Αναφερόμενος αρχικά στην κριτική που δέχεται για τις αντικυβερνητικές του παρεμβάσεις, σχολίασε πως «υποψήφιος πρωθυπουργός δεν είμαι εγώ, αλλά οι αρχηγοί των κομμάτων» και συμπλήρωσε πως όσοι αντιδρούν σε όσα λέει «δεν ενοχλούνται από την ανύπαρκτη πιθανότητα να αναλάβω θεσμικό ρόλο που δεν επιδιώκω, αλλά από την προφανή βεβαιότητα ότι ασκώ ως πολίτης το δικαίωμά μου στον πολιτικό λόγο».

Έπειτα απάντησε σε όσους τον κατηγορούν ότι ασκεί κριτική στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επειδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης αθέτησε την υπόσχεσή του να τον προτείνει για πρόεδρο της Δημοκρατίας.

«Διαπιστώνουν μήπως ότι ήμουν φιλικός προς τη κυβέρνηση πριν την προεδρική εκλογή και έγινα επικριτικός μετά» είπε. Σχετικά με τις πληροφορίες που κυκλοφορούν ότι τα Χριστούγεννα του 2024 υπήρξε μεταξύ των δυο συνάντηση, κατά την οποία ο πρωθυπουργός φέρεται να έταξε στον κ. Βενιζέλο ότι θα τον προτείνει για πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη συνέχεια αθέτησε την υπόσχεση, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, σημείωσε:

«Ελπίζω οι ειδικοί του “πολιτικού ψυχολογισμού”, που λένε ότι ασκώ κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη γιατί αθέτησε τη δέσμευσή του να με προτείνει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να μπουν στον κόπο να ρωτήσουν τον ίδιο αν αληθεύει η ιστορία».

«Το ζήτημα της διακυβερνησιμότητας προηγείται όλων των θεσμικών ζητημάτων. Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη όχι γιατί δεν έχει νόμιμη κυβέρνηση ή γιατί δεν μπορεί να αποκτήσει μετά τις εκλογές μια άλλη νόμιμη κυβέρνηση, που όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι μονοκομματική αλλά συνεργασίας. Η χώρα είναι μη διακυβερνήσιμη γιατί το πολιτικό σύστημα, η κοινωνία των πολιτών, οι παραγωγικές δυνάμεις, οι διανοούμενοι αδυνατούν να οργανώσουν έναν εθνικό διάλογο που θα οδηγήσει σε επικαιροποίηση της εθνικής στρατηγικής και σε ανασύσταση του κοινωνικού συμβολαίου που διεφθάρη την περίοδο της κρίσης και δεν ανανεώθηκε μετά τη λεγόμενη επιστροφή στην κανονικότητα» ανέλυσε.

Σε ερώτηση που δέχτηκε για το αν «θεωρεί ότι η επόμενη Βουλή θα είναι τόσο εύθραυστη, ώστε δεν θα καταφέρει να αναθεωρήσει το Σύνταγμα», απάντησε υπογραμμίζοντας: «Μια Βουλή που κινδυνεύει να διαλυθεί αν δεν διαμορφωθούν οι αναγκαίες συνεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης προφανώς δεν έχει τις προϋποθέσεις να αναθεωρήσει το Σύνταγμα και μάλιστα με αίσθηση της ιστορικότητας της αναθεωρητικής διαδικασίας και χωρίς λαϊκιστικές εξάρσεις».

Επίσης, ο πρώην επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ δήλωσε πως τάσσεται υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 86, «με τρόπο πειστικό για την κοινωνία», συμπληρώνοντας ότι «έχει καταστεί αναγκαία μετά τις αλλεπάλληλες καταστρατηγήσεις του τόσο από την κυβέρνηση Τσίπρα εναντίον πολιτικών αντιπάλων όσο και από την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υπέρ των ίδιων των μελών της» σημειώνει.

Προειδοποίησε, ακόμα, για τον «κίνδυνο» να διολισθήσει η χώρα σε κυβέρνηση συνεργασίας με την «άπω Δεξιά», εξηγώντας πως «δεν μπορεί να θεωρηθεί συνεκτική και συμπεριληπτική μια κοινωνία όταν, κατά τη Eurostat, η υποκειμενική φτώχεια εκτινάσσεται στην Ελλάδα στο 67% και όταν κυριαρχεί η αίσθηση της ανισότητας και της διαφθοράς. Ας εξετάσουμε ένα σενάριο, ένα σχήμα μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας που επιτρέπει στον κ. Μητσοτάκη να παραμείνει πρωθυπουργός με κυβερνητικούς εταίρους από την “άπω Δεξιά”, όπως ο Κυριάκος Βελόπουλος και η Αφροδίτη Λατινοπούλου.»

»Αριθμητικά δύσκολο, αλλά ας το εξετάσουμε. Ένα τέτοιο σχήμα τι θα σημαίνει για τους θεσμούς, τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αναθεώρηση του Συντάγματος; Τι θα σημαίνει για την εξωτερική πολιτική μέσα μάλιστα στις συνθήκες της εποχής Τραμπ; Τι θα σημαίνει για τις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας;» διερωτήθηκε.