του Μηνά Κωνσταντίνου
Το περιβόητο κυβερνητικό «ολιστικό σχέδιο» για την μεταμνημονιακή περίοδο που θα φέρει την υπογραφή του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου και της παρούσας κυβερνητικής πλειοψηφίας, έχει μέχρι στιγμής παρουσιαστεί στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, στους βιομήχανους και μεγαλοεπιχειρηματίες της χώρας, καθώς και στο τραπέζι του τελευταίου Eurogroup. Για τον απλό κόσμο, προς το παρόν, υπάρχουν οι εκθέσεις των δανειστών και οικονομικών φορέων, ώστε από τα συμφραζόμενα να εξαχθούν μερικά χρήσιμα συμπεράσματα.
Η δημοσίευση της έκθεσης της Κομισιόν την περασμένη Πέμπτη προκάλεσε αλγεινές εντυπώσεις, καθώς η ίδια προχώρησε σε αισθητή αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεών της για την ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα οι Ευρωπαίοι αναμένουν ανάπτυξη της οικονομίας κατά 1,9% του ΑΕΠ το 2018 και 2,3% το 2019. Ποσοστά εμφανώς χαμηλότερα από το 2,5% που υπολόγιζε πριν έξι μήνες και για τα δύο χρόνια, και ακόμα πιο χαμηλά από το 3,1% του ΑΕΠ που προέβλεπε τον Νοέμβριο του 2016 για το έτος που διανύουμε.
Μία έκθεση που, όπως και εκείνες των υπόλοιπων δανειστών που προηγήθηκαν, θεωρεί πως το πρόγραμμα βγαίνει οριακά, με δεδομένες τις περικοπές των συντάξεων και του αφορολόγητου με την είσοδο στο επόμενο έτος, και βέβαια, με πρωτογενή πλεονάσματα που εμμονικά θα αφαιρούν από την εθνική οικονομία 6,5 δισ. ευρώ (3,5% του ΑΕΠ) ετησίως μέχρι το 2022, και ακολούθως για 40 χρόνια θα αρκούνται στα 3,5 δισ. ευρώ κάθε χρόνο.
Όμως οι προβλέψεις των Ευρωπαίων δεν είναι οι μόνες που ψαλιδίζονται από την πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν αναφορικά με τα οικονομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας. Το εαρινό ραντεβού του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο τον περασμένο Απρίλιο συνοδεύτηκε από την έκθεση του για την πορεία της Παγκόσμιας Οικονομίας, με την ειδική αναφορά στην Ελλάδα να προβλέπει ανάπτυξη για το 2018 του 2% και για το επόμενο έτος του 1,8%. Ποσοστά επίσης αναθεωρημένα προς τα κάτω, αφού το περασμένο φθινόπωρο, το Ταμείο την αποτύπωνε σε προβλέψεις για 2,6% εφέτος και 1,9% του χρόνου.
Παράλληλα, σε αναπροσαρμογή των προβλέψεων για την ελληνική οικονομία αναγκάστηκε προσφάτως και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που από ανάπτυξη του 2,5% του ΑΕΠ για το 2018, σήμερα αναμένει περί το 2%, ενώ για το 2019 την τοποθετεί στο 2,3%.
Την ίδια ώρα, μπορεί να έχει αποδειχτεί πως η ελληνική πλευρά αναγκάζεται να περιορίζεται -στην καλύτερη περίπτωση-σε μια ακριανή θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ωστόσο αυτό δεν ισχύει για τα οικονομικά συμφέροντα που δρουν στο εσωτερικό της χώρας. Γι' αυτό και σε αυτή τη συζήτηση οι προβλέψεις τους έχουν εξίσου ιδιαίτερη αξία, όχι τόσο για το χαμηλό ποσοστό επιβεβαίωσης, αλλά κυρίως για τις πιέσεις που ασκούν, με τις απαιτήσεις τους συχνά να καταφέρνουν να μπουν στην ατζέντα των απαιτήσεων των δανειστών.
Κατά το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η ανάπτυξη για το έτος που διανύουμε θα φτάσει το 2,1% του ΑΕΠ, ενώ ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) την προβλέπει σε 2%.
Αξίζει να σημειωθεί πως όλοι οι δανειστές, εγχώριες και ξένες αγορές λαμβάνουν ως δεδομένα τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, την απογείωση των πλειστηριασμών για το 2018 και το 2019, την πλήρη εκπλήρωση των μνημονιακών υποχρεώσεων για ιδιωτικοποιήσεις και «μεταρρυθμίσεις» και συνέχιση της βαριάς φορολογίας. Επίσης, εκτός των κινδύνων για την ευρύτερη γεωπολιτική κατάσταση και την διεθνή οικονομική συγκυρία, αντιμετωπίζουν ως σοβαρές απειλές και τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης στη χώρα για μία σειρά από ήδη εφαρμοσμένα μέτρα.
Της ιδιωτικής κατανάλωσης
Οι παραπάνω αριθμοί και προβλέψεις μπορεί να προκαλούν πονοκέφαλο σε όσους επιχειρούν να τους διαβάσουν, και ακόμα περισσότερο, σε όσους επιχειρούν να «διαβάσουν» την επόμενη ημέρα για την ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, στο υπουργείο Οικονομικών δεν φαίνονται να πονοκεφαλιάζουν ιδιαίτερα από τα παραπάνω, καθώς υποδέχτηκαν τις τελευταίες προβλέψεις της Κομισιόν, που προσέγγισαν αυτές του ΔΝΤ, σαν έτοιμοι από καιρό, ενώ και οι ίδιοι έχουν περικόψει τις προβλέψεις τους στο 2,3% του ΑΕΠ για το 2018. Για το ΥΠΟΙΚ, η αιτία για την μείωση των προβλέψεων των δανειστών για την ανάπτυξη κρύβεται στην χαμηλή ιδιωτική κατανάλωση το τελευταίο τρίμηνο του 2017, παρά το γεγονός πως λίγο πριν το τέλος του έτους καταβλήθηκε και πέρυσι το λεγόμενο κοινωνικό μέρισμα.
Ακόμα και εάν για την κυβέρνηση η χαμηλή ιδιωτική κατανάλωση του τελευταίου τριμήνου του 2017 αντιμετωπίζεται επικοινωνιακά ως ψιλόβροχο που προηγείται κάποιας ζεστής αναπτυξιακής λιακάδας, η πραγματικότητα προκύπτει πολύ διαφορετική. Από καθαρά τεχνοκρατική οπτική, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατατάσσει τη χώρα μας στην τελευταία θέση στην ευρωζώνη στην ιδιωτική κατανάλωση, οι Τράπεζες την χαρακτηρίζουν «υποτονική» ενώ οι Βιομήχανοι την περιμένουν να ανακάμπτει σε δύο -τουλάχιστον- χρόνια.
Τα βαθύτερα αίτια αυτής της «υποτονικής» ιδιωτικής κατανάλωσης έχει ήδη εξηγήσει ο καθηγητής Οικονομικών, Κώστας Λαπαβίτσας, τονίζοντας πως η στασιμότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται στους χαμηλούς μισθούς και την βαρύτατη φορολογία, προβλεπόμενα αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής και τα δύο.
Κατά τα στοιχεία που προέκυψαν από πρόσφατη έρευνα του τεχνοκρατικού think tank Διανέοσις, οι έκτακτοι φόροι έχουν σχεδόν διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ οι διαπιστώσεις που κάνει για την μικρή βάση φορολόγησης συγκεντρώνει επιπλέον σύννεφα επάνω από τα κεφάλια αρκετών φορολογούμενων. Και ενώ (και) αυτή η έκθεση επικεντρώνεται στη φοροδιαφυγή, καταλήγει στις γνωστές προτάσεις της «αύξησης της φορολογικής βάσης».
Κάτω από το κόκκινο χαλί της εξόδου
Ως φυσικό επακόλουθο των παραπάνω, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο αυξάνουν κάθε μήνα, ενώ όσα και να έχουν γίνει με τα κόκκινα δάνεια, τα νούμερα συνεχίζουν να δίνουν επιχειρήματα στους δανειστές για ακόμα πιο ακραία μέτρα κατά των «μπαταχτσήδων».
Πιο αναλυτικά, η τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα, μετράει περισσότερα από 130 δισ. ευρώ τα χρέη πολιτών και επιχειρήσεων στο Δημόσιο και σχεδόν 100 δισ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Υπογραμμίζει επίσης πως «τα μισά περίπου δάνεια των τραπεζών δεν εξυπηρετούνται, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις τους έχουν συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο», παρότι συχνά γίνεται λόγος για επιστροφή καταθέσεων όσο χαλαρώνουν τα capital controls.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως μπορεί στα τελευταία stress tests να κατάφεραν οι ελληνικές τράπεζες να περάσουν «με επιτυχία», όμως το πλήθος των αστερίσκων στην άσκηση, το γεγονός πως δεν ετίθετο θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας, καθώς και το γεγονός πως λαμβάνονται ως δεδομένοι οι υψηλοί στόχοι για τα κόκκινα δάνεια, θα χρειαστεί τουλάχιστον να επιβεβαιωθεί τον προσεχή Οκτώβριο, όταν και θα περάσουν από κανονική αξιολόγηση.
Πάντως ο ΟΟΣΑ φρόντισε ήδη να προειδοποιήσει πως παρά τις προβλέψεις πως γλιτώνουν την ανακεφαλαιοποίηση, «μια συστημική κρίση θα οδηγούσε σε μεγάλες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, τις οποίες ο ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε να μην είναι πρόθυμος να χρηματοδοτήσει».
Η δε ανεργία, στη μείωση της οποίας προσβλέπουν άπαντες και τη χρησιμοποιούν ως δικαιολογία για την επιτάχυνση και την προώθηση πλήθους «επενδύσεων», κινείται μεταξύ του 20% των επίσημων στοιχείων, του 27,5% κατά ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και περί το 30% κατά ΕΚΤ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και της ΕΡΓΑΝΗΣ τον περασμένο Απρίλιο, σχεδόν οι μισοί πολίτες της χώρας ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, γεγονός που διαπιστώνεται και από την συνεχή ποιοτική κατάπτωση στα αγαθά που καταναλώνει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Όσο για τα εργασιακά και τις δεσμεύσεις για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση, παρά τη θετική διάθεση του διεθνούς Τύπου απέναντι στην ελληνική οικονομία το τελευταίο διάστημα, η αντίδραση των δανειστών στις υποσχέσεις της κυβέρνησης για τα εργασιακά συνοψίζεται μέσω Bloomberg στη διαπίστωση πως «το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να υπερβαίνει το 20%, ως εκ τούτου, οι προτεινόμενοι εκ μέρους της ελληνικής πλευράς αυστηρότεροι κανόνες για την αγορά εργασίας αλλά και οι μισθολογικές αυξήσεις μπορεί να είναι αντίθετοι με την καθιερωμένη οικονομική λογική».
Παράλληλα, οι επενδύσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται ως μάννα εξ ουρανού που θα αλλάξει τα πάντα στην οικονομία, παρότι τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής κινούνται μονίμως χαμηλότερα των επιδιώξεων. Αρκεί κανείς να διαβάσει τις επιδιώξεις του ΣΕΒ για «επενδυτικό big bang» αξίας 45 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ καλούν το κράτος να γίνει «πιο “πελατοκεντρικό”, να μπει στα παπούτσια του επενδυτή, να αρχίσει να σκέφτεται και σαν αυτόν, ώστε να προσφέρει το κατάλληλο μενού υπηρεσιών και λύσεων για την προσέλκυση επενδύσεων».
Ακόμη, στους βασικούς άξονες του ΣΕΒ για ένα «Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων για επενδύσεις», συναντά κανείς απαιτήσεις όπως την «αποφυγή οπισθοδρόμησης στις εργασιακές ρυθμίσεις» και «περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους», με ότι αυτό συνεπάγεται για τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων.
Αυτά τα τελευταία, βέβαια, κυκλοφορούν σε αρκετά διεθνή δημοσιεύματα και δηλώσεις εκπροσώπων των δανειστών και άλλων αξιωματούχων, σε διάφορες παραλλαγές και γλώσσες. Όμως η τελευταία επίσκεψη του επικεφαλής του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία, ήταν εξόχως αποκαλυπτική για τις «παροτρύνσεις» του οργανισμού «εκείνων των αναπτυγμένων χωρών που υποστηρίζουν τις αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς».
Μνημόνιο σε αναμονή
«Θα στοχεύσουμε το λαθρεμπόριο καυσίμων και καπνού, θα κάνουμε πιο αυστηρή τη νομοθεσία σχετικά με τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, θα ενισχύσουμε την ανεξαρτησία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ενώ θα εξασφαλίσουμε την πλήρη λογοδοσία και διαφάνεια των λειτουργιών της και θα διευρύνουμε τον ορισμό της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, ενώ θα καταργήσουμε την φορολογική ασυλία» δήλωνε τον Μάρτιο του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας πριν την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και παρουσία του Ανχελ Γκουρία, που δεν τον άκουγε με τόσο ενθουσιασμό όσο έδειξε κατά την τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα.
Τρία χρόνια και ενάμιση -σχεδόν- μνημόνιο αργότερα, το λαθρεμπόριο καυσίμων έχει περάσει στις καλένδες, η διαφάνεια στη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων παραμένει ανέκδοτο, οι υποσχέσεις περί φοροδιαφυγής και απάτης παραγράφονται μαζί με τις εκατοντάδες ανέλεγκτες υποθέσεις των πολυδιαφημισμένων λιστών καταθέσεων. Σήμερα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά όσον αφορά τις σχέσεις μας με τον ΟΟΣΑ, μία από τις εμβληματικότερες και πιο απαραίτητες σφραγίδες στα σχέδια που η κυβέρνηση επιθυμεί να εφαρμόσει μετά τον Αύγουστο.
«Μία ισχυρότερη πρόοδος τους προγράμματος μεταρρυθμίσεων θα αύξανε την παραγωγικότητα, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές ταχύτερα του αναμενόμενου» ήταν το μότο της έκθεσης του οργάνου των διεθνών αγορών. Τι περιελάμβαναν όμως οι θέσεις του επικεφαλής ενός εκ των μεγαλύτερων οργάνων των διεθνών αγορών, εκτός από το εντυπωσιακό σόου της ομιλίας του, για το οποίο ο πρωθυπουργός είχε κλείσει πρώτο τραπέζι την τελευταία ημέρα του Απριλίου στο Μέγαρο Μαξίμου;
Ο ΟΟΣΑ, λοιπόν, πρότεινε στην έκθεσή του κατάργηση των εξαιρέσεων από ΦΠΑ (24% παντού) και άλλους φόρους (βλ. καύσιμα), κόφτη στις επιδιώξεις για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης κατά τέσσερα χρόνια (ο νόμος Κατρούγκαλου το τοποθετεί στα 67 χρόνια), ουσιαστικά αύξηση του ορίου ηλικίας για τον υποκατώτατο μισθό, μόνιμη κατάργηση ωριμάνσεων και επιδομάτων που συνδέονται με τον βασικό μισθό, έως και ευθείες παρεμβάσεις στην Παιδεία.
Από όλη την παραπάνω συζήτηση λείπει το ζήτημα του υπέρογκου χρέους, και όχι τυχαία. Κι αυτό, αφενός διότι οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι δανειστές από το 2012 τουλάχιστον αναμένεται να έχουν ισχνό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία. Αφετέρου, είναι ίδια η αναιμική ρύθμιση που ευαγγελίζονται, και αρκείται αυτή η κυβέρνηση, που θα φέρει ένα κατά γενική παραδοχή αυστηρότερο πλαίσιο εποπτείας για τα επόμενα χρόνια, καθώς και σειρά επιπλέον δεσμεύσεων για την ελληνική οικονομία, επιβεβαιώνοντας τις όποιες ανησυχίες.
Η 21η Ιουνίου τίθεται από Ελλάδα και δανειστές ως η καταληκτική εκείνη ημερομηνία που θα ανοίξει τον δρόμο στο ξέφωτο της εξόδου από τα μνημόνια και θα περάσει η χώρα στην «μεταμνημονιακή περίοδο». Το «ολιστικό σχέδιο» της κυβέρνησης θα είναι γεγονός και η εφαρμογή του απλώς θα ζητάει διαχειριστή. Όπως όλα δείχνουν, ωστόσο, δύσκολα θα μας λείψουν τα μνημόνια. Με βάση όλα τα παραπάνω, ακόμα κι αν η έξοδος προκύψει καθαρή μπορεί η κυβέρνηση αυτή να υποστηρίξει το ίδιο και για την είσοδο στη μεταμνημονιακή περίοδο και τις πολιτικές που θα ακολουθήσουν;