Tου Κωνταντίνου Πουλή
Οι πολιτικοί, είπε η Άννα Διαμαντοπούλου, «που θα συμμετέχουν [στην κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας], θα πρέπει να δηλώσουν ότι δεν θα κατέβουν στις επόμενες εκλογές. Όλοι θυσιάζουν κάτι. Ας θυσιάσουμε λίγο (sic) από τη φιλοδοξία μας!». Αυτή είναι η αντίληψη της Διαμαντοπούλου για τη θυσία. Της κατουράς το μάτι τώρα, ναι ή ου;
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας τι είναι όντως μια θυσία: πρόκειται, λέει το λεξικό, για «στέρηση υλικών ή ηθικών αγαθών ή ενδεχομένως προσφορά της ίδιας της ζωής, την οποίαν υφίσταται κάποιος για την επίτευξη ευγενούς και ανιδιοτελούς σκοπού». «Στέρηση υλικών αγαθών» έχουμε οπωσδήποτε, με δεδομένο ότι η πολιτική είναι μια αστείρευτη πηγή ανέξοδης κονόμας για τα επαγγελματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που λυμαίνονται και διασύρουν τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης εδώ και δεκαετίες. Ως εδώ καλά, λοιπόν. Το λεξικό Μπαμπινιώτη γράφει ότι τη θυσία αυτή την «υφίσταται» κανείς, δεν την επιλέγει, αφήνοντας για την περίπτωση της «αυτοθυσίας» το ενδεχόμενο της εκούσιας προσφοράς των αγαθών ή της ζωής κάποιου. Και πάλι έχει δίκιο η Διαμαντοπούλου, με δεδομένο ότι αυτή τη θυσία προφανώς την «υφίστανται» οι πολιτικοί μας, διότι δεν έχουν πια μούτρα να κυκλοφορήσουν στον δρόμο γιατί ο κόσμος τούς μισεί (εκτός από τον Πάγκαλο, που τον έχω ακούσει να δηλώνει ότι δεν φοβάται). Λογικό, αν ο κόσμος σε μισεί αντί να σε επευφημεί, είναι μια καλή στιγμή για να πεις «δε βαριέσαι, ας αποσυρθώ για λίγο από την πολιτική, τρώμε αργότερα. Φαΐ στην κατάψυξη (ή στην Ελβετία) έχω, ας φάμε από τα έτοιμα και επιστρέφουμε εντός ολίγου, όταν οι ηλίθιοι που κυβερνούμε θα μας έχουν ξαναγαπήσει». Λογικό και αυτό. «Για την επίτευξη ευγενούς και ανιδιοτελούς σκοπού». Εδώ τα χαλάμε. Ο σκοπός ενός ανθρώπου που τα έχει κάνει θάλασσα και τρέχει να κρυφτεί δεν είναι ούτε ευγενής ούτε ανιδιοτελής. Είναι απολύτως συμφεροντολογικός και ιδιοτελής. Φεύγει για να σώσει το τομάρι του.
Να δούμε όμως τώρα την άλλη πλευρά, τι θα πει πως «όλοι θυσιάζουν κάτι», τι σημαίνουν οι περίφημες «θυσίες του λαού», αυτές που «πιάνουν τόπο» κ.ο.κ. Στην περίπτωση του λαού η χρήση της λέξης «θυσία» είναι απολύτως καταχρηστική. Όταν ο λαός υφίσταται στερήσεις, δεν το κάνει για κάποιον ανώτερο σκοπό, μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Το κάνει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο σκοπός του δεν είναι ούτε η διάσωση της πατρίδας ούτε η ανάδειξη του εθνικού μας ονόματος στον πλανήτη. Κούφια λόγια λένε οι πολιτικοί σε αυτόν τον κόσμο, όχι οι άνθρωποι που προσπαθούν με κόπο να διαχειριστούν τις ζωές τους. Την αποστέρηση από τα στοιχειώδη, ας μας επιτρέψουν να τη λέμε με το όνομά της: κλοπή.
Είχα την τύχη ως φοιτητής να ταξιδέψω στα Αναστενάρια, στην Αγία Ελένη Σερρών, όπου εξακολουθεί να γίνεται τελετή ζωοθυσίας, ως μέρος του τελετουργικού. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι ράντιζαν το κεφάλι του ζώου με νερό, ώστε τινάζοντας το κεφάλι του να συγκατανεύσει πως επιθυμεί όντως να σφαγιασθεί! Ήμουν μικρός και αγαθός, δεν ήξερα ότι αυτό είναι διαχρονικό στοιχείο της θυσίας ήδη από την αρχαιότητα: το ζώο προσέρχεται οικειοθελώς. Είχε και παραλλαγές το μοτίβο, ότι έδιναν σε ένα βόδι να πιει νερό και αυτό έσκυβε το κεφάλι, δηλώνοντας παρεμπιπτόντως ότι θέλει να το σφάξουν.
Η περίφημη ιστορία της θυσίας της Ιφιγένειας γνώρισε τον 18ο αιώνα μια ωραιότατη διασκευή σε στίχο από τον Κεφαλλονίτη Π. Κατσαΐτη, που την επανέφερε στη σκηνή ο Σ. Ευαγγελάτος. Διαβάζουμε εκεί από την ηρωίδα τους παρακάτω στίχους: «Αμέτε με στην τράπεζα την άγια για να γένη/Αυτή η θυσία που ’ναι εδά τόσα πεθυμισμένη/Με την θανή μου, ω Έλληνες, την Τρόγια επάρετέ τη/Και τα υπερήφανα τειχιά κάψτε. Ρημάξετέ τη/Κι ανίσως κι έτσι ο θάνατος τα τρυφερά μου μέλη/Τούτα τα κορασίδικα να τα θερίση θέλει/Ζωή θέλει έχω πάντοτες και δόξα στ’ όνομά μου/Κι όλες οι γλώσσες θα λαλούν παντού το καύχημά μου».
Χάρη στον Ευαγγελάτο το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ως κωμωδία.
Tου Κωνταντίνου Πουλή
Οι πολιτικοί, είπε η Άννα Διαμαντοπούλου, «που θα συμμετέχουν [στην κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας], θα πρέπει να δηλώσουν ότι δεν θα κατέβουν στις επόμενες εκλογές. Όλοι θυσιάζουν κάτι. Ας θυσιάσουμε λίγο (sic) από τη φιλοδοξία μας!». Αυτή είναι η αντίληψη της Διαμαντοπούλου για τη θυσία. Της κατουράς το μάτι τώρα, ναι ή ου;
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας τι είναι όντως μια θυσία: πρόκειται, λέει το λεξικό, για «στέρηση υλικών ή ηθικών αγαθών ή ενδεχομένως προσφορά της ίδιας της ζωής, την οποίαν υφίσταται κάποιος για την επίτευξη ευγενούς και ανιδιοτελούς σκοπού». «Στέρηση υλικών αγαθών» έχουμε οπωσδήποτε, με δεδομένο ότι η πολιτική είναι μια αστείρευτη πηγή ανέξοδης κονόμας για τα επαγγελματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που λυμαίνονται και διασύρουν τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης εδώ και δεκαετίες. Ως εδώ καλά, λοιπόν. Το λεξικό Μπαμπινιώτη γράφει ότι τη θυσία αυτή την «υφίσταται» κανείς, δεν την επιλέγει, αφήνοντας για την περίπτωση της «αυτοθυσίας» το ενδεχόμενο της εκούσιας προσφοράς των αγαθών ή της ζωής κάποιου. Και πάλι έχει δίκιο η Διαμαντοπούλου, με δεδομένο ότι αυτή τη θυσία προφανώς την «υφίστανται» οι πολιτικοί μας, διότι δεν έχουν πια μούτρα να κυκλοφορήσουν στον δρόμο γιατί ο κόσμος τούς μισεί (εκτός από τον Πάγκαλο, που τον έχω ακούσει να δηλώνει ότι δεν φοβάται). Λογικό, αν ο κόσμος σε μισεί αντί να σε επευφημεί, είναι μια καλή στιγμή για να πεις «δε βαριέσαι, ας αποσυρθώ για λίγο από την πολιτική, τρώμε αργότερα. Φαΐ στην κατάψυξη (ή στην Ελβετία) έχω, ας φάμε από τα έτοιμα και επιστρέφουμε εντός ολίγου, όταν οι ηλίθιοι που κυβερνούμε θα μας έχουν ξαναγαπήσει». Λογικό και αυτό. «Για την επίτευξη ευγενούς και ανιδιοτελούς σκοπού». Εδώ τα χαλάμε. Ο σκοπός ενός ανθρώπου που τα έχει κάνει θάλασσα και τρέχει να κρυφτεί δεν είναι ούτε ευγενής ούτε ανιδιοτελής. Είναι απολύτως συμφεροντολογικός και ιδιοτελής. Φεύγει για να σώσει το τομάρι του.
Να δούμε όμως τώρα την άλλη πλευρά, τι θα πει πως «όλοι θυσιάζουν κάτι», τι σημαίνουν οι περίφημες «θυσίες του λαού», αυτές που «πιάνουν τόπο» κ.ο.κ. Στην περίπτωση του λαού η χρήση της λέξης «θυσία» είναι απολύτως καταχρηστική. Όταν ο λαός υφίσταται στερήσεις, δεν το κάνει για κάποιον ανώτερο σκοπό, μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Το κάνει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο σκοπός του δεν είναι ούτε η διάσωση της πατρίδας ούτε η ανάδειξη του εθνικού μας ονόματος στον πλανήτη. Κούφια λόγια λένε οι πολιτικοί σε αυτόν τον κόσμο, όχι οι άνθρωποι που προσπαθούν με κόπο να διαχειριστούν τις ζωές τους. Την αποστέρηση από τα στοιχειώδη, ας μας επιτρέψουν να τη λέμε με το όνομά της: κλοπή.
Είχα την τύχη ως φοιτητής να ταξιδέψω στα Αναστενάρια, στην Αγία Ελένη Σερρών, όπου εξακολουθεί να γίνεται τελετή ζωοθυσίας, ως μέρος του τελετουργικού. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι ράντιζαν το κεφάλι του ζώου με νερό, ώστε τινάζοντας το κεφάλι του να συγκατανεύσει πως επιθυμεί όντως να σφαγιασθεί! Ήμουν μικρός και αγαθός, δεν ήξερα ότι αυτό είναι διαχρονικό στοιχείο της θυσίας ήδη από την αρχαιότητα: το ζώο προσέρχεται οικειοθελώς. Είχε και παραλλαγές το μοτίβο, ότι έδιναν σε ένα βόδι να πιει νερό και αυτό έσκυβε το κεφάλι, δηλώνοντας παρεμπιπτόντως ότι θέλει να το σφάξουν.
Η περίφημη ιστορία της θυσίας της Ιφιγένειας γνώρισε τον 18ο αιώνα μια ωραιότατη διασκευή σε στίχο από τον Κεφαλλονίτη Π. Κατσαΐτη, που την επανέφερε στη σκηνή ο Σ. Ευαγγελάτος. Διαβάζουμε εκεί από την ηρωίδα τους παρακάτω στίχους: «Αμέτε με στην τράπεζα την άγια για να γένη/Αυτή η θυσία που ’ναι εδά τόσα πεθυμισμένη/Με την θανή μου, ω Έλληνες, την Τρόγια επάρετέ τη/Και τα υπερήφανα τειχιά κάψτε. Ρημάξετέ τη/Κι ανίσως κι έτσι ο θάνατος τα τρυφερά μου μέλη/Τούτα τα κορασίδικα να τα θερίση θέλει/Ζωή θέλει έχω πάντοτες και δόξα στ’ όνομά μου/Κι όλες οι γλώσσες θα λαλούν παντού το καύχημά μου».
Χάρη στον Ευαγγελάτο το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ως κωμωδία.