Ο Μπολσονάρου βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό από τις αρχές Αυγούστου, καθώς οι συνήγοροί του επικαλέστηκαν λόγους υγείας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές, φέρεται να προσπάθησε να αφαιρέσει το ηλεκτρονικό βραχιολάκι παρακολούθησης, γεγονός που ενίσχυσε τις υποψίες για πρόθεση διαφυγής.

Μετά την έκδοση της εντολής σύλληψης, ο πρώην πρόεδρος μεταφέρθηκε στα κεντρικά της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας στη Μπραζίλια. Ο δικαστής που χειρίζεται την υπόθεση, Αλεξάντρε ντε Μοράες, τόνισε ότι η σύλληψη πρέπει να πραγματοποιηθεί «με απόλυτο σεβασμό προς την αξιοπρέπεια του Ζαΐρ Μεσίιας Μπολσονάρου, χωρίς χειροπέδες και χωρίς οποιαδήποτε δημόσια έκθεση». Στο δικαστικό έγγραφο γίνεται παράλληλα αναφορά στη φερόμενη απόπειρα καταστροφής του βραχιολιού, η οποία, σύμφωνα με την εκτίμησή του, υποδηλώνει «ενδεχόμενη απόπειρα διαφυγής».

«Οι πληροφορίες επιβεβαιώνουν την πρόθεση του καταδικασμένου να καταστρέψει το ηλεκτρονικό βραχιόλι ώστε να εξασφαλίσει την επιτυχή διαφυγή του», ανέφερε ο Ντε Μοράες, όπως μετέδωσε η εφημερίδα O Globo.

Ο Μπολσονάρου καταδικάστηκε τον Σεπτέμβριο για τον ρόλο του στις ενέργειες που ακολούθησαν την ήττα του από τον Λουίζ Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα. Η στάση του πρώην προέδρου θεωρείται ότι υποκίνησε τις μαζικές εισβολές οπαδών του σε κυβερνητικά κτίρια στη Μπραζίλια, μία εβδομάδα μετά την ορκωμοσία του Λούλα, γεγονός που προκάλεσε διεθνείς συγκρίσεις με την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021.