Μιλώντας για ντοπαρισμένους ολυμπιονίκες, ο αδερφός μου έλεγε πως θα ήταν πιο έντιμο στους Ολυμπιακούς Αγώνες να βραβεύονται οι φαρμακευτικές εταιρείες για τα σκευάσματα του ντόπινγκ. Πάλι θα ικανοποιούσαμε την αγάπη του κόσμου για βραβεύσεις, αλλά θα είχαμε ένα αποτέλεσμα αρκετά πιο έντιμο. Ίσως μία καλή ιδέα θα ήταν να κάνουμε το ίδιο και με τη λογοκλοπή. Αντί να σκίζουμε κάθε τόσο τα ρούχα μας γιατί ο τάδε ή ο δείνα παριστάνει τον συγγραφέα κλέβοντας τον πνευματικό κόπο κάποιου άλλου, θα μπορούσαμε απλώς να μετατρέψουμε λίγο το αγώνισμα. Να επιβραβεύουμε αυτούς που με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο κατάφεραν και να κλέψουν και να δοξαστούν γι’ αυτό. Οι προτάσεις μας για το 2020 είναι ο πεζογράφος Αλέξης Σταμάτης, που κατόρθωσε να γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία της λογοκλοπής όταν τιμήθηκε με το να μπει το κακομεταφρασμένο ξένο κείμενο που είχε πασάρει για δικό του, θέμα στις πανελλαδικές εξετάσεις, και βεβαίως ο γενάρχης και μέντορας της λογοκλοπής, ο Τζέσε Τζέημς της ποιητικής τέχνης, ο Χάρης βλαβιανός.
Για όποιον δεν έχει παρακολουθήσει αυτή την ιστορία από την αρχή, ορίστε τι συνέβη: Εδώ και λίγες μέρες ο κόσμος των συγγραφέων συνταράσσεται από δύο μεγάλα σκάνδαλα. Το πρώτο είναι η βράβευση του κατά συρροήν λογοκλόπου Χάρη Βλαβιανού με το Κρατικό Βραβείο ποίησης και το δεύτερο η χρησιμοποίηση αποσπασμάτων ενός άρθρου του Αλέξη Σταμάτη στις πανελλαδικές εξετάσεις που αποδείχθηκε από τον Νίκο Σαραντάκο ότι ήταν προϊόν λογοκλοπής. Ότι ένας πεζογράφος και ένας ποιητής δεν διστάζουν να οικειοποιηθούν ξένα κείμενα παρουσιάζοντας τα για δικά τους είναι ζήτημα ατομικής ηθικής.
Το γεγονός όμως ότι όσα πειστήρια και αν μαζευτούν, όση κατακραυγή και αν υπάρξει, ακόμη και αν, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, συγκεντρωθούν υπογραφές 32 διαφορετικών φορέων και περιοδικών που ζητούν να τιμωρηθεί η λογοκλοπή, (εδώ οι ερωτήσεις βουλευτών του ΜέΡΑ25 για το θέμα) πέφτουν στο κενό, είναι αδιανόητο.
Ο Γιάννης Πατίλης, σημαντικός ποιητής και εκδότης για δεκαετίες του περιοδικού πλανόδιον, έγραψε μία επιστολή προς την εταιρεία Ελλήνων συγγραφέων στην οποίαν λέει λίγο πολύ ότι αν η εταιρεία Ελλήνων συγγραφέων πιστεύει ότι λογοκλοπή είναι ο όρος με τον οποίον οι παλιομοδίτες και οι επαρχιώτες περιγράφουν τη “διακειμενικότητα”, τότε μπορεί πολύ απλά να αφαιρέσει το άρθρο που υποτίθεται ότι προβλέπει τιμωρία για τη λογοκλοπή από το καταστατικό της.
Αν όμως έχει κάποιο νόημα αυτό το άρθρο, τότε δεν υπάρχουν πιο κραυγαλέες περιπτώσεις από του Βλαβιανού και του Σταμάτη.
Στην επιστολή του Γιάννη Πατίλη απάντησε η εταιρεία Ελλήνων συγγραφέων με ένα σκεπτικό που σε βγάζει από τα ρούχα σου.
Ακόμη και αν αφήσει κάνεις κατά μέρος το κομμάτι όπου η επιτροπή ασχολείται με το αν ο Πατιλης φρόντισε να τους απευθυνθεί ιδιωτικά και όχι δημόσια όπως θα θεωρούσαν οι ίδιοι ευγενικότερο, η απάντηση της εταιρείας Ελλήνων συγγραφέων προτείνει το εξής εξοργιστικό επιχείρημα: τους συγγραφείς τους κρίνουν οι αναγνώστες!
Και αναρωτιέται κανείς εύλογα, δηλαδή μπεστ-σελερίστες δεν μπορεί να κατηγορήσει για λογοκλοπή η εταιρεία Ελλήνων συγγραφέων; Πρέπει τη λογοκλοπή να την ανακαλύψει ο μέσος αναγνώστης; Αν κάνεις εξαπάτησε τον αναγνώστη με επιτυχία και καταφέρει με επαφές και μπόλικο κλέψιμο να μοσχοπουλάει τα βιβλία άλλων με δική του υπογραφή, εμείς θα πούμε ότι δεν πειράζει γιατί ο κόσμος ψωνίζει; Έτσι αντιλαμβάνεται την ευθύνη της η Εταιρεία Συγγραφέων;
Η λογοκλοπή δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί. Στην προκειμένη περίπτωση τα τεκμήρια έχουν συλλέξει φιλόλογοι και ποιητές που διαθέτουν επαρκή μόρφωση και εργαλεία για να εντοπίζουν και να αποδεικνύουν την απάτη.
Είναι δυνατόν μπροστά σε αυτό το φαινόμενο εμείς να κρυφτούμε πίσω από την εμπορική επιτυχία και να αφήσουμε τον κόσμο να εξαπατάται νομίζοντας ότι διαβάζει έναν άλλον συγγραφέα από αυτόν που όντως έγραψε το κείμενο;
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους: το σινάφι των συγγραφέων και ποιητών δεν διαφέρει βεβαίως από όσα συναντούμε σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία. Ο καθένας κάνει τα εγκλήματα που μπορεί.
Ανάλογα με το πόσο δυνατός νιώθει, μπορεί όχι μόνο να κάνει κηδεία με ξένα κόλλυβα κατά συρροή, αλλά μετά να επιδιώκει τη βράβευση και τη συγκάλυψη.
Βρισκόμαστε εδώ στο πεδίο μιας εικασίας που νομίζω όμως ότι δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Η βράβευση αποτελεί μέρος της συγκάλυψης. Την ώρα που κάνεις δέχεται επιθέσεις από πολλές πλευρές, φροντίζει με την καταξίωση ενός βραβείου να ξεπλύνει τις αμαρτίες του. Βεβαίως και αυτό δεν μπορεί να γίνει για πολύ, διότι για πόσο θα θεωρείται τιμητικό να λαμβάνεις ένα βραβείο που έχουν πάρει ακόμη και λογοκλόποι;
Και οι δύο συγγραφείς αυτοί είναι τόσο ισχυρά δικτυωμένοι που έχουμε φτάσει στην αδιανόητη κατάντια να ζητούμε όχι με κάποιο τρόπο να στιγματιστούν, να ζητήσει συγγνώμη η επιτροπή που έθεσε το θέμα στις εξετάσεις, η εφημερίδα που εξαπάτησε τους αναγνώστες ή τέλος πάντων οι ίδιοι. Έχουμε φτάσει στο σημείο να χρειάζεται να γίνουν εκκλήσεις επί εκκλήσεων ώστε να μην επιβραβεύονται και δοξάζονται για κλεμμένα έργα αυτοί οι άνθρωποι.
Το θράσος της λογοκλοπής είναι αξεχωριστό από το θράσος της συγκάλυψης. Το ίδιο δίκτυο φίλων προστατεύει την απάτη κολακεύοντας την ισχύ. Αν μου επιτρέπεται ένα παράδειγμα από έναν χώρο κάπως πιο ωμό, είναι όπως όταν ο Βαγγέλης Μαρινάκης φωτογραφίζεται μαζί με πρωτοκλασάτα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας την ώρα που εκκρεμούν κακουργηματικές διώξεις εναντίον του. Αυτός είναι ο τρόπος του για να μας πει πως ό,τι και να γίνει, “τους έχω όλους στο τσεπάκι μου”.
Η επιτροπή των κρατικών βραβείων, η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων, ο εκδοτικός οργανισμός του Βήματος, συμμετέχουν συνειδητά πια σε μία διαδικασία προστασίας του κύρους συγκεκριμένων προσώπων εις βάρος του κύρους των ιδίων.
Ας ξαναδιατυπώσουμε λοιπόν το αίτημά μας με τρόπο κλιμακωτό: αφού κανείς δεν έχει τη διάθεση να τιμωρήσει σε δικαστήριο, αφού κανείς δεν έχει τη διάθεση να τιμωρήσει έστω με τη μορφή του στιγματισμού ή της διατύπωσης μιας δημόσιας συγνώμης προς τους αναγνώστες, τότε μήπως θα μπορούσαμε έστω να μην επιβραβεύουμε την απάτη; Εδώ που έχουμε φτάσει, και αυτό το λίγο θα ήταν ευπρόσδεκτο.
Ή, για να προσαρμόσουμε με ρεαλισμό τις προσδοκίες μας στη σκληρή πραγματικότητα, ας βραβεύονται αυτοί άνθρωποι, αλλά με το μετάλλιο της καπατσοσύνης, βραβείο καλύτερης προσαρμογής σε έναν σκληρό και άδικο κόσμο. Δεν θα επιβεβαιώνουμε την εικόνα που έχει ο κόσμος για τους ποιητές, αλλά θα υπηρετούμε πιστότερα την αλήθεια. Και αυτό θα είναι ένα έργο σπουδαίο και αγαθό.
Κλείνω με μερικούς στίχους που έγραψα αυθόρμητα για το θέμα:
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να μην κλέβετε έργα άλλων και τα πασάρετε για δικά σας.