του Ηλία Παυλόπουλου
Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι κύριες αφηγήσεις σήμερα. Καταρχήν να πω ότι μιλάω για αφηγήσεις και όχι για στρατηγικές βασισμένες σε επιστημονικά δεδομένα, γιατί παράλληλα με τα επιστημονικά δεδομένα επιχειρείται και μια αξιακή δικαίωση αυτών που τα ερμηνεύουν δημιουργώντας το κατάλληλο αφήγημα που πολλές φορές υπερισχύει ανεξάρτητα από τα επιστημονικά ή όχι δεδομένα.
Η κυρίαρχη αφήγηση λοιπόν λέει ότι οι χώρες που πήραν μέτρα κοινωνικού αποκλεισμού έγκαιρα, δηλ. με την εμφάνιση των πρώτων καταγεγραμμένων κρουσμάτων, είχαν χαμηλό αριθμό κρουσμάτων και ακόμα χαμηλότερο θανάτων τους επόμενους δυο μήνες περίπου που κράτησε το λεγόμενο lockdown. Ελλάδα, Δανία, Νορβηγία, Πορτογαλία και Αυστρία θα τις βάζαμε στις «καλές» χώρες και Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία στις «κακές» χώρες που άργησαν να πάρουν σκληρά μέτρα έγκαιρα για πολλούς και διάφορους λόγους. Τι γνωρίζουμε από την επιστημονική ανάλυση μέχρι τώρα; Δυστυχώς όχι πολλά. Υπάρχουν μελέτες, όχι όμως ακόμα ελεγμένες από ερευνητές (not peer reviewed), που δείχνουν ότι τα έγκαιρα μέτρα επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη της πανδημίας. Παρόλα αυτά υπάρχουν πολλοί περιορισμοί σε όλες τις έρευνες όπως τα διαφορετικά πρωτόκολλα για τεστ και για αναφορές κρουσμάτων και θανάτων μεταξύ χωρών όπως και η διαφορετική εξέλιξη της πανδημίας λόγω κοινωνικών, πολιτικών, περιβαλλοντικών και άλλων συνθηκών. Αυτό σημαίνει ότι ποτέ δε θα μάθουμε ποιο μέτρο πραγματικά δουλεύει; Όχι, ακριβώς. Χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο και καλύτερη έρευνα για να μάθουμε περισσότερα για την πανδημία και να έχουμε αποδείξει με μεγάλη σιγουριά ότι κάποια μέτρα δουλεύουν και κάποια άλλα όχι. Να θυμίσω ότι πολλούς μήνες μετά την επιδημία του SARS το 2003, καταλάβαμε ότι η καραντίνα δεν είχε ιδιαίτερα αποτελέσματα, ενώ η απομόνωση των ασθενών είχε εξαιρετικά αποτελέσματα. Έχουμε λοιπόν κανένα λόγο σήμερα να αμφισβητούμε την παραπάνω αφήγηση; Η σωστή απάντηση είναι: «όχι ακόμα». Είναι πολύ νωρίς για να βγάλουμε ουσιαστικά συμπεράσματα γι’ αυτή την πανδημία. Ενδεικτικά συμπεράσματα έχουμε και προσπαθούμε να παίρνουμε μέτρα βασισμένα σε αυτά και ταυτόχρονα να μη ξεχνάμε να τα αποσύρουμε όταν αποδεικνύεται ότι δε δουλεύουν, πράγμα που εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι θα είναι αρκετά δύσκολο.
Μια δεύτερη αφήγηση λέει ότι επειδή αυτή η επιδημία ήρθε για να μείνει και δεν είμαστε εδώ για να κάνουμε αγώνα 100 μέτρων αλλά αγώνα αντοχής, δεν πρέπει να αναλωθούμε στην καταστολή (suppression) της που δεν έχει ιδιαίτερο νόημα αλλά στον μετριασμό (mitigation) των αποτελεσμάτων της. Άρα, σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, δεν έχει νόημα να πάρουμε πολύ σκληρά μέτρα τώρα και να μπλοκάρουμε τη διείσδυση στην κοινωνία, μιας και θα γίνει ούτως ή άλλως, αν όχι στο πρώτο κύμα, σίγουρα στο δεύτερο μετά τον Σεπτέμβριο. Έχει όμως νόημα να προστατεύσουμε τις πιο ευάλωτες ομάδες στον πληθυσμό και μέτρα παίρνουμε μόνο γι’ αυτές, χωρίς να κλείνουμε σχολεία, ή να σταματάμε την οικονομία. Επίσης σύμφωνα με αυτή την αφήγηση δεν θα υποφέρουμε από τις συνέπειες του σταματήματος της οικονομίας όπως οι κοινωνίες που πάτησαν απότομα φρένο. Εδώ μιλάμε για τη Σουηδία. Οι κριτικές σε αυτό το μοντέλο εστιάζονται στον αυξημένο αριθμό θανάτων που έχει σε σύγκριση με τις γειτονικές σκανδιναβικές χώρες που τα έκλεισαν όλα. Έχουμε λοιπόν κανένα λόγο σήμερα να αμφισβητούμε την παραπάνω αφήγηση; Η σωστή απάντηση είναι: «όχι ακόμα». Είναι πραγματικά απαράδεκτες οι κραυγές ενάντια σε οποιονδήποτε αμφισβητεί την κυρίαρχη αφήγηση. Αν λήξει αύριο η πανδημία, τότε μπορούμε ευχάριστα να ανακηρύξουμε την πρώτη αφήγηση απόλυτα αποτελεσματική, να γιορτάσουμε, και να κριτικάρουμε τους Σουηδούς για τις περίεργες αποφάσεις τους. Αν όμως η πανδημία δεν έχει τελειώσει, τότε οφείλουμε να περιμένουμε πριν στήσουμε λαϊκά δικαστήρια και κρεμάλες.
Μια άλλη αφήγηση αφορά στο κατά πόσο έχουμε να κάνουμε με μια κατάσταση που είναι περισσότερο μια εποχική γρίπη με χαμηλή θνησιμότητα ή όχι. Εδώ πρωτοστατεί με μια σειρά από αμφιλεγόμενες δηλώσεις ο καθηγητής Ιωαννίδης από το Στάνφορντ. Ας αρχίσουμε όμως από την τελευταία επίθεση στον καθηγητή Ιωαννίδη και την ομάδα του σχετικά με τη χρηματοδότηση της έρευνας τους για τη Σάντα Κλάρα σύμφωνα με την οποία βρέθηκαν αντισώματα για τον SARS-CoV-2 σε 54.000 άτομα σε μια περιοχή που είχε μόνο 1.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 94 θανάτους και υπολόγισαν τη θνητότητα στο 0,17%. Αν συγκρίνουμε άλλες παρόμοιες μελέτες από διαφορετικές περιοχές του κόσμου βρίσκουμε θνητότητα 0,37% στην γερμανική πόλη Γκάνγκελτ και θνητότητα 1,3% στο κρουαζιερόπλοιο Diamond Princess. Το πρώτο πράγμα που καταλαβαίνουμε από αυτά τα 3 παραδείγματα είναι ότι έχουμε μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ διαφορετικών περιοχών και καταστάσεων. Το δεύτερο ότι δεν είναι σίγουρο ότι μπορούμε να κάνουμε αξιοπρεπείς συγκρίσεις εξαιτίας πολλών περιορισμών στις μελέτες (διαφορετικά πρωτόκολλα και τεστ, όχι αντιπροσωπευτικοί πληθυσμοί κλπ). Και τρίτον, η μια από τις τρείς μελέτες δεν έχει αξιολογηθεί από ειδικούς (not peer reviewed). Αλλά, ας πούμε ότι η ποιότητα της έρευνας είναι εξαιρετική. Αρκεί να παίρνουμε αποφάσεις βασισμένες σε 3 μελέτες; Όχι βέβαια. Γι’ αυτό έχουμε εργαλεία όπως η «συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας» έτσι ώστε να αποφεύγουμε να παίρνουμε αποφάσεις βασισμένες σε μικρές έρευνες με φτωχή τεχνική, με διαφορετικό περιβάλλον και με αμφίβολα αποτελέσματα. Αυτή τη στιγμή όχι μόνο δεν έχουμε καμία συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αλλά απλά 2-3 μελέτες και πολλές άλλες σε εξέλιξη. Τι χρειαζόμαστε; Χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για να μπορέσουμε να πάρουμε καλύτερες αποφάσεις. Και εδώ θέλω να τονίσω κάτι πολύ σημαντικό. Σε περίοδο πανδημίας περισσότερο από κάθε άλλη φορά και όχι λιγότερο, χρειαζόμαστε καλή, αξιόπιστη, σοβαρή και ανεξάρτητη έρευνα. Αντί να έχουμε κραυγές που να ζητούν να χαλαρώσουν τα ερευνητικά πρωτόκολλα, θα έπρεπε να γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Τις τελευταίες εβδομάδες βλέπουμε πολλούς ερευνητές να κάνουν πρωτοσέλιδα στα ΜΜΕ, με τόσο αμφιλεγόμενα και μη ελεγμένα αποτελέσματα, που θυμίζουν κυριολεκτικά «άγρια δύση». Δε ξέρω αν είναι πρόβλημα αν ήξερε ή όχι ο κος Ιωαννίδης ότι ένας μεγιστάνας αεροπορικής εταιρείας έδωσε 5.000 δολάρια σε μια έρευνα περιμένοντας να αποδείξει ότι ο κορονοιός είναι μια είδους γρίπη (εκ πρώτης όψεως και γνωρίζοντας την αμερικάνικη αγορά φαίνεται αστεία αυτή η είδηση). Αλλά ξέρω ότι είναι πρόβλημα να καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις βασισμένες σε ανεπαρκή στοιχεία.
Βλέπουμε λοιπόν πως εξελίσσεται ένας πόλεμος απόψεων βασισμένος σε μικρές μελέτες. Βλέπουμε πως αυτός ο πόλεμος χρησιμοποιείται από κυβερνήσεις για να δικαιολογήσουν ή να καυτηριάσουν μέτρα. Βλέπουμε λοιπόν σε εξέλιξη όλο και περισσότερο μια επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης. Στον κόσμο μας, που το «φαίνεσθαι» είναι πολλές φορές εξαιρετικά σημαντικό, ειδικά στην πολιτική, μπορεί να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνο στη διαχείριση μιας πανδημίας. Γι’ αυτό θα πρέπει όλοι να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί. Οι σταυροφόροι όλων των πλευρών θα συνεχίσουν να θυσιάζουν τον κάθε κ. Ιωαννίδη που τολμάει να αμφισβητεί την εκάστοτε κυρίαρχη αφήγηση. Αυτή είναι η δουλειά τους και μάλιστα όταν μπορούν να ουρλιάζουν το πόσο ανεύθυνο είναι να αφήνεις ανθρώπους να πεθάνουν ενώ μπορείς να τους σώσεις απλά κλείνοντας τα πάντα. Σε αυτή λοιπόν την απολυτότητα, η οποία είναι παράλογη όπως κάθε απολυτότητα, οφείλουμε να απαντήσουμε με αξιόπιστη και σοβαρή επιστημονική έρευνα. Γιατί το να σώζουμε ανθρώπινες ζωές είναι πολύ σημαντική αρχή, αλλά όσοι έχουμε βρεθεί έστω και μια φορά σε ανθρωπιστική αποστολή σε εμπόλεμη ζώνη, ξέρουμε ότι μπορείς να παγιδευτείς στην απολυτότητα της ανθρωπιάς. Γι’ αυτό, όπως αναφέρει και ο Ερυθρός Σταυρός, φτιάξαμε τις υπόλοιπες αρχές της αμεροληψίας, της ουδετερότητας και της ανεξαρτησίας για να απαλύνουμε την απολυτότητα της ανθρωπιάς.
Οι βεβαιότητες που έχουμε σήμερα είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν νέο ιο, της γνωστής οικογενείας των κορονοιών, ο οποίος έχει χτυπήσει πολύ σκληρά κάποιες περιοχές του κόσμου και όχι κάποιες άλλες. Σε κάποιες χώρες τα έγκαιρα μέτρα με την άφιξη του πρώτου κύματος, μείωσαν τη θνητότητα ενώ κάποιες χώρες που πήραν καθυστερημένα μέτρα δεν είχαν ανάλογα αποτελέσματα.
Οι αβεβαιότητες που έχουμε είναι δυστυχώς πολύ περισσότερες. Δε ξέρουμε σε ποια φάση της πανδημίας είμαστε, δε ξέρουμε ακόμα τη συνολική ζημιά που έκαναν τα μέτρα στην οικονομία και άρα και τις κοινωνικές επεκτάσεις τους, δε ξέρουμε πως θα εξελιχθούν οι επόμενοι μήνες, ειδικά μετά το φθινόπωρο. Δεν έχουμε ακόμα αξιόπιστα τεστ ανίχνευσης του ιού, δεν έχουμε ακόμα αξιόπιστες θεραπείες και ο δρόμος για το εμβόλιο μοιάζει πολύ μακρινός. Και όλα αυτά είναι πολύ λογικά 5 μήνες μετά την έναρξη μιας πανδημίας.
Από την εμπειρία που έχουμε από άλλες επιδημίες φαίνεται ότι μόλις περάσαμε το πρώτο κύμα. Πως θα είναι το δεύτερο κύμα, αν θα υπάρξει καν και αν θα είναι για όλους, είναι κάτι που θα ανακαλύψουμε τους επόμενους μήνες. Μέχρι τότε, ας κάνουμε λίγη υπομονή. Κάποιες χώρες ίσως πέρασαν τα χειρότερα, αλλά για κάποιες άλλες ίσως αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Ο Ηλίας Παυλόπουλος έχει σπουδάσει Δημόσια Υγεία στο Λονδίνο και Βιοηθική στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Έχει εργαστεί τα τελευταία 15 χρόνια με ιατρικές ανθρωπιστικές οργανώσεις σε πολλές χώρες στην Αφρική, την Ασία αλλά και την Ελλάδα.