Νικόλας Κοσματόπουλος, Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011, Νέα Υόρκη.
Το σύνθημα, στα χείλη δεκάδων χιλιάδων που έχουν ήδη συρρεύσει στην Foley Square το απόγευμα της Τετάρτης, μοιάζει απόλυτα ρεαλιστικό. Η πορεία συμπαράστασης στο occupy wall street, που έχει καλεστεί από συνδικάτα, φοιτητικές ενώσεις και πολιτικές ομάδες, σφίζει από κόσμο. Μια δεύτερη ματιά, ωστόσο, κάνει το ίδιο σύνθημα να φαντάζει σχεδόν ειρωνικό, μιας και η αστυνομία της Νέας Υόρκης έχει επιδεικτικά αποκλείσει το μεγαλύτερο κομμάτι των δρόμων γύρω από την πλατεία, έτσι ώστε οι διαδηλωτές στριμώχνονται στο πεζοδρόμιο λες και έχουν βγει για ψώνια στο Σόχο, Κυριακή απόγευμα.
Κόσμος συνεχίζει να κατακλύζει την πλατεία, με αυτοσχέδια πανώ στα χέρια, με σημαίες αμερικάνικες που αντί αστέρων έχουν τα σύμβολα πολυεθνικών, με μουσικά όργανα, με κάμερες, με λαπτοπ για live streaming. Η πορεία ξεκινάει, αλλά το μεσαίο κομμάτι της είναι ακόμα αποκλεισμένο. Στέκομαι μπροστά μην μπορώντας να πιστέψω στα μάτια μου. Τρεις αστυνομικοί με καπελάκι και φανελάκι μπλοκάρουν ένα ολόκληρο λεφούσι. Το δε λεφούσι στριμώχνεται όλο και περισσότερο. Ένα απότομο, άγαρμπο σκούντημα στα δεξιά πλευρά μου με κάνει να γυρίσω: μια κοντούλα με μαντίλα προσπαθεί να βγει μπροστά φωνάζοντας «αφήστε μας να περάσουμε, δεν είμαστε ζώα σε μαντρί». Είναι η Νάντια, από το Αφγανιστάν, μεγαλωμένη στην Αμερική. «Δεν μπορώ αυτήν την υποτέλεια, αυτό τον πασιφισμό σε αυτήν την χώρα» μου λέει, όταν την ρωτάω να μου εξηγήσει τι συμβαίνει. Με ρωτά από πού είμαι, κι όταν ακούει Ελλάδα, απαντά πως είναι περήφανη που με γνωρίζει. Η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά στην εκτίμηση των διαδηλωτών, μαζί με την Αίγυπτο, την Τυνησία, την Ισπανία. Κατά τη διάρκεια της ημέρας θα συναντήσω πολλούς ανθρώπους που σχεδόν μου φίλησαν το χέρι μόλις άκουσαν πως είμαι από το μέρος που οι διαδηλώσεις είναι καθημερινότητα.
«Το φαντάστηκα πως είσαι από την Ελλάδα» μου αποκρίνεται ο τυπάκος γύρω στα 30, με γιαλάκια και μουσάκι, μοιάζει φοιτητής. «Μάλλον από την προφορά μου», του απαντάω. «Όχι, από τον τρόπο που τραντάζεις τα κάγκελα». Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα, ήταν η πρώτη μου σκέψη αλλά την έπνιξα. Η πορεία έχει ξεκινήσει και παρότι μετράει πάνω από 25.000, κινείται από το πεζοδρόμιο, αποκλεισμένη απο τα κάγκελα της αστυνομίας. Ο Μπεν ήταν πολιτικοποιημένος χρόνια, αλλά πρώτη φορά «ακούει τον κόσμο να ψελλίζει την λέξη επανάσταση τόσο συχνά». Πορευόμαστε παρέα μέχρι την liberty Square, το αντίστοιχο Σύνταγμα της Νέας Υόρκης. Εδώ είχε καταλήξει η πρώτη πορεία που καλέστηκε για να καταλάβει την Wall Street στις 17 του Σεπτέμβρη. Από τότε η πλατεία έχει γίνει το κέντρο του κινήματος, που τελευταία απέκτησε ανέλπιστους υποστηρικτές από τα συνδικάτα των πιλότων και των νοσοκόμων μέχρι τον νομπελίστα Στίγκλιτζ και τον μεγιστάνα Σόρος. Στην πλατεία συρρέουν χιλιάδες κόσμου. Η ατμόσφαιρα πανηγυρική. Μοιράζονται πίτσες, νερά και στριφτά τσιγάρα, όλα δωρεάν. Στην πάνω γωνία, μια ανάσα απο το άντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού, κάποιοι καλούν σε πορεία. Αμέσως ξεκινάει πλήθος κόσμου και σε λιγότερο από πέντε λεπτά βρίσκονται ήδη μπροστά από το τελευταίο μπλόκο της αστυνομίας. Το σπάνε και ξεχύνονται προς το χρηματιστήριο. Πέφτουν γκλομπ, και σπρεύ πιπεριού, και δακρυγόνα, γίνονται συλλήψεις.
«Αστυνομία, ελάτε μαζί μας, σας κόβουνε κι εσάς τις συντάξεις» φωνάζουν μερικοί. «Είμαστε το 99%, εσείς προστατεύτε το 1%» φωνάζουν άλλοι. Ένα αλλοπρόσαλο πλήθος, απίστευτα χαρούμενο που βρίσκεται μια ανάσα μακριά από τον μεγάλο διακόπτη, αλλά και μπερδεμένο σε ένα σωρό ζητήματα. Άλλοι ζητούν να φορολογηθεί το χρηματιστήριο, άλλοι να καταργηθεί ο καπιταλισμός. Κάποιοι τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, άλλοι τον χλευάζουν. Κάποιοι θεωρούν την αστυνομία κομμάτι του 99%, άλλοι εχθρό. Πάντως, μετά την καταστολή με άλογα, δακρυγόνα, και μηχανές να πέφτουν πάνω στους διαδηλωτές α λα ΔΙΑΣ, οι περισσότεροι ενώνονται κάτω από το «no justice, no peace, fuck the police».
«Αν μου βρεις μια δουλειά κάπου αλλού, την παρατάω αυτήν εδώ» μου λέει ο αστυνόμος Μακάλιστερ. Βρίσκεται στην άλλη μεριά του κάγκελου από μένα. Εκείνη την στιγμή οι συνάδελφοί του συλλαμβάνουν έναν διαδηλωτή γιατί έριξε κάτω ένα από αυτά. Ο Μακάλιστερ είναι από την Καραιβική, το μέρος που η αστυνομία δεν κουβαλάει όπλα, μου περηφανεύεται. «Όλοι μου έλεγαν να γίνω κοινωνικός λειτουργός», μου λέει με νόημα και μετάνοια σχεδόν. «Αλλά κι αυτό εδώ δουλειά είναι, κάποιος πρέπει να την κάνει. Έχω και παιδιά να θρέψω. Απλά υπακούω εντολές. Κάποιος πρεέπι να τις υπακούει.» Του απαντάω πως κι εκείνοι που χτυπούσαν μαύρους την δεκαετία του 60 απλά υπακούσαν εντολές. Και κουνάει το κεφάλι. Πίσω του, τα μεγάλα αφεντικά με τα κοστούμια, όλοι λευκοί, δίνουν εντολές σε μια σειρά αστυνομικών που είναι μαύροι, ασιάτες, λατίνοι. «Ρε φίλε Μακάλιστερ, αυτή η χώρα έχει ξεπεράσει το ρατσισμό?» «Μην το ανοίγεις το θέμα», μου λέει. «Όταν γυρνάω με πολιτικά σπίτι, πάντα με σταματούν στο δρόμο μπάτσοι για έλεγχο.. αστο μην το πιάνεις σου λέω».
Καληνυχτίζω τον Μακάλιστερ και του εύχομαι να γίνει κάποτε ο κοινωνικός λειτουργός που πάντα ονειρευόταν. Επιστρέφω στον Μπεν ο οποίος έχει ανοίξει κουβέντα με έναν λατίνο εργάτη στις συγκοινωνίες, τον Χουάν, γύρω στα 55. «Δεν κατέβηκαν οι εργάτες σήμερα, οι γραφειοκράτες τους πουλάνε, κι αυτοί φοβούνται να κινηθούν από μόνοι τους», ξεφυσάει. «Αλλά δεν σημαίνει πως αυτό που συμβαίνει εδώ δεν θα μπορούσε να τους ξεκουνήσει. Περιμένουν απλά έναν ούριο άνεμο και φύγανε», παίρνει ανάσα. Τον ρωτάω για τα συνδικάτα στην Αμερική και μου περιγράφει μια εικόνα ίδια με την ελληνική. Γραφειοκράτες παντού στις ηγεσίες, από κάτω οι εργάτες φοβισμένοι, τα συνδικάτα εργοδοτικά είτε τυπικά είτε ουσιαστικά. «Ωστόσο, μια εβδομάδα απεργίας στις συγκοινωνίες θέλει για να βογγήξει όλο το Μανχάτταν», αλλάζει πάλι τόνο. «Έχουν όλη τη δύναμη στα χέρια τους», λέει ο Χουάν, αλλά απαγορεύεται να απεργήσουν γιατί δουλεύουν για την κυβέρνηση, ανταποδίδει ο Μπεν.
Λίγα λεπτά αργότερα, ακόμα μια αυθόρμητη πορεία ξεκινάει για την Wall street. Το γνώριμο πια σκούντημα στα πλευρά μου, η Νάντια από το Αφγανιστάν. Φωνάζει με πάθος τριπλό από το μπόι της και το χέρι της μοιάζει έτοιμο να ξεκολλήσει από την δύναμη με την οποία χτυπάει τη γροθιά της στον αέρα: «Whose streets? Our streets!». Η πορεία ξεχύνεται από την πίσω μεριά της πλατείας, η αστυνομία δείχνει να τα έχει χαμένα, ο κόσμος είναι ατελείωτος. Σε μια στιγμή, ορμάνε στους διαδηλωτές με λύσσα και δακρυγόνα. «Όλος ο πλανήτης σας βλέπει», απαντά το πλήθος με την αυτοπεποίθηση του μεγάλου αδερφού που μόλις άλλαξε στρατόπεδο. Η Νάντια χάνεται από τα μάτια μου. Η κλήση μου προωθείται κι αφήνω μύνημα. Μισή ώρα αργότερα, λαμβάνω την εξής απόκριση στο κινητό: «Ευχαριστώ για την κλήση, με προσήγαγαν για 20 λεπτά στο δρόμο, Όλα καλά τώρα. Πάω σπίτι. Τα λέμε σύντομα. Ξέρεις που». Ναι, λέω νοητά, ξέρω… Δυο ανάσες – μόνο- από τον μεγάλο διακόπτη.