Ο πρώην υπουργός μιλώντας στην εκδήλωση που διοργανώθηκε στο αμφιθέατρο του Ινστιτούτου Γκαίτε, με το ερώτημα «Μένουμε Ευρώπη;» και υπότιτλο «Υποκλοπές, Δικαιώματα και Κράτος Δικαίου» αναφέρθηκε στις αποκαλύψεις των τελευταίων ημερών, ενώ τόνισε ότι είναι παράνομες οι παρακολουθήσεις των αρχηγών του στρατεύματος.
«Θα κατανοούσα τις αντιδράσεις για το ερωτηματικό στο «Μένουμε Ευρώπη», υπό την προϋπόθεση ότι όποιος ή όποια έσπευσε να υπερασπιστεί την ακεραιότητα του «Μένουμε Ευρώπη», τελεία και παύλα, εύρισκε να πει δυο λέξεις και για το απόστημα των υποκλοπών. Για την οργανωμένη εκστρατεία αποτροπής των ελέγχων της ΑΔΑΕ και συκοφάντησης του προέδρου της, λαμπρού δικαστικού λειτουργού Χρήστου Ράμμου που επιλέχθηκε το 2018 από τη Διάσκεψη των Προέδρων, με αυξημένη πλειοψηφία 4/5 και με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ και όχι του ΣΥΡΙΖΑ» σημείωσε.
Συνεχίζοντας, τόνισε ότι «δυστυχώς ο έλεγχος της ΑΔΑΕ επιβεβαιώνει μεταξύ άλλων τη μακρά παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας, ηγετικών στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, τεταγμένων στην υπεράσπιση της εθνικής ασφάλειας! Προκύπτει συνεπώς μείζον ζήτημα αφενός εθνικής ασφάλειας, αφετέρου λειτουργίας του κράτους δικαίου και σεβασμού του Συντάγματος.
Αυτές οι παρακολουθήσεις ήταν νόμιμες ή παράνομες; Μια πράξη δεν καθίσταται νόμιμη όταν φέρει τα εξωτερικά στοιχεία της νόμιμης πράξης αλλά παραβιάζει το Σύνταγμα και τον νόμο, στερείται αιτιολογίας και δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς οι παρακολουθήσεις των ηγετών του στρατεύματος ήταν παράνομες. Αν ήταν νόμιμες, δεν έπρεπε τα συγκεκριμένα πρόσωπα να παραμένουν και μάλιστα επί μακρόν στην ηγεσία του στρατεύματος.
Ποιος άκουσε ή διάβασε το υλικό των παρακολουθήσεων; Ποιος ήταν αποδέκτης των ενημερωτικών δελτίων; Ποιος έδωσε και ποιες εξηγήσεις στα πρόσωπα αυτά; Ποιο ήταν το κίνητρο και το ζητούμενο της μακράς παρακολούθησης;» διερωτήθηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος και συμπλήρωσε:
«Ποιος γνωρίζει καλύτερα από πχ τους αρχηγούς των επιτελείων των ΕΔ τι συνιστά επιλογή εθνικής ασφάλειας; Προφανώς όχι μια εισαγγελέας εγκατεστημένη στην ΕΥΠ. Δέχομαι ότι γνωρίζει καλύτερα από τους αρχηγούς των επιτελείων ο εκάστοτε πρωθυπουργός. Αλλά όταν ο πρωθυπουργός δηλώνει άγνοια και καταγγέλλει “εκτός πλαισίου” λειτουργία της ΕΥΠ και της εισαγγελέως, τι πρέπει να πούμε εμείς ως πολίτες, ως νομικοί, ως καθηγητές του Δικαίου; Τι πρέπει να πω εγώ ως πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών και ως πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας;
Δεν μπορεί η θεσμική αντιμετώπιση του ζητήματος των υποκλοπών να είναι αυτή. Δεν αρκεί η απάντηση, “γινόντουσαν και πριν παράνομες ή αμφίβολης νομιμότητας παρακολουθήσεις, ακόμη και υπουργών”. Δεν αρκεί η απάντηση ότι “δημοσκοπικά το ζήτημα έχασε το ενδιαφέρον του και δεν επηρεάζει τις εκλογικές συμπεριφορές”. Δεν αρκεί η απάντηση, “παραιτήθηκαν οι κ.κ. Δημητριάδης και Κοντολέων και ανέλαβαν την ευθύνη”. Ποια ευθύνη και σε ποιο θεσμικό επίπεδο. Δεν αρκεί η παραπομπή στις προκαταρκτικές εξετάσεις που επί μήνες διενεργεί η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών χωρίς εμφανές αποτέλεσμα και γνωστό χρονοδιάγραμμα. Δεν αρκεί η ΑΔΑΕ, που υπονομεύεται και συκοφαντείται με ακραίο τρόπο. Δεν αρκεί η ΑΠΔΠΧ που ήδη εξέδωσε την πρώτη απόφασή της για το Predator. Δεν αρκεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν θα αρκούσε ούτε η ομαλή και εντατική λειτουργία της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας».
«Το ζήτημα της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, του κύρους της και του απορρήτου των επικοινωνιών της που είναι ουσιαστικά στρατιωτικές επικοινωνίες απαιτεί να διαμορφώσει άμεσα μια εύλογη τεκμηριωμένη απάντηση ο ίδιος ο πρωθυπουργός και να ενημερώσει αξιόπιστα τουλάχιστον τους αρχηγούς των κομμάτων» κατέληξε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.