν απορρίφθηκαν, αλλά παρέμειναν εκκρεμείς λόγω έλλειψης της απαιτούμενης πλειοψηφίας (151 βουλευτές), με τον τότε πρόεδρο της Βουλής Δημήτρη Σιούφα να τηρεί το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.

Αντίθετα, σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, στη χθεσινή διαδικασία για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, η κυβέρνηση επέλεξε μια διαφορετική διαχείριση, που δεν συνάδει – όπως επισημαίνει – ούτε με το Σύνταγμα ούτε με τις θεσμικές παραδόσεις. Όπως αναφέρει, η κυβερνητική πλειοψηφία δεν ήθελε να ακολουθήσει το «μοντέλο Τριαντόπουλου/Καραμανλή» (όπως στην υπόθεση των Τεμπών, όπου η σύσταση επιτροπής οδήγησε σε παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο), να αφήσει τις προτάσεις να παραμείνουν εκκρεμείς, όπως το 2008–2009, για να μη βρεθεί αντιμέτωπη ξανά με το θέμα σε μεταγενέστερη φάση, αλλά και ούτε να επιτρέψει στους βουλευτές της να συμμετάσχουν με προσωπική κρίση στην ψηφοφορία, φοβούμενη διαρροές.

Τέσσερις θεσμικές παραβιάσεις

Ο κ. Βενιζέλος απαριθμεί τέσσερις σοβαρές παραβιάσεις θεσμικού χαρακτήρα:

  • Ασφυκτικός έλεγχος στους βουλευτές της συμπολίτευσης, οι οποίοι δεν ψήφισαν αυτοπροσώπως, καταργώντας έτσι – όπως υποστηρίζει – την ανεξαρτησία της συνείδησής τους.
  • Καταστρατήγηση των προϋποθέσεων για επιστολική ψήφο, καθώς προβλέπεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (αποστολές στο εξωτερικό, εγκυμοσύνη, λοχεία, περιορισμοί λόγω πανδημίας), κάτι που εδώ δεν ίσχυε.
  • Λανθασμένη επίκληση του άρθρου 67 του Συντάγματος, με σκοπό να παρουσιαστεί ως έγκυρη μια διαδικασία χωρίς την απαιτούμενη πλειοψηφία (151 βουλευτές) για τη λήψη απόφασης. Όπως υποστηρίζει, η συμμετοχή μόλις 83 βουλευτών καθιστά άκυρη την ψηφοφορία και άκυρη την ερμηνεία ότι οι προτάσεις «απορρίφθηκαν».
  • Πλήγμα στο κύρος του Προεδρείου της Βουλής, καθώς ο Πρόεδρος Νικήτας Κακλαμάνης απουσίαζε από τη διαδικασία και ο προεδρεύων αντιπρόεδρος – πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης – αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία ένσταση του ΠΑΣΟΚ, παραβιάζοντας τον Κανονισμό.

Ο κ. Βενιζέλος μιλά για σωρεία παραβιάσεων και στις διατάξεις που διέπουν τις μυστικές ψηφοφορίες, σημειώνοντας ότι το πλήγμα στην αξιοπιστία του Κοινοβουλίου είναι «δυστυχώς μεγάλο».

Aκόμη τονίζει ότι με την επιλογή της αυτή, η κυβερνητική πλειοψηφία υπέπεσε σε θεσμικό ολίσθημα χωρίς λόγο. Θα μπορούσε, όπως λέει, να συμμετάσχει κανονικά στην ψηφοφορία και να απορρίψει τις προτάσεις με κάποιες διαρροές, με μικρότερο πολιτικό κόστος από αυτό που προκαλεί η εικόνα παραβίασης των θεσμών.

Παράλληλα, προειδοποιεί ότι αν αυτό που συνέβη είναι ένδειξη απόλυτης αδιαφορίας για το Σύνταγμα, τότε το ζήτημα είναι εξαιρετικά σοβαρό. Αν είναι προϊόν πολιτικού φόβου για την εσωτερική συνοχή της κοινοβουλευτικής ομάδας, τότε – σημειώνει – πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν αντιμετωπίζεται με τέτοιου είδους μεθοδεύσεις.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος καταλήγει τονίζοντας ότι πίσω από τις κυβερνητικές επιλογές φαίνεται να υποβόσκει μια κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης, η οποία, όσο κι αν δεν αποτυπώνεται άμεσα, μετατρέπεται σε κρίση νομιμοποίησης.

Aναλυτικά η ανάρτησή του: 

Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2008 -2009 αποχώρησε τρεις φορές (δύο για την υπόθεση Βατοπεδίου και μία για την υπόθεση Παυλίδη) από συνεδριάσεις της Βουλής που είχαν ως αντικείμενο προτάσεις για τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά το άρθρο 86 παρ.3 εδ. β Συντ. Και τις τρεις φορές ο έλεγχος της διαδικασίας περιήλθε στους παρόντες βουλευτές της αντιπολίτευσης και δεν διεξήχθη μυστική ψηφοφορία επειδή δεν ήταν παρόντες τουλάχιστον 151 βουλευτές, όση δηλαδή είναι η αναγκαία κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία. Οι προτάσεις για συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης δεν απορρίφθηκαν αλλά παρέμειναν εκκρεμείς. Ο τότε Πρόεδρος της Βουλής αείμνηστος Δημήτρης Σιούφας, παρών ο ίδιος στην έδρα, αποδέχθηκε τη θέση της αντιπολίτευσης σεβόμενος το άρθρο 67 του Κανονισμού της Βουλής.

Η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή η ηγεσία της, στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήθελε να ακολουθήσει το κατά τη δική της έκφραση «μοντέλο Τριαντόπουλου / Καραμανλή», δηλαδή τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που με συνοπτική διαδικασία παρέπεμψε, για την υπόθεση των Τεμπών, τους κατηγορούμενους υπουργούς στον ανακριτή και το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, έστω για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος.

Δεν ήθελε ούτε να αποχωρήσει κατά το προηγούμενο της περιόδου 2008-2009 αφήνοντας τις προτάσεις συγκρότησης προκαταρκτικής επιτροπής σε εκκρεμότητα, φοβούμενη την ενδεχόμενη επαναφορά τους σε αυτήν ή στην επόμενη βουλευτική περίοδο.

Δεν ήθελε ούτε να αφήσει τους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία φοβούμενη τον αριθμό των διαρροών οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τη συνοχή της.

Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος επέλεξε όχι απλώς την κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής αλλά τον πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών:

Πρώτον, απαγόρευσε στους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία και τους έθεσε υπό ασφυκτικό έλεγχο ευτελίζοντας τον θεσμικό ρόλο του βουλευτή της συμπολίτευσης.

Δεύτερον, παραβίασε σωρηδόν τη διάταξη του άρθρου 70 Α Κανονισμού της Βουλής που προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής βουλευτή στην ψηφοφορία με επιστολική ψήφο μόνο όταν μετέχει σε αποστολή της κυβέρνησης ή της Βουλής στο εξωτερικό ή συντρέχει κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας ή όταν ισχύουν περιορισμοί λόγω πανδημίας. Ευτέλισε κατά τον τρόπο αυτό την πρόβλεψη περί επιστολικής ψήφου.

Τρίτον, προσπάθησε να κατασκευάσει τεχνητά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη λήψη απόφασης από τη Βουλή, θεωρώντας ότι αυτές συνίστανται στην ύπαρξη απαρτίας τουλάχιστον 75 βουλευτών κατά το άρθρο 67 Συντ. Όμως το άρθρο 67 Συντ. δεν προβλέπει απαρτία για τη συνεδρίαση της Βουλής αλλά ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό ψήφων για την λήψη απόφασης, όταν από άλλη ειδικότερη συνταγματική διάταξη δεν προβλέπεται μεγαλύτερος αριθμός, δηλαδή αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών. Τέτοια διάταξη, ειδικότερη του άρθρου 67 Συντ., είναι το άρθρο 86 παρ.3 που απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300) . Παρά όμως την προσπάθεια, τελικά στην ψηφοφορία μετείχαν μόνο 83 βουλευτές, άρα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έγκυρης λήψης απόφασης για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον 151 και όχι τουλάχιστον 75 βουλευτές. Κατέστη κατά τον τρόπο αυτό άκυρη η ψηφοφορία και ανακριβής η συναγωγή του αποτελέσματος ότι οι προτάσεις για τη συγκρότηση επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης δήθεν απορρίφθηκαν. Οι προτάσεις παραμένουν εκκρεμείς έως ότου τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.

Τέταρτον, έφερε τον Πρόεδρο της Βουλής σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και τον οδήγησε σε επιδεικτική απουσία από την όλη διαδικασία την ευθύνη της οποίας έχει θεσμικά. Κατ´ ακολουθία οδήγησε τον προεδρεύοντα αντιπρόεδρο και πρώην υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης σε ωμή παραβίαση του άρθρου 67 παρ.7 του Κανονισμού της Βουλής καθώς αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία την αντίρρηση που διατύπωσε το ΠΑΣΟΚ και υποστήριξε σύσσωμη η αντιπολίτευση, στην εκ μέρους του απόρριψη της πρότασης για αναβολή της ψηφοφορίας. Αυτό δε με την παιδαριώδη αιτιολογία ότι στην αίθουσα υπήρχαν 90 βουλευτές οι οποίοι το επόμενο λεπτό δεν υπήρχαν γιατί η αντιπολίτευση αποχώρησε διαμαρτυρόμενη! Επιπλέον στα Πρακτικά της Βουλής και στο οπτικοακουστικό υλικό της συνεδρίασης καταγράφηκε σωρεία παραβιάσεων των διατάξεων του άρθρου 73 Κανονισμού της Βουλής που διέπουν τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας. Το πλήγμα στο κύρος του Προεδρείου της Βουλής είναι δυστυχώς μεγάλο.

Αναρωτιέμαι, ποιος λόγος υπήρχε να συντελεστεί αυτός ο ακραίος διασυρμός του Κοινοβουλίου; Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε να μετάσχει κανονικά στην ψηφοφορία και οι προτάσεις να μη συγκεντρώσουν 151 θετικές ψήφους και να απορριφθούν έστω με κάποιες διαρροές ψήφων βουλευτών της συμπολίτευσης. Το θεσμικό και πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση θα ήταν πολύ μικρότερο από το κόστος της εικόνας ευτελισμού των θεσμών που καταγράφτηκε χθες. Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε επίσης- ακραίο και οριακό σενάριο- να δηλώσει ότι απέχει από την ψηφοφορία με τους βουλευτές της να αρνούνται να μετάσχουν στη μυστική ψηφοφορία αλλά να παραμένουν παρόντες στη συνεδρίαση ώστε να έχουν τη δυνατότητα λήψης των διαδικαστικού χαρακτήρα αποφάσεων χωρίς να παραβιάζεται όλη αυτή η δέσμη διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού. Θα παραβιαζόταν βεβαίως η θεμελιώδης εγγύηση της κατά συνείδηση ψήφου του βουλευτή και μάλιστα σε μια παρόμοια δικαστικού χαρακτήρα διαδικασία στην οποία οι βουλευτές δεν επιτρέπεται να άγονται και να φέρονται υπό συνθήκες σιδηράς κομματικής πειθαρχίας.

Αν όλο αυτό είναι επίδειξη απόλυτης αδιαφορίας για το συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας της Βουλής, η κατάσταση είναι θεσμικά ολισθηρή. Αν όλο αυτό είναι αποτέλεσμα πολιτικού φόβου για τη συνοχή της πλειοψηφίας, το υφέρπον πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με τέτοιες μεθοδεύσεις υψηλού πολιτικού κόστους. Αν η μετακίνηση από το «μοντέλο Τριαντόπουλου / Καραμανλή» στο χθεσινό μοντέλο, σημαίνει ότι τώρα δεν υπάρχει πλέον ούτε η στοιχειώδης άνεση να δηλώνεται εμπιστοσύνη στον «φυσικό δικαστή» του Ειδικού Δικαστηρίου, τότε τα πράγματα μπορεί να έχουν βάθος μη ορατό ακόμη δια γυμνού οφθαλμού.

Κοινός παρονομαστής φαίνεται να είναι η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα. Μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης.