Δεν θα με βρει καθόλου αντίθετο η παρατήρηση σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο οποιασδήποτε πολιτικής πρωτοβουλίας. Η ενότητα για την ενότητα, ακόμη και αν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην πλειονότητα των λαϊκών ανθρώπων, δεν είναι υπερασπίσιμη επιλογή. 

Όπως, όμως, δεν είναι υπερασπίσιμη επιλογή ούτε η «κομματική οικοδόμηση», μια επιλογή, αναγκαστικά «μακράς νομίμου δράσεως», για να θυμηθούμε και τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Είναι τόσο προφανής η συνθήκη του επείγοντος, στην οποία διαβιούμε, η συνθήκη μιας πολυκρίσης, που διαρκώς αναβαθμίζεται και επιδεινώνεται, με ακραίο τρόπο, που η ανάγκη για μια κίνηση «προς τις μάζες», για να θυμηθούμε τώρα τα πρώτα χρόνια της κομμουνιστικής Διεθνούς, βγάζει, κυριολεκτικά μάτι.

Μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί, όμως, να υπηρετηθεί παρά μόνο στο μέτρο που θα δημιουργεί, σε γρήγορο χρόνο, την απαραίτητη κρίσιμη μάζα ανθρώπων, που μπορούν να την αναλάβουν.

Η συνθήκη, στην οποία η σύνολη Αριστερά καλείται να υπάρξει είναι, από πολλές απόψεις, πρωτοφανώς δύσκολη και απαιτητική. Αν δεν καταφέρει να δυναμώσει τις αντιστάσεις των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων στρωμάτων πολύ γρήγορα, το χειραφετητικό κίνημα θα υποστεί μια νέα, κοσμοϊστορικών διαστάσεων, ήττα, η οποία είναι αμφίβολο αν θα αποδειχτεί αναστρέψιμη.

Έτσι κι αλλιώς, στη σημερινή παγκόσμια κατάσταση των διαρκών οικονομικών, επισιτιστικών, ενεργειακών, ιμπεριαλιστικών κρίσεων και με πυρηνικές ακόμη απειλές, σε συνδυασμό με την προϊούσα κλιματική καταστροφή, όχι της ανθρωπογενούς, αλλά της «καπιταλιστικογενούς» περιόδου, η αντικαπιταλιστική προοπτική πρέπει, όσο το δυνατόν αμεσότερα, να πάρει πλειοψηφικό χαρακτήρα.

Πρέπει να μιλάμε, στην πολιτική μας παρέμβαση, πολύ για καπιταλισμό και να τον δείχνουμε, συνεχώς, ως τον κύριο υπεύθυνο των τρομερών διακινδυνεύσεων μπροστά στις οποίες βρίσκεται η ανθρωπότητα, αλλά και το σύνολο της ζωής.

Δεν μπορούμε, ωστόσο, να μην παίρνουμε υπόψη τον παρόντα συσχετισμό ταξικής δύναμης, ο οποίος είναι συντριπτικά εναντίον της εργατικής τάξης. Ο αγώνας, συνεπώς, της ανταγωνιστικής Αριστεράς είναι ένας αγώνας πασίδηλα αμυντικός. Η παγκόσμια εργατική τάξη -η ελληνική, ακόμη, περισσότερο, λόγω όσων μεσολάβησαν την τελευταία δεκαπενταετία- βρίσκεται να δέχεται μια καταιγιστική επίθεση από το κεφάλαιο. Το πρώτο, λοιπόν, μέλημα, χωρίς καθόλου να λησμονείται η υποχρέωση της αντικαπιταλιστικής πάλης, είναι να διασωθούν όσο περισσότερα έχουν κατακτηθεί με την ταξική πάλη και να ξεκινήσει στοιχειωδώς η προσπάθεια ανασύνταξης και, πολύ μερικής, έστω, αντεπίθεσης.

Να το ξαναπώ: η ιστορική φάση, που διανύουμε, είναι μια φάση απεγνωσμένης, στην αίσθηση των κατώτερων τάξεων, άμυνας. Η άρση, σε πρώτο χρόνο, αυτής της απόγνωσης, απαιτεί τη μεγαλύτερη συσπείρωση δυνάμεων. Προσέξτε! Όχι τη μεγαλύτερη δυνατή, τη μεγαλύτερη σκέτα. Που σημαίνει πως θα πρέπει να τανυστούν, στο μέγιστο βαθμό, τα όρια του δυνατού. Να εξαντληθεί κάθε πιθανότητα συσσώρευσης δυνάμεων.

Κάνοντας μια, καθόλα κατάλληλη, ιστορική αναλογία, θα έπρεπε το κάλεσμα να αφορά ακόμη και τις δυνάμεις του ρεφορμισμού, χωρίς καμιά επιμονή σε πρότερα εγκλήματα καθοσιώσεως. Η κομμουνιστική Διεθνής κάλεσε, στη δεκαετία του ’20, τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας σε συστράτευση, ακόμη και στη δημιουργία εργατικών κυβερνήσεων, στο πλαίσιο της στρατηγικής του Ενιαίου Μετώπου. Μιλάμε για τη σοσιαλδημοκρατία, που μήνες πριν είχε βάψει τα χέρια της στο αίμα της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ.

Θα μπορούσε, λοιπόν, το κάλεσμα να αφορά ακόμη και τον ΣΥΡΙΖΑ; Ναι, θα μπορούσε. Το γεγονός πως δεν μπορεί, στην πράξη, να γίνει οφείλεται στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζεται, με ραγδαίο τρόπο, προς τα δεξιά, έχοντας επιλέξει, ως μέθοδο επιβίωσης, στην πραγματικότητα, την πλήρη μετατροπή του σε κόμμα συστημικής εναλλαγής. Και το κάνει ενσυνείδητα κι οργανωμένα. Δεν χρειάζεται, επομένως, να υπάρξει η παραμικρή διαφωνία, επ’ αυτού. Η ίδια η ζωή το έχει διευθετήσει.

Αυτό δεν αλλάζει, ωστόσο, σε τίποτε, ούτε τον σκληρά αμυντικό χαρακτήρα της ιστορικής φάσης ούτε το καθήκον της μέγιστης συσπείρωσης. Όχι της μέγιστης δυνατής, αλλά της μέγιστης σκέτα. Να διαμορφώσουμε το δυνατό, όχι να προσαρμοστούμε σε ό,τι θεωρούμε δυνατό.

Από αυτήν την άποψη, θεωρώ ολοκληρωτικά αδιανόητη την στάση αποκλεισμού δυνάμεων από μέρους κάποιων οργανώσεων της Αριστεράς. Όχι μόνο υπάρχουν οι όροι για μια συμπόρευση, στο εκλογικό, που είναι το λιγότερο, ιδίως για δυνάμεις που θεωρούν τις εκλογές, αν τους δοθεί μεγαλύτερο από το βάρος, που τους αντιστοιχεί για μια μετασχηματιστική πολιτική, περίπου, παγίδα για χαζούς. Νομίζω, υπάρχουν προϋποθέσεις για κάτι περισσότερο και ουσιαστικότερο.

Από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την Αναμέτρηση έως τη ΛΑΕ και το ΜΕΡΑ25, και το σύνολο σχεδόν της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, μπορεί να διαμορφωθεί ένα μέτωπο αμυντικής διάταξης, που σίγουρα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες αποτελεσματικής αντίστασης στον κανιβαλικό καπιταλισμό της εποχής. Με όλες τις θεμελιώδεις διαφορές, βρίσκω πως γίνεται. Τα αντίθετα επιχειρήματα δεν είναι, νομίζω, πειστικά.

Σημαίνει αυτό κάποιου είδους προσχώρηση ή υπαναχώρηση από θέσεις και στρατηγικές αντιλήψεις, που έχουν κατακτηθεί με σοβαρή προσπάθεια σε βάθος χρόνου; Κάθε άλλο. Η αυτονομία όλων των οργανώσεων επιβάλλεται. Εμπλουτίζει την προσπάθεια, δεν την υπονομεύει.

Προσωπικά είμαι πιο κοντά, από πολλές απόψεις, σε μια ορισμένη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά παρά στο ΜΕΡΑ. Το γεγονός, ωστόσο, πως το τελευταίο, εμπράκτως, είναι η μόνη κοινοβουλευτική δύναμη, γιατί το ΚΚΕ έχει άλλη προσέγγιση, που βάζει σε πρώτο πλάνο την καταγγελία και την ανάγκη ολοκληρωτικής αναίρεσης του μνημονιακού καθεστώτος, το εντάσσει στις, ιδιότυπες έστω, ριζοσπαστικές δυνάμεις, των οποίων η συνέργεια είναι αναγκαία για τη δόμηση της εργατικής άμυνας.

Ένα ενιαιομετωπικό ξεκίνημα μπορεί να γίνει. Αρκεί να το επιδιώξουμε.