Toν Απρίλιο του 2005 o 73χρονος Τακίσι Νισιγιάμα μήνυσε την ιαπωνική κυβέρνηση για ανεπανόρθωτες ζημίες, ηθική βλάβη και δημόσιο διασυρμό. Ζητούσε αποζημίωση 33 εκατομμυρίων γεν και τη δημόσια συγγνώμη του ιαπωνικού κράτους. 

Ο Τακίσι Νισιγιάμα υπήρξε πολιτικός συντάκτης της μεγάλης Ιαπωνικής εφημερίδας Μαϊνίτσι Σιμπούν και η υπόθεση για την οποία μήνυε την κυβέρνηση ήταν κοντά 35 χρόνων.

Το 1971, επί πρωθυπουργίας Ιζάκου Σατό και προεδρίας Ρίτσαρντ Νίξον, η Ιαπωνική κυβέρνηση και οι Ηνωμένες Πολιτείες συζητούσαν, για μία ακόμη φορά, την ελευθέρωση της Οκινάουα – νήσου του ιαπωνικού αρχιπελάγους και αμερικάνικου προτεκτοράτου από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Η Ουάσιγκτον είχε συμφωνήσει να επιστρέψει το (πολυβασανισμένο) τροπικό νησί στην Ιαπωνία, αλλά ζητούσε να πληρωθεί για τα κόστη της παραμονής του στρατού της εκεί επί έτη, όπως και το κόστος της απομάκρυνσής του. 

Ο Νισιγιάμα, πολλά υποσχόμενος πολιτικός ρεπόρτερ, έφερε στο φως μια σειρά εγγράφων, από τα οποία εύκολα συμπέραινε κανείς ότι, η Ιαπωνία είχε αποδεχθεί, σε μυστική συμφωνία, να καλύψει η ίδια τέσσερα εκατομμύρια δολάρια από το κόστος της επιστροφής της, υπό αμερικανικό έλεγχο, νήσου. Στην πραγματικότητα, και από όσα σήμερα γνωρίζουμε, το ποσό ήταν πολύ μεγαλύτερο. Το αληθινό ποσό θα ερχόταν, ίσως, στο φως, αν η αποκάλυψη για τα τέσσερα εκατομμύρια δεν «θάβονταν» πάραυτα.

Το ρεπορτάζ που, όπως αποδείχθηκε δεκαετίες αργότερα, αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες δημοσιογραφικές επιτυχίες της Ιαπωνικής δημοσιογραφίας τον 20ο αιώνα, και που οδήγησε σε εν κρυπτώ αλλαγή πλεύσης την εξωτερική πολιτική της χώρας, αμφισβητήθηκε από την πρώτη στιγμή. Η κυβέρνηση αρνήθηκε ότι υπήρξε ποτέ αυτή η συμφωνία. Και οι άλλοι δημοσιογράφοι, ο υπόλοιπος Τύπος της χώρας, δέχθηκε ασυζητητί την κυβερνητική γραμμή. Πεισματωμένος, ο Νισιγιάμα έδωσε όλα τα στοιχεία που είχε, όχι στη δικαιοσύνη, αλλά σε ένα βουλευτή της μείζονος αντιπολίτευσης. Ήταν το μεγάλο του σφάλμα που προσέφερε πάτημα για την ποινικοποίηση της υπόθεσης.

Για την Ιαπωνική κυβέρνηση το κόστος από την αλλαγή πλεύσης στην οποία υποχρεώθηκε, ήταν τεράστιο. Γι’ αυτό και ο αυτουργός έπρεπε να πληρώσει. Γρήγορα, πολύ γρήγορα, ήρθε στο φως ότι, το συγκλονιστικό ρεπορτάζ είχε προκύψει από «ροζ» πηγή. Το βάρος εύκολα μεταφέρθηκε αλλού. 

Ο – έγγαμος – Νισιγιάμα είχε ερωτική σχέση με την -επίσης έγγαμο- γραμματέα του υπουργού Εξωτερικών, η οποία και του προμήθευσε τα έγγραφα. Με τη βοήθεια των φιλοκυβερνητικών μέσων, η ιαπωνική κοινή γνώμη άρχισε με πάθος να ασχολείται με το ερωτικό σκάνδαλο και το γεγονός ότι, ο ρεπόρτερ είχε ζητήσει έγγραφα από την ερωμένη του και αυτή του τα έδωσε. Το περιεχόμενο των εγγράφων – που η κυβέρνηση διέψευδε, άλλωστε – είχε περάσει στα αζήτητα. 

Και οι δύο παράνομοι εραστές οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη. Η γυναίκα καταδικάστηκε για αποκάλυψη κρατικών μυστικών -κατ’ ουσίαν για προδοσία- και ο δημοσιογράφος για ηθική αυτουργία. Ο Νισιγιάμα αγωνίστηκε χρόνια κατά αυτής της απόφασης, φτάνοντας ως το ανώτατο δικαστήριο, το 1978. Κρίθηκε ένοχος από όλες τις βαθμίδες της Ιαπωνικής δικαιοσύνης. Η γραμματέας δεν εφεσίβαλε την πρώτη απόφαση.

Η μοίρα του δημοσιογράφου ήταν προδιαγεγραμμένη: φυλακή, απόλυση από την εφημερίδα του, διαζύγιο, έξοδος από τη φυλακή, απροθυμία όλων των εφημερίδων να του δώσουν δουλειά. Για να ζήσει άρχισε να τζογάρει. Έφτασε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής.

Μετά από βαθιά προσωπική κρίση, άρχισε να επανέρχεται. Έκανε επανειλημμένες προσπάθειες επανένωσης της οικογένειάς του -τελικά την κατόρθωσε-, ξέχασε τη δημοσιογραφία και βρήκε δουλειά στο μανάβικο του πατέρα του. Όμως, ο χρόνος δεν τα γιάτρεψε όλα: σε μια κοινωνία βαθιά συντηρητική και εσωστρεφή, τα αποτελέσματα της δημόσιας διαπόμπευσής του τον ακολουθούσαν πάντα.

Κατά πως λέει κι η ανατολίτικη παροιμία, αν καθήσεις υπομονετικά στην άκρη του ποταμού θα δεις το πτώμα του εχθρού σου να περνά μπροστά σου. Ο Τακίσι Νισιγιάμα έμελλε να το επιβεβαιώσει στις αρχές του 21ου αιώνα. 

Το 2000 και το 2002, η αμερικανική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα μια σειρά εγγράφων, ορισμένα εκ των οποίων συνηγορούσαν με όσα είχε υποστηρίξει ο Νισιγιάμα περί μυστικής συμφωνίας. Σε ένα,  μάλιστα, καταγράφονταν αίτημα της ιαπωνικής κυβέρνησης να παραμείνει μυστική η συμφωνία. Ο δημοσιογράφος είχε επιτέλους νέα στοιχεία στα χέρια του και μπορούσε να ξεκινήσει νέον αγώνα για την αποκατάστασή του.

Σε συνέντευξή του στο εβδομαδιαίο περιοδικό Σουκάν Ασάχι, ο Νισιγιάμα δήλωνε πως, παρ’ ότι γέρων -«βρίσκομαι πια στη δύση του βίου μου»- ένοιωθε πως έπρεπε «να τα βάλει ακόμη μια φορά με αυτούς που οργάνωσαν ετούτο το έγκλημα».

«Ακόμη και σήμερα με γεμίζει θυμό η σκέψη ότι, στις δίκες μου, ποτέ δε νοιάστηκαν για την ίδια την αποκάλυψη. Με κατηγόρησαν ότι αποκάλυψα κρατικά μυστικά και κανείς δεν ασχολήθηκε με όσα αποκάλυπταν αυτά τα μυστικά. Ενώ, όφειλαν να αποφασίσουν αν τα έγγραφα αυτά καθ’ αυτά παραβίαζαν κάποιο νόμο, και αν γι΄ αυτό έπρεπε να αποκαλυφθούν, διότι αφορούσαν το δημόσιο συμφέρον».

Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας, ακόμη και δεκαετίες μετά, δεν αποδέχεται ότι έσφαλε κατ’ ελάχιστον, όπως δεν αποδέχεται ότι ποτέ υπήρξε τέτοια συμφωνία, παρά τις αμερικάνικες αποκαλύψεις. Κυβερνητικά στελέχη, σχολιάζοντας τη δήλωση Νισιγιάμα στο περιοδικό, έλεγαν πως «ακόμη και αν υποθέσει κανείς ότι όντως υπήρξε μια μυστική συμφωνία, η ενοχή ή αθωότητα των κατηγορουμένων δεν επηρεάζεται». Ακόμη και αν πρόκειται για δημοσιογράφους, ακόμη και αν πρόκειται για το δημόσιο συμφέρον.

Το 2007 η προσφυγή του Νισιγιάμα κατά της ιαπωνικής κυβέρνησης απορρίφθηκε από τη δικαιοσύνη λόγω της παρέλευσης άνω των 30 ετών από το σκάνδαλο. Παραγραφή. Γιατί ακόμη και μετά τόσες δεκαετίες, η ιαπωνική κυβέρνηση συνεχίζει να αρνείται την ύπαρξη της συμφωνίας; Γιατί, όπως και προ δεκαπενταετίας εκτιμούσαν διεθνείς αναλυτές, σημαίνει την ύπαρξη και άλλων σοβαρότερων μυστικών με πιθανότερο την τοποθέτηση πυρηνικών στην Οκινάουα. Κάτι που όφειλε να μείνει για πάντα κρυφό από τον ίδιο το Ιαπωνικό λαό, που έχει υποστεί τις συνέπειες των πυρηνικών των Αμερικάνων, αλλά και από πλησίον της Ιαπωνίας χώρες που από τότε όλο και γίνονται ισχυρότερες… 

Κοπτοραπτούδες και μυθιστοριογράφοι

Η Τζάνετ Κουκ, δημοσιογράφος της Ουάσιγκτον Ποστ, κέρδισε το 1981 το βραβείο Πούλιτζερ για το καλύτερο ρεπορτάζ, για την καταγραφή της συγκλονιστική ιστορίας ενός οκτάχρονου ηρωινομανούς, του Τζίμμυ, «τρίτη γενιά ηρωινομανών» ο οποίος «ονειρευόταν να γίνει βαποράκι όταν μεγαλώσει».

Με τη δημοσίευση του ρεπορτάζ, όλοι οι κάτοικοι της αμερικάνικης πρωτεύουσας, από τον τότε δήμαρχο μέχρι τον τελευταίο πολίτη, άρχισαν να πιέζουν για την αποκάλυψη όλων των στοιχείων του άτυχου παιδιού και να ξεκινούν έρευνες για την ανεύρεση του όταν η Κουκ αρνήθηκε να τα δώσει, υποστηρίζοντας ότι κινδύνευε από εμπόρους ναρκωτικών. 

Οι δημοτικές αρχές, σε συνεργασία με την αστυνομία, προσπάθησαν να εντοπίσουν μόνες τους το αγόρι. Δεν το κατόρθωσαν, όπως δεν κατόρθωσαν να βρουν ούτε ένα στοιχείο που να συνηγορεί στην ύπαρξή του. Κάποιοι άρχισαν να μιλούν, στην αρχή ψιθυριστά και κατόπιν όλο και δυνατότερα, για κατασκευασμένο ρεπορτάζ. Η Ουάσιγκτον Ποστ το αρνήθηκε και στήριξε τη δημοσιογράφο της.

Το Πούλιτζερ απονεμήθηκε στην Κουκ ενώ η δημόσια αμφισβήτηση αύξανε. Και η εφημερίδα άρχισε να πιέζει για αποκάλυψη των στοιχείων του τραγικού Τζίμμυ. Μόνο που, όντως, ο Τζίμμυ δεν υπήρχε.

Η Τζάνετ Κουκ παραιτήθηκε από την Ποστ. Η Ποστ επέστρεψε το Πούλιτζερ, απολογούμενη. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η δημοσιογράφος έδωσε τη δική της εκδοχή, μιλώντας για πρώτη φορά από το ’81, στο περιοδικό ΤζιΚιού (GQ). Απέδωσε το παράπτωμά της στην πίεση του εργασιακού περιβάλλοντος. 

Ο Στίβεν Γκλας ήταν ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός αμερικάνος δημοσιογράφος. Από τα 23 του χρόνια, που τα έκλεισε το 1995, συνεργαζόταν με μερικά από τα πιο σημαντικά έντυπα των ΗΠΑ: το Ρόλινγκ Στόουν, το Νιού Ρεπάμπλικ, το Χάρπερ’ς. Φαινόταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για την καριέρα του. Κυρίως, να κατασκευάσει ειδήσεις, να τους προσθέσει το αλατοπίπερο που δεν είχαν. Η πλούσια και δημιουργική του φαντασία ήταν ο βασικός του βοηθός.

Πριν ξεσπάσει το μεγάλο σκάνδαλο, που του κόστισε τη δημοσιογραφική του καριέρα, ο Γκλας είχε γίνει στόχος επιστολών και καταγγελιών για κατασκευή στοιχείων και δηλώσεων όπως και για λογοκλοπή. Κάποιοι από τους εργοδότες του πάγωσαν τη συνεργασία μαζί του όταν αυτές οι καταγγελίες πολλαπλασιάστηκαν. Όχι και το Νιου Ρεπάμπλικ, όμως. 

Παρ’ ότι τουλάχιστον 27 από τα 41 άρθρα του Γκλας που δημοσιεύτηκαν στο Νιού Ρεπάμπλικ αποδείχθηκαν κατασκευασμένα, οι αρχισυντάκτες του δεν τον είχαν υποψιαστεί. Για πολλά χρόνια τον έσωζε το γεγονός ότι ανακάτευε αλήθειες και ψέματα με εξαιρετική ευχέρεια, παραδίδοντας άρθρα γεμάτα ζωντανές περιγραφές, που διαβάζονταν με ενδιαφέρον.

Η απάτη του αποκαλύφθηκε το Μάιο του 1998, όταν δημοσιεύτηκε μία απολύτως κατασκευασμένη ιστορία του, ένα γνήσιο διήγημα, για έναν υποτιθέμενο 15χρονο χάκερ που πληρώθηκε με πακτωλούς χρημάτων από την εταιρία υπολογιστών Τζακτ της οποίας τους σέρβερς χάκεψε, υποτίθεται υποδεικνύοντας τις αδυναμίες του συστήματος ασφάλείας τους. 

Η ιστορία ήταν τόσο ενδιαφέρουσα, ώστε ο συντάκτης του ηλεκτρονικού Φορμπς, Άνταμ Πένερμπεργκ, αποφάσισε να ψάξει το θέμα για ένα δικό του άρθρο. Προς έκπληξήν του, ανακάλυψε ότι η εταιρία Τζακτ δεν υπήρχε όπως δεν υπήρχαν και οι άνθρωποι που αναφέρονταν στο ρεπορτάζ. Το Φορμπς και ο Πένερμπεργκ έδωσαν τα στοιχεία της έρευνάς τους στο Νιού Ρεπάμπλικ, και ο Γκλας υποστήριξε ότι τον κορόιδεψαν. Όμως, το θέμα ήταν πολύ σοβαρό για να φτάσει μόνον ως εδώ.

Το Νιού Ρεπάμπλικ προσπάθησε να διασταυρώσει τα στοιχεία που έδινε στο «ρεπορτάζ» ο Γκλας. Η πορεία της έρευνας έδειχνε πως όλα ήταν κατασκευασμένα. Ο Γκλας απολύθηκε χωρίς να ασκηθεί δίωξη εναντίον του. Άφησε για λίγο καιρό τη δημοσιογραφία και σπούδασε νομικά. Το 2003 εμφανίστηκε ξανά στο επάγγελμα,  με ένα άρθρο του στο Ρόλινγκ Στόουν. Το 2007 άρχισε να εργάζεται ως ασκούμενος δικηγόρος στο Λος Άντζελες.

Η ζωή κάποτε δε συνεχίζεται

Ο Άντριου Γκίλιγκαν εργάζονταν για το βρετανικό ραδιόφωνο του BBC και είχε στο δυναμικό του μια σειρά από σημαντικές ανταποκρίσεις, κυρίως από τη Βαγδάτη, που πολλές φορές επιτυχώς διέψευδαν κρατικά ψεύδη, είτε της Βρετανίας είτε των ΗΠΑ.

Στις 29 Μαίου του 2003 ανέφερε στην ανταπόκρισή του για το BBC ότι έπεσαν στα χέρια του στοιχεία που έδειχναν ότι η βρετανική κυβέρνηση είχε ηθελημένα αποκρύψει μελέτες και αναφορές για τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ιράκ και περί των όπλων μαζικής καταστροφής, ώστε να μπορέσει να αιτιολογήσει την απόφαση της επίθεσης κατά της Βαγδάτης.  Ακολούθως, σε άρθρο του σε εφημερίδα που συνεργαζόταν κατονόμασε τον διευθυντή Επικοινωνίας και Στρατηγικής του πρωθυπουργικού γραφείου, Άλαστερ Κάμπελ, ως υπεύθυνο για την απόκρυψη.

Η αντίδραση του Κάμπελ ήταν έντονη. Απαίτησε να αποκαλυφθεί η πηγή και χαρακτήρισε ψευδές το ρεπορτάζ. Κατονομάζοντας τον Κάμπελ, ο Γκίλιγκαν ανέφερε ότι του τον υπέδειξε πηγή του. Η ίδια πηγή, «μέλος των μυστικών υπηρεσιών»,  όπως ανέφερε στην επόμενη ανταπόκρισή του στο BBC, του είπε ότι οι αρχές γνώριζαν πως όσα διέρρεαν με αναφορές περί της δυνατότητας του Ιράκ να εξαπολύσει σε 45 λεπτά επίθεση με βιολογικά όπλα ήταν ψεύδη. 

Η πηγή του Γκίλιγκαν δεν ήταν μέλος των μυστικών υπηρεσιών αλλά ο ειδικός επί των βιολογικών όπλων και παλαιότερα στην ομάδα επιθεωρητών του ΟΗΕ για το Ιράκ, Ντέιβιντ Κέλι. Το BBC αρνήθηκε να δώσει το όνομά του, όταν πιέστηκε από την κυβέρνηση, αλλά, λόγω των φημών και των δημοσιευμάτων του λοιπού Τύπου, τελικώς ο ίδιος ο Κέλι δήλωσε ότι είχε μεν συνομιλήσει σχετικά με το Γκίλιγκαν, αν και ο ίδιος πίστευε ότι δεν πρέπει να ήταν η περίφημη πηγή, αφού δεν είχε κάνει οποιαδήποτε δήλωση περί των 45 λεπτών. Ο Γκίλιγκαν και η παραγωγός του επιβεβαίωσαν ότι ο καθηγητής ήταν η πηγή όλου του ρεπορτάζ, και δεν τον προστάτευσαν ως όφειλαν. Οι πολιτικοί νίκησαν. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Κέλι βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του.

Η αυτοκτονία του επιστήμονα, τις συνθήκες του οποίου ανέλαβε να διερευνήσει ο δικαστής Χάτον, έδωσε άλλες διαστάσεις στην υπόθεση. Ο δικαστής αθώωσε την κυβέρνηση και «καταδίκασε» το BBC, το οποίο έκρινε «χαλαρό» σε θέματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας – τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όσα ήρθαν στο φως οδήγησαν σε σειρά παραιτήσεων κορυφαίων στελεχών του BBC και τη διακοπή της συνεργασίας του οργανισμού με τον Γκίλιγκαν. Ακολούθησε επανεξέταση όλων των κανόνων με τους οποίους εργάζονται οι δημοσιογράφοι του βρετανικού ενημερωτικού κολοσσού και επανεκπαίδευση όλων των δημοσιογράφων του στις νέες, αυστηρότερες προδιαγραφές του ρεπορτάζ που προέκυψαν.

Σήμερα ο Γκίλιγκαν είναι σύμβουλος του Βρετανού πρωθυπουργού. 

Οι πρόγονοι της λίστας Πέτσα 

Ο Φόστερ Γουίνανζ δεν κατασκεύασε ποτέ ρεπορτάζ. Ακριβώς το αντίθετο: όλες οι πληροφορίες που μάζευε ήταν «λίρα εκατό», διασφαλισμένες και διασταυρωμένες. Η στήλη του στην Γουόλ Στροτ Τζέρναλ, με τίτλο «Τι λέει η πιάτσα», ήταν από τις εγκυρότερες και έβγαζε το ένα «λαυράκι» μετά το άλλο. 

Μόνο που, όλες αυτές οι ειδήσεις και πληροφορίες, για την άνοδο και την πτώση μετοχών, την κυβερνητική πολιτική, τις συγχωνεύσεις και το κλείσιμο εταιριών, ήταν στα χέρια του Γουίνανζ ώρες, κάποτε και μέρες, πριν δημοσιοποιηθούν. Πολύ γρήγορα ο εξαιρετικά επιτυχημένος δημοσιογράφος κατάλαβε ότι είχε στα χέρια του το κλειδί για έναν θησαυρό που έμενε να τον εξαργυρώσει ή να δώσει την ευκαιρία σε δικούς του ανθρώπους να το πράξουν.

Το 1985, ο Φόστερ Γουίνανζ συνελήφθη, δικάστηκε και κρίθηκε ένοχος σε 59 υποθέσεις συνομωσίας και απάτης, διότι χρησιμοποιούσε τις πληροφορίες περί μετοχών που έφταναν στα χέρια του ως ρεπόρτερ για ίδιο πλουτισμό και τον πλουτισμό άλλων κοντινών του προσώπων. Έμεινε στη φυλακή οκτώ μήνες και πλήρωσε πρόστιμο τεσσάρων χιλιάδων δολαρίων.

Το 1986, στο βιβλίο του «Ανταλλάσσοντας μυστικά: Αποπλάνηση και Σκάνδαλο στην Γουόλ Στριτ Τζέρναλ», ο Γουίνανζ αποκάλυψε πόσο κοντά στην αυτοκτονία βρέθηκε, όταν ήρθε αντιμέτωπος με το διασυρμό και την έλευση ενώπιον της δικαιοσύνης. Προτίμησε συνειδητά τη φυλακή.

Μετά την αποφυλάκισή του, και αφού δούλεψε για ένα διάστημα ταξιτζής στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να επιστρέψει στην ιδιαιτέρα το πατρίδα, την Πενσυλβάνια, όπου από τότε διδάσκει δημοσιογραφία.

Αν για το Γουίνανζ ο δρόμος για το χρήμα περνούσε από τις δημοσιογραφικές του πηγές, για άλλους περνούσε από την κυβέρνηση. Είναι διαπιστωμένο και καταγραμμένο σε εκθέσεις διεθνών μη κυβερνητικών οργανώσεων ότι, υπάρχουν δημοσιογράφοι που χρηματίζονται από τις κυβερνήσεις, άμεσα ή έμμεσα, για να γράφουν υπέρ τους.

Εδώ και δεκαετίες, ειδικά στην Ελλάδα, γράφονται και ξαναγράφεται άρθρα για τα μυστικά κονδύλια διαφόρων υπουργείων, όπως και τα κονδύλια τα οποία δεν υπόκεινται σε έλεγχο, που πολλές φορές έχει γραφεί ότι χρησιμεύουν (και) στην εξαγορά δημοσιογραφικών συνειδήσεων. Η διασημότερη περίπτωση ήταν αυτή του υπουργείου Εξωτερικών επί υπουργίας Αντώνη Σαμαρά και πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τότε, τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου είχαν βρεθεί στο επίκεντρο αποκαλύψεων και  κριτικής. Μία ακόμη πατέντα έμμεσου χρηματισμού, ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ελλάδα, είναι η ανάθεση του γραφείου τύπου ή των εκδοτικών προσπαθειών ή συμβουλευτικού ρόλου σε κάποιο υπουργείο, σε δημοσιογράφους που καλύπτουν το ρεπορτάζ του υπουργείου αυτού. Η λίστα Πέτσα ήρθε να συμπληρώσει το οικοδόμημα, στηριγμένη στα (επιτυχή όπως φαίνεται) θεμέλια του παρελθόντος. Όμως και εκεί, οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθούν τα μαθήματα των πρώτων διδαξάντων.

Στις ΗΠΑ, σάλο είχε προκαλέσει η αποκάλυψη ότι η κυβέρνηση πλήρωνε δημοσιογράφους, τους είχε μάλιστα «κόψει» γενναιόδωρο μηνιάτικο, για να γράφουν ή μεταδίδουν εκπομπές εναντίον του Φιντέλ Κάστρο και της κυβέρνησης της Κούβας. Ένας μόνο εκ των δημοσιογράφων, ο Πάμπλο Αλφόνσο, είχε πληρωθεί για τις υπηρεσίες μιας πενταετίας περισσότερα από 175.000 δολάρια (περίπου 120.000 ευρώ).

Στα ισπανόφωνα ραδιο-μέσα της Νοτίου Φλώριδας, τα οποία ακούγονται πεντακάθαρα στην Κούβα, ήταν πολλοί οι δημοσιογράφοι οι οποίοι ανήκαν στο κλαμπ των αργυρώνητων. Την υπόθεση είχε φέρει στο φως η εφημερίδα Μαϊάμι Χέραλντ, η οποία είχε παραδεχθεί ότι και δύο δικοί της δημοσιογράφοι έγραφαν κατά κυβερνητική παραγγελία «προδίδοντας την ιερή σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δημοσιογράφων και κοινού». 

Ένα από τα σχετικά σκάνδαλα αφορούσε την αμοιβή 241.000 δολαρίων (τότε περίπου 160.000 ευρώ) που έλαβε από το Υπουργείο Παιδείας των ΗΠΑ ο δημοσιογράφος – σχολιαστής Άρμστρογκ Ουίλιαμς, για να προωθήσει το πρόγραμμα της κυβέρνησης Μπους για την παιδεία. Ο δημοσιογράφος, ένας από τους διασημότερους έγχρωμους δημοσιογράφους της χώρας, έκανε εκπομπές και έγραψε στήλες, φιλοξενήθηκε σε παράθυρα και μετείχε σε διαφημιστική καμπάνια, παριστάνοντας τον θερμό υποστηρικτή του προγράμματος. Με την αποκάλυψη του χρηματισμού του, ο Ουίλιαμς παραδέχθηκε ότι “είναι δίκαιο να πιστεύει κανείς” πως πουλήθηκε στην κυβέρνηση. Η υπόθεση έφερε στο φως το γεγονός ότι, το υπουργείο Παιδείας των ΗΠΑ έδινε τότε περί τις 700.000 δολάρια (περίπου 480.000 ευρώ) σε εταιρία δημοσίων σχέσεων για να της «χαρτογραφεί» και «βαθμολογεί» τους δημοσιογράφους, σε σχέση με την διάθεσή τους να στηρίξουν ή όχι προγράμματά του. 

Πολύ λιγότερα χρήματα έλαβε ο Μάικ ΜακΜάνους, για να στηρίξει την πολιτική και τις θέσεις του προέδρου Μπους σε ζητήματα γάμου. Περίπου 49.000 δολάρια (περίπου 33.000 ευρώ) στη ΜΚΟ «Σωτήρες του Γάμου» που είχε ιδρύσει ο ΜακΜάνους και ακόμη τέσσερις χιλιάδες στο χέρι ήταν τα ποσά που δόθηκαν στο σχολιαστή για να προωθήσει την ιδέα του γάμου στους «αστεφάνωτους»: όσους ετεροφυλόφιλους ζουν μαζί αλλά αρνούνταν να κάνουν το βήμα προς νομιμοποίηση της σχέσης τους. Για τον ίδιο σκοπό, δόθηκαν 21.500 δολάρια στην επιφυλλιδογράφο Μάγκιθ Γκάλαχερ. Η αποκάλυψη του χρηματισμού των τριών από την κυβέρνηση, έκλεισε με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, που ζήτησε από τους υπουργούς του «να μη πληρώνουν δημοσιογράφους για την προώθηση της κυβερνητικής πολιτικής». Ήταν κατι που υποστήριζε ότι δε γνώριζε ως τότε…