Η αισιοδοξία για τα τελευταία γεγονότα, που εκφράστηκε και από σοβαρούς αναλυτές με εσωτερική πληροφόρηση σαν τον Αζάμ Ταμίμι, δικαιολογείται όχι τόσο από αυτή καθαυτή την επίσκεψη Χαμντάλλα, όσο από τη σημειολογία της. Η αντιπροσωπεία της Χαμάς που συναντήθηκε με τον Χαμντάλλα περιλάμβανε τόσο τον Ισμαήλ Χανίγια, όσο και τον νέο τοπικό ηγέτη της, τον Γιάχια Σινουάρ. Παρών στη συνάντηση ήταν επίσης και ο επικεφαλής των αιγυπτιακών υπηρεσιών πληροφοριών υποστράτηγος Χαλέντ Φαούζι, ενδεικτικό του ρόλου της Αιγύπτου στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Φατάχ και Χαμάς. Επιπλέον, ο Χαμντάλλα και η συνοδεία του δεν εισήλθαν στη Γάζα από τη Ράφα, δηλαδή από τα σύνορα Γάζας Αιγύπτου, αλλά μέσω του περάσματος Ερέζ που βρίσκεται στα βόρεια της Λωρίδας της Γάζας και συνδέει την αποκλεισμένη περιοχή με το Ισραήλ. Με άλλα λόγια, οι Ισραηλινοί φρόντισαν να δώσουν με έμμεσο τρόπο το πράσινο φως για τη διεξαγωγή της επίσκεψης. Τέλος, τον Χαμντάλλα υποδέχτηκαν οπαδοί της Φατάχ και τιμητικό άγημα από την αστυνομία της Γάζας που μάλιστα επωμίστηκε και τα μέτρα ασφαλείας της αντιπροσωπείας του πρωθυπουργού από τη Δυτική Όχθη. Δηλαδή, όχι μόνο δόθηκε κατ’ εξαίρεση άδεια συνάθροισης στους υποστηρικτές της αντιπολίτευσης, αλλά και το στρατιωτικό σκέλος της Χαμάς, το μέλλον του οποίου αποτελεί ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα για το τέλος του παλαιστινιακού διχασμού, αποφασίστηκε να τεθεί προσωρινά στο παρασκήνιο. Για να αντιληφθεί κανείς πως και γιατί τα παραπάνω σημάδια δικαίως προκαλούν τη διεθνή προσοχή αλλά και γιατί την ίδια στιγμή δεν προδικάζουν μια γρήγορη ουσιαστική συμφιλίωση πρέπει να ανατρέξει στα γεγονότα τόσο από την εκδίωξη της Φατάχ από τη Γάζα το 2007, όσο και σε ότι ακολούθησε τις παλαιστινιακές βουλευτικές εκλογές του 2006.

Το χρονικό του διχασμού Χαμάς-Φατάχ

Τον Ιανουάριο του 2006 διεξήχθησαν στα παλαιστινιακά εδάφη εκλογές για την εθνική αντιπροσωπεία. Πολλοί παράγοντες, όπως η κυβερνήσεις της Αιγύπτου και του Ισραήλ, είχαν εκφράσει επιφυλάξεις για τη σοφία του όλου εγχειρήματος που προχώρησε κυρίως λόγω της σχετικής βούλησης της Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση Μπους οραματιζόταν την αποριζοσπαστικοποίηση της Μέσης Ανατολής μέσω ενός ελεγχόμενου εκδημοκρατισμού. Τελικά αποδείχτηκε πως ο Λευκός Οίκος ενδιαφερόταν λιγότερο για δημοκρατία και περισσότερο για δημοκρατική νομιμοποίηση. Λίγο μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, βάσει των οποίων η Χαμάς κατοχύρωσε μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία που ούτε επιθυμούσε, αλλά και ούτε ανέμενε η ηγεσία των ΗΠΑ, η διεθνής κοινότητα διέκοψε την οικονομική βοήθεια προς την Παλαιστινιακή Αρχή. Επισήμως δόθηκε στη νέα κυβέρνηση ένα τελεσίγραφο που δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτεί. Πρακτικά ζητούσαν από τη Χαμάς να παραδώσει τα όπλα της και να απαρνηθεί τον καταστατικό της χάρτη. Η στόχευση τους ήταν να την κάνουν να λυγίσει υπό το βάρος των οικονομικών πιέσεων και, συνακόλουθα, να παραδώσει την εξουσία. Μάλιστα ο Ομάρ Σουλεϊμάν, ο τότε ισχυρός άνδρας των αιγυπτιακών υπηρεσιών ασφαλείας, ανέμενε την κατάρρευση της κυβέρνησης των ισλαμιστών εντός έξι μηνών. Το πόσο αψηφούσε η Δύση τη δημοκρατική επιλογή των Παλαιστινίων φάνηκε από το γεγονός ότι πρόκριναν τις επαφές μόνο με τον πρόεδρο Αμπάς και όχι τον πρωθυπουργό Χανίγια. Η ειρωνεία είναι πως Ισραήλ και ΗΠΑ, θέλοντας λίγα χρόνια πριν να παρακάμψουν τον Αραφάτ, τον πίεσαν να αναβαθμίσει το ρόλο του πρωθυπουργού και να διορίσει στο σχετικό αξίωμα τον Αμπάς. Στη συνέχεια όλες οι σημαντικές συναντήσεις και διαβουλεύσεις γίνονταν με την πρωθυπουργία. Όμως μετά τις εκλογές του 2006, για Τελ Αβίβ και Ουάσινγκτον, ήταν πια σαν να μην υπήρχε Παλαιστίνιος πρωθυπουργός αλλά μόνο πρόεδρος, ο Μαχμούντ Αμπάς που αναδείχτηκε στο σχετικό αξίωμα με εκλογές χωρίς αντίπαλο μετά το θάνατο του Αραφάτ.

Οι πρώτες μήνες στη διακυβέρνηση για τη Χαμάς ήταν πολύ δύσκολοι καθώς χωρίς πρόσβαση στη διεθνή βοήθεια δεν μπορούσε να πληρώσει τους μισθούς του δημόσιου τομέα. Οι κρατικοί λειτουργοί, ανάμεσα τους και το προσωπικό των δυνάμεων ασφαλείας, ήταν στην πλειοψηφία τους φίλα προσκείμενοι στη Φατάχ και άρα λιγότερο επιρρεπείς στο να επιδείξουν κατανόηση. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν βίαιες κινητοποιήσεις στις οποίες μάλιστα ενίοτε πρωταγωνιστούσαν και μέλη των δυνάμεων ασφαλείας. Αυτή η κατάσταση ανέδειξε τα δύο σοβαρά προβλήματα της Χαμάς που ήταν μοιραίο να γίνουν σημεία τριβής με τους κύριους πολιτικούς αντιπάλους της. Από τη μία βρισκόταν η ανάγκη εύρεσης πηγών χρηματοδότησης και από την άλλη ήταν η μάχη για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, των δυνάμεων ασφαλείας συμπεριλαμβανομένων. Για το πρώτο η Χαμάς στράφηκε σε δωρεές από το Κατάρ και το Ιράν. Αρκετά συχνά ο πρωθυπουργός Χανίγια και άλλα επιφανή στελέχη της οργάνωσης θα προσέρχονταν στο τελωνειακό πέρασμα της Ράφα και θα δήλωναν ότι μετέφεραν εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά για τις πληρωμές της κυβέρνησης. (1)  Το Δεκέμβριο του 2006 ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής αποστολής παρατηρητών του τελωνειακού περάσματος δήλωσε πως μέχρι εκείνη τη στιγμή περίπου 60 εκατομμύρια δολάρια είχαν διοχετευθεί στη Γάζα με αυτή τη μέθοδο. Όσο αφορά τον τομέα της ασφάλειας, η Χαμάς πήρε την πρωτοβουλία να συστήσει ένα νέο αστυνομικό σώμα με έδρα τη Λωρίδα της Γάζας.

Φυσικό ήταν αυτές οι ενέργειες να συναντήσουν την αντίδρασή του Αμπάς που δεν αναγνώρισε τη νέα αστυνομική δύναμη χαρακτηρίζοντας το διάταγμα που προέβλεπε την σύσταση της ως αντισυνταγματικό. Σχετικά με την εναλλακτική χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού δραστικά μέτρα, σε συνεννόηση με τη Ραμάλα, πήρε το Κάιρο. Συγκεκριμένα, κάποια στιγμή Αίγυπτιοι τελωνειακοί απαγόρευσαν στο Χανίγια να επιστρέψει στη Γάζα μαζί με τα μετρητά που μετέφερε. Ήταν επόμενο αυτές οι πρωτοβουλίες να διευρύνουν το χάσμα της εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο παλαιστινιακών παρατάξεων και αρκετές φορές τα πράγματα έφταναν στα άκρα με τους ενόπλους της Χαμάς να συγκρούονται με τις πιστές στον Αμπάς δυνάμεις ασφαλείας. Συχνά αυτές οι αψιμαχίες οδηγούσαν σε σοβαρότατες κλιμακώσεις που υποχωρούσαν μόνο κατόπιν έξωθεν παρέμβασης. Σε αυτό το πλαίσιο έλαβε χώρα στη Μέκκα η πρώτη προσπάθεια συμφιλίωσης των δύο πλευρών τον Μάρτιο του 2007. Εκεί αποφασίστηκε η συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας αλλά δεν συμφωνήθηκε τίποτα για τα φλέγοντα ζητήματα, ήτοι τον διαμοιρασμό στον έλεγχο των δυνάμεων ασφαλείας και την από κοινού προσπάθεια αναπλήρωσης της παγωμένης δυτικής βοήθειας.

Ήταν λοιπόν μοιραίο η καθημερινότητα να αλλάξει ελάχιστα και οι εντάσεις να συνεχιστούν. Εν μέσω πληροφοριών ότι ο Νταχλάν, επικεφαλής των δυνάμεων ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα, δεχόταν κρυφά ενισχύσεις σε πολεμικό υλικό προκειμένου να εξουδετερώσει τους ενόπλους της Χαμάς, οι τελευταίοι αποφάσισαν να χτυπήσουν πρώτοι. Το πως και ποιοι μέσα στη Χαμάς πήραν την απόφαση για τη σύγκρουση τον Ιούνιο του 2007 δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Αυτό όμως που έχει σημασία και που είναι ξεκάθαρο, είναι ότι οι δυνάμεις του Νταχλάν κατέρρευσαν μέσα σε λίγες μέρες και εγκατέλειψαν τη Γάζα τόσο από τη Ράφα, όσο και από το Ερέζ. Η μικρή παραλιακή έκταση της Γάζας που από το 2005 δεν έχει ούτε εποικισμούς, ούτε ισραηλινές βάσεις, ήταν πια υπό τον πλήρη έλεγχο της Χαμάς εγκαινιάζοντας έτσι τον παλαιστινιακό διχασμό που δέκα χρόνια τώρα παραμένει εν ισχύ.

Η δημιουργία δύο αυτόνομων οντοτήτων

Την επομένη της εκδίωξης της Φατάχ από τη Γάζα, ο Αμπάς χαρακτήρισε τις ενέργειες της Χαμάς ως πραξικόπημα, καθαίρεσε το Χανίγια και τους υπουργούς του και, τέλος, κάλεσε όλους τους κρατικούς λειτουργούς με έδρα τη Γάζα επί ποινή απόλυσης να απόσχουν από τα καθήκοντα τους. Η Χαμάς, με τη σειρά της, κατήγγειλε τον Αμπάς και το νέο πρωθυπουργό Φαγιάντ ως παράνομους, συνέχισε να χαρακτηρίζει την κυβέρνηση του Χανίγια ως τη συνταγματικά κατοχυρωμένη και κάλεσε όλους τους εκλεγμένους βουλευτές να έρθουν στη Γάζα και να ασκήσουν τα καθήκοντα τους. Η ουσία των παραπάνω αντεγκλήσεων έγκειται στο ότι σηματοδότησαν την αρχή ενός ανταγωνισμού για την εξουσία που θα έκανε εξαιρετικά δύσκολη την υπόθεση της συμφιλίωσης.

Η Χαμάς, απαλλαγμένη από τα εμπόδια που της έβαζαν οι άνθρωποι της Φατάχ, επικεντρώθηκε στη διακυβέρνηση της Γάζας εγκαταλείποντας τη Δυτική Όχθη στον Αμπάς. Φυσικά η φυγή των ανδρών του Νταχλάν ήταν η μία μονάχα όψη του νομίσματος. Μετά τη σύντομη μάχη της Γάζας σύσσωμη η διεθνής κοινότητα όχι μόνο έσπευσε να αναγνωρίσει την κυβέρνηση Φαγιάντ, αλλά και φρόντισε να της δώσει πρόσβαση στη μέχρι τότε παγωμένη εξωτερική οικονομική ενίσχυση. Παράλληλα το Ισραήλ ανακήρυξε τη Γάζα εχθρική περιοχή επιβάλλοντας ένα αυστηρό αποκλεισμό φτάνοντας να επιτρέπει την είσοδο στη Γάζα μόνο σε είδη πρώτης ανάγκης που αντιστοιχούσαν σε κάτι λιγότερο από 2.300 θερμίδες ημερησίως κατ’ άτομο. Ο αποκλεισμός ήταν ολοκληρωτικός διότι σταμάτησε επίσης να λειτουργεί και το τελωνειακό πέρασμα με την Αίγυπτο στη Ράφα καθώς η συμφωνία με τους Ευρωπαίους παρατηρητές de facto ανετράπη μετά τη μάχη της Γάζας.

Βέβαια μία από τις ενέργειες που πήρε ο Αμπάς εναντίον της Χαμάς αποδείχτηκε ευεργετική για την κυβέρνηση Χανίγια. Με την ελπίδα να προκαλέσει μια γενικευμένη αναστάτωση ο επικεφαλής της Παλαιστινιακής Αρχής κάλεσε τους δημόσιους υπαλλήλους να μην υπηρετούν την παράνομη διοίκηση στη Γάζα. Η συντριπτική τους πλειοψηφία υπάκουσε στην σνωτέρω προτροπή καθώς αυτό τους εξασφάλιζε τη σταθερή πληρωμή του μισθού της από τη Ραμάλα. Χάρη λοιπόν στην αποκατάσταση της διεθνούς βοηθείας οι παροπλισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι της Γάζας θα πληρώνονταν για χρόνια από ένα ευρωπαϊκό ταμείο. Κάπως έτσι δόθηκε η ευκαιρία στη Χαμάς να τοποθετήσει στον κρατικό μηχανισμό αφοσιωμένους σε εκείνη ανθρώπους. Το να βρει διαθέσιμο δυναμικό ήταν πολύ εύκολο διότι η Γάζα είχε και έχει πολύ μεγάλο αριθμό καταρτισμένων ανέργων. Επιπλέον μπορούσε να προσλάβει συγκριτικά μικρότερο αριθμό υπαλλήλων και με χαμηλότερο μισθό. Με αυτόν τον τρόπο, και λύθηκε το ζήτημα της παροχής δημοσίων υπηρεσιών, και υπήρχε ένα πρόσθετο εισόδημα από τη Ραμάλα που θα καταναλωνόταν στις αγορές της Γάζας. Τέλος, με αυτή του την αστοχία ο Αμπάς διευκόλυνε τη Χαμάς στηνοικοδόμηση μιας αλυσίδας σωμάτων ασφαλείας που θα της ήταν πια απόλυτα ελεγχόμενες και αφοσιωμένες.

Σταδιακά η Χαμάς κατάφερε να σταθεροποιήσει την κυριαρχία της στη Λωρίδα της Γάζας. Για να αμβλύνει τις συνέπειες του αποκλεισμού ευνόησε την ανάπτυξη ενός πλέγματος υπόγειων διαδρόμων που συνέδεαν τη Γάζα με την Αίγυπτο. Από αυτά τα τούνελ δεν πέρναγαν στην αποκλεισμένη περιοχή μόνο όπλα και χρήματα για τη Χαμάς, πέρναγε επίσης και μια σειρά από αγαθά και προϊόντα που έκαναν τη ζωή στη Γάζα λιγότερο ανυπόφορη. Είναι χαρακτηριστικό πως κάποια στιγμή ήταν εφικτό μέσω των υπόγειων τούνελ της Ράφα να εισαχθούν μέχρι και αυτοκίνητα. Η παράτυπη αυτή γραμμή ζωής ήταν κατορθωτό να οικοδομηθεί διότι ωφελούσε ταυτόχρονα όλους σχεδόν τους άμεσα εμπλεκόμενους. Συγκεκριμένα ήταν προς το συμφέρον της Χαμάς, των κατοίκων της Γάζας, των διαχειριστών των τούνελ, των υποαπασχολούμενων Βεδουίνων του βόρειου Σινά αλλά ακόμα και των τοπικών Αιγύπτιων αξιωματούχων που μπορούσαν να συμπληρώνουν το εισόδημα τους με διόλου ευκαταφρόνητες δωροδοκίες. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη που η κεντρική κυβέρνηση του Καΐρου πήρε ουσιαστικά μέτρα εναντίον των τούνελ μόνο αφού της ασκήθηκαν ισχυρές εξωτερικές πιέσεις.

Χάρη λοιπόν σε ένα συνδυασμό επιλογών και συγκυριών η κυριαρχία της Χαμάς στη Γάζα απέκτησε τόσο γερά θεμέλια που, σε διάστημα δέκα χρόνων, κατάφερε να αντέξει όχι μόνο τον οικονομικό αποκλεισμό και τη διεθνή απομόνωση, αλλά και τρεις εκτεταμένες επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού. Η άλλη όψη όμως αυτού του επιτεύγματος είναι ότι δημιουργήθηκαν δύο αυτόνομες παλαιστινιακές οντότητες. Μάλιστα, επειδή ακριβώς Γάζα και Δυτική Όχθη έμαθαν να λειτουργούν ανεξάρτητα η μια από την άλλη, η ουσιαστική επανένωσή τους μέρα με τη μέρα θα γινόταν πιο απόμακρη και πιο δύσκολη.

Συνεχείς πλην άκαρπες προσπάθειες επίλυσης

Η de facto διαίρεση των Παλαιστινίων μπορεί να ήταν βολική για τις δύο μεγάλες παρατάξεις αλλά ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής στο σύνολο του λαού, κάτι που φαίνεται στις τακτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης σε Γάζα και Δυτική Όχθη. Επόμενο ήταν οι ηγέτες τόσο της Χαμάς, όσο και της Φατάχ να μιλάν συνεχώς για την ανάγκη τερματισμού του διχασμού και να είναι ανοιχτοί σε πρωτοβουλίες τρίτων. Οι διαμεσολαβήσεις έρχονταν από αραβικά κράτη με ειδικό πολιτικό βάρος το οποίο θα ενισχυόταν σε περίπτωση που οι προσπάθειες τους τελεσφορούσαν. Η χώρα που κυρίως ενεπλάκη στο ζήτημα ήταν η γειτονική στη Γάζα Αίγυπτος. Από πολύ νωρίς ο Ομάρ Σουλεϊμάν, επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας του Μουμπάρακ, κινητοποιήθηκε για να δημιουργήσει γέφυρες επικοινωνίες μεταξύ Χαμάς και Φατάχ.

Στην αρχή ο Αμπάς ήταν ανένδοτος και απαιτούσε την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Χαμάς. Προφανώς περίμενε το εγχείρημα αυτόνομης διοίκησης των Ισλαμιστών στη Γάζα να αποδειχθεί θνησιγενές. Όταν αυτό δεν έγινε ο Αμπάς εμφανίστηκε ανοικτός στο διάλογο αλλά πλέον η Χαμάς ήταν διστακτική. Και αυτό γιατί στο μεταξύ όχι μόνο είχε συνάψει μια εξάμηνη εκεχειρία με το Ισραήλ, αλλά και είχε σταθεροποιήσει την κυριαρχία της εμπεδώνοντας ένα κλίμα ασφάλειας δίνοντας τέλος σε μια περίοδο παρατεταμένης αναρχίας και χάους που είχαν επιφέρει οι καθημερινές αψιμαχίες μεταξύ ενόπλων των δύο παρατάξεων πριν τον Ιούνιο του 2007. (2)  Έτσι το φθινόπωρο του 2008 η πρώτη σοβαρή αιγυπτιακή διαμεσολάβηση απέτυχε μάλλον με ευθύνη της Χαμάς.

Τα πράγματα όμως δεν ήταν ίδια μετά την επιχείρηση “Συμπαγές Μολύβι” του ισραηλινού στρατού το Δεκέμβριο του 2008. Μπορεί η Χαμάς να κατάφερε να επιβιώσει πολιτικά αλλά είναι όμως αλήθεια πως οι εκτεταμένες καταστροφές σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό κλόνισαν την κυριαρχία της. Ήταν επόμενο λοιπόν οι ηγέτες της, αφού πρώτα επιτεύχθηκε εκεχειρία με το Ισραήλ, να επιδιώκουν περισσότερο την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για συμφιλίωση με τη Φατάχ. Τελικά, μετά από πολλούς γύρους συνομιλιών που διήρκησαν μήνες, ο Ομάρ Σουλεϊμάν κατέληξε σε ένα κείμενο βάσει του οποίου η ασφάλεια της περιοχής θα πέρναγε στη δικαιοδοσία ενός μικτού σώματος 3.000 ανδρών την εποπτεία του οποίου θα είχαν δύο Αιγύπτιοι ανώτατοι αξιωματικοί μαζί με μια αντιπροσωπεία του αραβικού συνδέσμου. (3)  Η Φατάχ αποδέχτηκε το κείμενο αλλά η Χαμάς προέβαλε ενστάσεις επειδή η προωθούμενη συμφωνία θα απαγόρευε τη λειτουργία άλλων ένοπλων πολιτοφυλακών. Με άλλα λόγια, το κείμενο της Αιγύπτου φαινόταν να απειλεί την υπόσταση του στρατιωτικού σκέλους της Χαμάς. Ο Ομάρ Σουλεϊμάν αρνήθηκε να συζητήσει την οποιαδήποτε αναθεώρηση με αποτέλεσμα την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων και την απαρχή μιας περιόδου ασφυκτικού αποκλεισμού.

Στις συνομιλίες που έγιναν και γίνονται με την επίβλεψη της Αιγύπτου, στο τραπέζι τοποθετούνται μια σειρά από θέματα. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι πολιτικοί κρατούμενοι, η ελευθερία της έκφρασης και του συνέρχεσαι στις δύο παλαιστινιακές περιοχές, η πιθανότητα διενέργεια εκλογών, η είσοδος της Χαμάς στην ομπρέλα της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) καθώς και η γενικότερη στάση απέναντι στο Ισραήλ και την ειρηνευτική διαδικασία. Όμως, τα πραγματικά κομβικά σημεία είναι τα εξής δύο, η αναδιοργάνωση του τομέα ασφαλείας και η συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας που θα την εφαρμόσει. Αυτό που επιδιώκει η Φατάχ είναι η επιστροφή του ελέγχου των ένοπλων σωμάτων της Γάζας που, μεταξύ άλλων, θα της επιτρέψει να διαχειριστεί το συνοριακό πέρασμα της Ράφα. Από την πλευρά της η Χαμάς θέλει να διαφυλάξει ανέπαφο το στρατιωτικό της σκέλος, να μην υποχρεωθεί να αναγνωρίσει τις συμφωνίες που έχει υπογράψει ο Αμπάς και ο Αραφάτ με το Ισραήλ, να έχει σημαντικό ρόλο μέσα στις δυνάμεις ασφαλείας τόσο στη Γάζα, όσο και στη Δυτική Όχθη και, τέλος, να ενισχύσει τη διεθνή της αποδοχή και νομιμοποίηση συμμετέχοντας με υπουργούς σε μια διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση. Είναι αυτονόητο πως τα παραπάνω δεν είναι ταυτόχρονα συμβατά και αυτή είναι η πραγματική αιτία που ο παλαιστινιακός διχασμός έχει ξεπεράσει σε διάρκεια τη δεκαετία. Αλλά η Χαμάς και η Φατάχ δεν λειτουργούν στο κενό. Αντίθετα, μια σειρά από εξωγενείς παράγοντες είναι σε θέση να αμβλύνουν τη στρατηγική αδιαλλαξία τους. Συγκεκριμένα ο διεθνής περίγυρος, οι τάσεις της κοινής γνώμης και το επίπεδο των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της Γάζας έχει αποδειχθεί πως δύνανται να επηρεάσουν τη στάση των επικεφαλής των δύο παρατάξεων.

Στις αρχές του 2011 οι άνεμοι της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης άλλαξαν ριζικά το πολιτικό τοπίο στη Μέση Ανατολή. Ο Μουμπάρακ της Αιγύπτου υποχρεώθηκε σε παραίτηση και ο άνεμος της αλλαγής φάνηκε να φτάνει μέχρι τα παλαιστινιακά εδάφη όπου μέσω κοινωνικών δικτύων οργανώθηκαν διαδηλώσεις με σύνθημα «ο λαός επιθυμεί το τέρμα του διχασμού».Σε ένα απόλυτα ρευστό πεδίο Φατάχ και Χαμάς βιάστηκαν να υπογράψουν μια συμφωνία συμφιλίωσης στο Κάιρο τον Μάιο του 2011. Η επισημότητα με την οποία υπογράφτηκε το γενικόλογο κείμενο κατάφερε να περιορίσει τις λαϊκές αντιδράσεις αλλά δεν έφερε τη συμφιλίωση καθώς κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ήταν πρόθυμο να συζητήσει σοβαρά τα ζητήματα που τους χώριζαν. Το 2012, κατόπιν παραινέσεων της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας που κάλπαζε προς την εξουσία, η Χαμάς υπέγραψε άλλη μια συμφωνία με τη Φατάχ στη Ντόχα του Κατάρ που πάλι δεν είχε καμία ουσιαστική επίπτωση στη διαίρεση Γάζας και Δυικής Όχθης. Τα πράγματα άλλαξαν το καλοκαίρι του 2013 όταν ανετράπη από το στρατό ο ισλαμιστής πρόεδρος της Αιγύπτου Μόρσι.

Το νέο καθεστώς, εξαιτίας της πολιτικής συγγένειας της Χαμάς με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, υιοθέτησε μια εξαιρετικά σκληρή στάση εναντίον της πρώτης. Οι επιχειρήσεις του αιγυπτιακού στρατού στο Σινά σχεδόν εκμηδένισαν τη λειτουργία των τούνελ της Ράφα με αποτέλεσμα η κατάσταση για τους κατοίκους της Γάζας να αλλάξει δραματικά επί τα χείρω. Υπό αυτές τις συνθήκες την άνοιξη του 2014 η Χαμάς αποδέχτηκε να υπογράψει μια νέα συμφωνία βάσει της οποίας συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Χαμντάλλα. Λίγες εβδομάδες αργότερα εκδηλώθηκε η μεγαλύτερη σε διάρκεια, εύρος και απώλειες επιχείρηση του ισραηλινού στρατού στη Γάζα. Το ότι η Χαμάς κατάφερε πάλι να επιβιώσει από τη σύγκρουση σε συνδυασμό με το γεγονός ότι φάνηκε να προβάλει σθεναρή αντίσταση στη σαφώς ανώτερη ισραηλινή πολεμική μηχανή, την έκανε πιο δημοφιλή στους Παλαιστίνιους και επομένως μείωσε την αναγκαιότητα να προωθήσει τη συμφωνία συμφιλίωσης. Το Μάρτιο του 2017, μέσω μιας σύνθετης εσωτερικής διαδικασίας, αναμόρφωσε την ηγεσία της και δημιούργησε μια οιονεί σκιώδη κυβέρνηση για τη Γάζα. Αυτή η πρωτόβουλια ώθησε τον Αμπάς να σταματήσει να πληρώνει μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που προορίζεται για τη Γάζα υποχρεώνοντας τους κατοίκους της να ζουν με κατά μέσο όρο τέσσερις ώρες παροχή ρεύματος την ημέρα.

Η τελευταία πρωτοβουλία συμφιλίωσης και οι πιθανότητες επιτυχίας της

Η πρόσφατη επίσκεψη Χαμντάλλα στη Γάζα είναι αποτέλεσμα αφενός της δεινής οικονομικής θέσης της Χαμάς, και αφετέρου της ανησυχίας του Αμπάς για ένα ευφυή διπλωματικό αντιπερισπασμό της Χαμάς. Συγκεκριμένα, τον Ιούλιο η τελευταία φάνηκε να έρχεται σε συνεννόηση με τον πρώην ισχυρό άνδρα της Φατάχ στη Γάζα Μοχάμεντ Νταχλάν. Η επικοινωνία με τον Νταχλάν, που αξίζει να σημειωθεί έχει από καιρό πέσει στη δυσμένεια του Αμπάς, εξέπληξε πολλούς καθώς όταν ήταν παρών στη Γάζα είχε κατηγορηθεί για κακομεταχείριση πολλών κρατουμένων που προέρχονταν από τη Χαμάς. Οι αδρές γραμμές της συμφωνίας, που πάλι έγινε με αιγυπτιακή μεσολάβηση, περιλαμβάνει πληρωμή αποζημιώσεων στις οικογένειες πρώην θυμάτων του Νταχλάν, επιστροφή της ομάδας του και ανάληψη της ευθύνης του τελωνειακού περάσματος της Ράφα που θα επαναλειτουργούσε με σκοπό να δώσει μια ουσιαστική οικονομική ανάσα στους κατοίκους της Γάζας. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή φαίνεται να έπαιξε και το γεγονός ότι ο Σινουάρ ήταν παλιά συμμαθητής με τον Νταχλάν.

Ο Αμπάς, φοβούμενος προφανώς ότι θα ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, προθυμοποιήθηκε να μπει στο κάδρο δίνοντας νέα δυναμική στις συζητήσεις με τη Χαμάς. Οι ηγέτες της τελευταίας, διαισθανόμενοι ότι ο Παλαιστίνιος πρόεδρος μπορεί να προσφέρει μια συνολικότερη συμφωνία και όχι απλά το άνοιγμα της Ράφα, έσπευσαν να αναστείλουν τη σκιώδη κυβέρνηση τους και να προσκαλέσουν τον Χαμντάλλα στη Γάζα. Όπως ήταν αναμενόμενο μετά τη συνάντηση δεν έγιναν συνταρακτικές ανακοινώσεις καθώς η κωδικοποίηση μιας οριστικής συμφωνίας χρειάζεται χρόνο. Αν αυτή τελικά προκύψει πιθανότατα θα προβλέπει τη βελτίωση της ηλεκτροδότησης της Γάζας, το άνοιγμα του περάσματος της Ράφα με την αίρεση ότι θα το διαχειρίζεται η Παλαιστινιακή Αρχή και, τέλος, τη δημιουργία μιας νέας δομής εσωτερικής ασφάλειας στην οποία θα συμμετέχουν από κοινού Φατάχ και Χαμάς. Το μεγάλο αγκάθι θα εξακολουθεί να είναι η τύχη του στρατιωτικού σκέλους της Χαμάς. Ο Αμπάς έχει ήδη διαμηνύσει πως πρέπει να επικρατήσει η λογική του «ένα κράτος, ένας νόμος, ένα όπλο» αλλά το να περιμένει κανείς τη Χαμάς να παραδώσει τα όπλα της είναι ελάχιστα ρεαλιστικό. Αυτό που αντιπροτείνουν οι ισλαμιστές είναι ο διαχωρισμός της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας με την τελευταία να γίνεται ευθύνη των «Ταξιαρχιών του Μάρτυρα Ιζεντίν Αλ-Κασάμ» (ένοπλη πτέρυγα Χαμάς) μέσω της μετατροπής τους σε ένα οιονεί εθνικό στρατό. Φυσικά η παρουσία μιας τέτοιας δύναμης δεν μπορεί παρά να υπονομεύει τη λειτουργία των σωμάτων εσωτερικής ασφάλειας. Ως εκ τούτου, η εύρεση της αναγκαίας χρυσής τομής γίνεται μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.

Είναι αλήθεια πως η συγκυρία είναι ευνοϊκή καθώς ο κατακερματισμός του αραβικού και ισλαμικού κόσμου, η βούληση του Τραμπ να πετύχει το πιο δύσκολο “deal”στον κόσμο και οι εσωτερικές δυσκολίες της κυβέρνησης Νετανιάχου δείχνουν να μην εμποδίζουν την προοπτική μιας ουσιαστικής παλαιστινιακής συμφιλίωσης. Το να βρουν οι ηγεσίες της Φατάχ και της Χαμάς το θάρρος να προχωρήσουν σε πραγματικούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις είναι μια σοβαρή πιθανότητα. Αυτό όμως που την πριονίζει είναι η αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα πως αν τις επόμενες βδομάδες προκύψει κάτι που θα πριμοδοτεί τη θέση της μίας ή της άλλης παράταξης, τότε η προοπτική της συμφιλίωσης θα παραπεμφθεί ξανά στις ελληνικές καλένδες.

1. Beverley Milton-Edwards and Stephen Farrell, Hamas: The Islamic Resistance Movement (Cambridge: Polity Press, 2010), 265.

2. Bjorn Brenner, Gaza under Hamas: From Islamic Democracy to Islamic Governance (London: I.B. Tauris, 2017), 127.

3. “Meshaal altaqā Suleiman wa-ittafaqa ʿalā inhāʾ al-khilāf qabl al-intikhābāt wa-wafd min Fatah yughādir qarībān li-l-Qāhira,” Al-Quds Al-ʿArabī, September 7, 2009. (ηλεκτρονικό αντίγραφο)

Ο Γιώργος Ρήγας είναι διδάκτορας σύγχρονης ιστορίας μέσης ανατολής του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου