Οι σημερινές εκλογές στο πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας, που αν ήταν αυτόνομη χώρα θα ήταν η έβδομη μεγαλύτερη της Ευρώπης, αποτελούν πρώιμη δοκιμασία για τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, πέντε μήνες αφότου ανέλαβαν τα ηνία στη διακυβέρνηση της χώρας.

Σε μια περιφέρεια που κυριαρχούσαν διαχρονικά, αλλά είδαν το 2017 το CDU της Άνγκελα Μέρκελ να τους κερδίζει, οι Σοσιαλδημοκράτες καλούνται όχι μόνο να ανακτήσουν τον έλεγχο της περιοχής αλλά να κερδίσουν και μια ψήφο εμπιστοσύνης για την ομοσπονδιακή πολιτική τους. H δημοτικότητα του Σολτς έχει πέσει μετά την κριτική που δέχεται στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό, για τις κινήσεις του αναφορικά με την προμήθεια βαρέων όπλων στο Κίεβο και την παρεμπόδιση της άμεσης απαγόρευσης των ρωσικών εισαγωγών ενέργειας.

Οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν το αποτέλεσμα ως αμφίρροπο, με το CDU να έχει ελαφρύ προβάδισμα στο 32% έναντι 28% του SPD σε έρευνα που δημοσίευσε το INSA την Πέμπτη.

Στην προεκλογική εκστρατεία στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία κυριάρχησαν θέματα σχετικά με την Ουκρανία, την ενεργειακή ασφάλεια, την σταδιακή κατάργηση του άνθρακα και τις αυξημένες τιμές των καυσίμων και της ενέργειας. Άλλα θέματα της προεκλογικής εκστρατείας στο κρατίδιο αυτό ήταν η κλιματική αλλαγή, η πολιτική για την παιδεία και η οικονομικά προσιτή στέγαση.

Πρωθυπουργός στο Ντίσελντορφ είναι ο χριστιανοδημοκράτης Χένρικ Βiστ, ο οποίος συγκυβερνά με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP). Για τους σοσιαλδημοκράτες την πρωθυπουργία διεκδικεί ο Τόμας Κουτσάτι, υπουργός Δικαιοσύνης στην τοπική κυβέρνηση την περίοδο 2012-2017.

Ακόμη και αν το SPD έρθει δεύτερο, ο Κουτσάτι έχει δηλώσει ότι θα μπορούσε να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους και το FDP. Λόγω της πτώσης της υποστήριξης προς το FDP, ο Βιστ θα έπρεπε να πείσει τους Πράσινους να συμμετάσχουν  κυβέρνηση συνασπισμού, ώστε να μπορέσει να παραμείνει περιφερειακός πρωθυπουργός.