Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε ομιλία του Κώστα Δεσποινιάδη στην παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσ/νικη, 6-3-2014 και περιέχεται στο βιβλίο «Έξοδος Κινδύνου», Πανοπτικόν 2017. Αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα.

 

Πίστευα ότι η δεύτερη ανάγνωση θα ήταν λιγότερο επώδυνη –μιας και τα 17-18 χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την πρώτη θεωρούσα ότι με είχαν κάνει ανθεκτικότερο- αλλά διαψεύστηκα. Το βασανιστικό συναίσθημα της πρώτης ανάγνωσης επανήλθε, και μάλιστα για κάποιον λόγο μου υπενθύμιζε μια παρόμοια αίσθηση που είχα όταν διάβαζα το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι, μολονότι εκείνο αναφέρεται σε μια ακόμα πιο φρικαλέα ιστορική περίοδο. Δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή οι ίδιοι οι βασανιστές του Κοροβέση συχνά-πυκνά μέσα στο βιβλίο παρομοιάζουν τους εαυτούς τους με τα ναζιστικά τους πρότυπα, όπως για παράδειγμα όταν ο ανακριτής τού λέει: «Η ασφάλεια για τους κακούς είναι Νταχάου και για τους ειλικρινείς Παράδεισος. Πρόσεξε, δεν εξετάζουμε την ενοχή σου, που είναι αποδεδειγμένη, αλλά την ειλικρίνειά σου, που θα καθορίσει τη δική μας συμπεριφορά. Σκέψου: Νταχάου ή Παράδεισος» (σε. 29) ή λίγο παρακάτω όπου ο ανακριτής τον προειδοποιεί ότι αν δεν συνεργαστεί θα τον παραδώσουν στα Ες-Ες, εννοώντας την ΕΣΑ (σε. 48).

Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1969 όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε μια κατάσταση εξαίρεσης και επανεκδίδεται σήμερα που βρισκόμαστε και πάλι σε μια κατάσταση εξαίρεσης, έστω και με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά από την προηγούμενη. Υπενθύμιση ίσως αυτού που λέει ο Μπένγιαμιν ότι η κατάσταση εξαίρεσης τείνει να γίνει πλέον ο κανόνας και αυτού που εύστοχα επισήμανε ο Αγκάμπεν ότι οι κυβερνώντες δεν θέλουν πλέον καταστάσεις ομαλότητας αλλά καταστάσεις εξαίρεσης τις οποίες θα διαχειρίζονται. Η κατάσταση εξαίρεσης δηλαδή, αποτελεί μια τεχνική διακυβέρνησης που θα την βρίσκουμε όλο και συχνότερα μπροστά μας στα χρόνια που έρχονται..

Ας δούμε όμως τι είναι αυτό το βιβλίο με τον παράξενο τίτλο «Ανθρωποφύλακες» (λέξη που, παραδόξως, δεν έχει κατοχυρωθεί σε κανένα από τα σύγχρονα λεξικά που κοίταξα, παρόλο που η καθημερινή της χρήση έχει υιοθετηθεί ευρύτατα).
Νομίζω ότι μπορούμε να διακρίνουμε τρία επίπεδα στην αφήγηση του Κοροβέση.

Α) Το πρώτο, που είναι το πιο προφανές και κυρίαρχο στις σελίδες του βιβλίου, είναι το συγκλονιστικό βίωμα του συγγραφέα από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι την αποφυλάκιση. Όλα τα φρικαλέα βασανιστήρια που υπέστη κατά τις ανακρίσεις, με τρόπο μάλιστα «επιστημονικό» όπως επαίρονταν οι βασανιστές του. Επ’ αυτών δεν έχω να προσθέσω τίποτα. Όποιος έχει γερό στομάχι, ας διαβάσει το βιβλίο, αλλά όπως είπα και πριν, ας είναι προετοιμασμένος για μια επώδυνη εμπειρία. Επώδυνη με, αλλά αναγκαία μιας και τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο δεν συνέβησαν μόνο τότε ούτε και μόνο στον Κοροβέση. Τα βασανιστήρια είναι μια πρακτική πανάρχαια και έχουν χρησιμοποιηθεί σε πάμπολλους πολιτισμούς. Όποιος, φερ’ ειπείν, έχει διαβάσει το Επιτήρηση και τιμωρία του Φουκώ ή το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου Βασανιστήρια και εξουσία σίγουρα έχει μείνει άφωνος από την επινοητικότητα που έχει επιδείξει το ανθρώπινο είδος όσον αφορά την κτηνωδία των βασανιστηρίων (και φυσικά η λέξη «κτηνωδία» είναι άστοχη και παραπλανητική, μιας και τα κτήνη στη φύση ποτέ δεν βασανίζουν τα θύματά τους• αυτό παραμένει ένα ακόμα θλιβερό προνόμιο των ανθρώπων).

Όπως γράφει εύστοχα ο Σιμόπουλος (Βασανιστήρια και εξουσία):

Μια επισκόπηση της παγκόσμιας ιστορίας αποκαλύπτει πως σε όλες τις κοινωνίες, από τις πιο πρωτόγονες ως τις πιο αναπτυγμένες, η άσκηση βίας πάνω στο άτομο αποτελεί το προνομιακό όπλο κάθε εξουσίας. Είναι επίσης ιστορικά διαπιστωμένο ότι όπου γιγαντώνεται η κεντρική εξουσία, όπου θεοποιείται το κράτος στην άλφα ή βήτα μορφή του, εμφανίζεται αυτομάτως και η καταπίεση, που εκφράζεται με την εκμηδένιση του ατόμου, την καταστολή της διαφωνίας, την ποινικοποίηση των αμφισβητήσεων και τα βασανιστήρια. Η υπερτροφική εξουσία ταυτίζεται πάντοτε με τον πολιτικό δεσποτισμό και οποιαδήποτε αντίσταση, με λόγο ή πράξη, χαρακτηρίζεται εσχάτη προδοσία. Το κρατικό ή εθνικό συμφέρον, η ενιαία και μονολιθική πίστη, η προστασία της κοινωνικής ευρυθμίας υπήρξαν και είναι προσωπεία για τον εξωραϊσμό ή την ιδεολογική επένδυση κάθε αυταρχισμού. Ακόμα και σε χώρες με φιλελεύθερη παράδοση και δημοκρατικούς θεσμούς τα βασανιστήρια, ως ανακριτική μέθοδος και ανομολόγητος κολασμός, συνεχίζονται με την πασίγνωστη επιχειρηματολογία: “πάταξη του εγκλήματος”, “εθνική ασφάλεια”, “προστασία του καθεστώτος” ή του “κοινωνικού συνόλου”, “εξουδετέρωση τρομοκρατών”, κλπ., κ.λ.π. […]

Και όπως πικρά διαπιστώνει ο Κοροβέσης «το να έχει κανείς απόψεις που δεν είναι αποδέκτες από τις εξουσίες είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ όσο αρχικά μπορεί να υποθέσει» (σελ. 121) ή όπως με «πατρική στοργή» του είπε ο διευθυντής της Ασφάλειας Λάμπρου «αυτά παθαίνουν όσοι δεν αγαπάνε τη Δημοκρατία».

Ως εχθρός του καθεστώτος, λοιπόν, ο Κοροβέσης υπέστη αυτά που υπέστη. Ας μην γελιόμαστε. Όλες οι εξουσίες και όλα τα καθεστώτα λίγο πολύ αυτή την τύχη επιφυλάσσουν στους εχθρούς τους όταν νιώθουν ότι απειλούνται. Ο συγγραφέας άλλωστε προσθέτει ένα διαφωτιστικό επίμετρο στη σημερινή επανέκδοση, αναφορικά με το τι επικρατεί σήμερα, ακόμα και στις υποτιθέμενες προοδευτικές και δημοκρατικές (βάλτε όσα εισαγωγικά θέλετε) χώρες. Ας αναλογιστούμε μόνο αυτή τη στιγμή που μιλάμε πόσοι άνθρωποι ανά τον κόσμο βασανίζονται με τρόπους αντίστοιχους μ’ αυτούς που περιγράφονται στους Ανθρωποφύλακες ή και ακόμα πιο «επιστημονικούς»;

Β) Το δεύτερο επίπεδο της αφήγησης του Κοροβέση, που κατά τη γνώμη μου την καθιστά ιδιαιτέρως σημαντική είναι το ότι μας προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για τον ανθρωπολογικό τύπο του βασανιστή.

Όλοι, φαντάζομαι, από βιβλία και αφηγήσεις έχουμε μια εικόνα για το ποια ήταν τα θύματα των βασανιστηρίων και των εγκλεισμών• τι σκέφτονταν, πώς βίωσαν αυτή τη φρικτή εμπειρία. Ατυχώς (και για προφανείς λόγους) από όσο γνωρίζω τουλάχιστον κανείς βασανιστής δεν έγραψε τα «απομνημονεύματά» του.

Αναγκαστικά λοιπόν, αν θέλουμε να ανασυνθέσουμε αυτόν τον ανθρωπολογικό τύπο θα πρέπει να το κάνουμε με βάση τα στοιχεία που έχουν καταγράψει θύματα βασανιστηρίων, και επ’ αυτού το βιβλίο του Κοροβέση μάς παρέχει πολύτιμο υλικό.
Σε θεωρητικό επίπεδο, νομίζω ότι η σημαντικότερη σχετική συνεισφορά είναι το βιβλίο της ΄Αρεντ Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (μολονότι ο Αιχμαν δεν είχε άμεση συμμετοχή σε βασανιστήρια, αλλά ήταν ένας αξιωματικός των Ναζί υπεύθυνος για τον συντονισμό της Τελικής Λύσης).

Μιλώντας για τον Άιχμαν, η Αρεντ εισάγει την έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», αναθεωρώντας την παλιότερη έννοια του «ριζικού κακού» που χρησιμοποιούσε. Ο ΄Αιχμαν δεν είναι κάποιο «τέρας», αλλά ένας συνηθισμένος, μάλλον φαιδρός, άνθρωπος δίχως ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες. Δεν διακατέχονταν από κάποιον ιδιαίτερο αντισημιτισμό, δεν αισθανόταν μίσος για τα θύματά του, απλώς εκτελούσε πειθήνια τις εντολές που δεχόταν από τους ανωτέρους του, ως μέρος του στρατιωτικού του καθήκοντος. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε ενεργήσει ως νομοταγής πολίτης, και μάλιστα πρόσθεσε πως ολόκληρη τη ζωή του μέχρι την μέρα που του ανατέθηκε η διεκπεραίωση της «Τελικής Λύσης» την είχε ζήσει σύμφωνα με τις αρχές της καντιανής κατηγορικής προσταγής. Του ήταν αδύνατον να σκεφτεί και να κρίνει το παράλογο και εγκληματικό των εντολών που εκτελούσε, πολύ περισσότερο να τις παρακούσει. Έχουμε, δηλαδή, μπροστά μας περισσότερο τον ανθρωπολογικό τύπο του συνηθισμένου, πειθήνιου εκτελεστή εντολών (θα σκότωνε ακόμα και τον πατέρα του αν είχε λάβει διαταγή να το κάνει, λέει η ΄Αρεντ) και όχι κάποια «εξαιρετική» περίπτωση σαδιστικού τέρατος.

Αυτή η εικόνα που δίνει η Αρεντ είναι σε μεγάλο βαθμό ταυτόσημη με την εικόνα των βασανιστών που αποκομίζουμε από το βιβλίο του Κοροβέση.

– άνθρωποι όχι ιδιαιτέρως ευφυείς και καλλιεργημένοι (κατάσχουν τα άπαντα του Πλάτωνα που είχε ο Κοροβέσης επειδή είχαν βγει από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, συγχέοντας το όνομα του εκδοτικού οίκου με τον Ζαχαριάδη)
– όλες τους οι συνομιλίες παραπέμπουν σε ένα πεζοδρομιακό ψευτοτσαμπουκά εσχάτης υποστάθμης.
– και το χαρακτηριστικότερο στοιχείο από όλα, είναι ότι οι ίδιοι βιώνουν όλα αυτά που κάνουν σαν δημοσιοϋπαλληλικό καθήκον. Τελειώνουν το οχτάωρό τους, κοιτιούνται στον καθρέφτη, φτιάχνουν το μαλλί και την γραβάτα τους και επιστρέφουν στις πληκτικές μικροαστικές ζωούλες τους. Ενδιαμέσως παραπονιούνται γιατί το κράτος δεν πληρώνει όπως πρέπει τις υπηρεσίες τους και ζουν με πενταροδεκάρες, και πως οι υπηρεσίες που προσφέρουν «δεν πληρώνονται με τίποτα», όπως χαρακτηριστικά λένε. (σελ. 64).

Παραθέτω ενδεικτικά τα λόγια δύο βασανιστών προς τον ίδιο τον Κοροβέση, λίγο πριν την αποφυλάκισή του.
Του λέει ο ένας: «Πάνε αυτά, περάσανε, τώρα είμαστε φίλοι. Δεν φταίει αυτός για ό,τι έγινε. Τι να κάνει; Υπάλληλος είναι, έχει γυναίκα και δύο παιδιά. Πενταροδεκάρες παίρνει. Ύστερα από είκοσι χρόνια υπηρεσίας δεν μπορεί να πάρει ένα δεύτερο πουκάμισο. Κι αυτός προλετάριος είναι που τον εκμεταλλεύονται άλλοι. Βγάζει όλη τη δουλειά και τελικά άλλοι παίρνουν τους βαθμούς. Έτσι του’ ρχεται να δώσει μια κλοτσιά και να τα παράτησε όλα, να γίνει αλήτης και να κοιμάται κάτω απ’ τις γέφυρες. καλύτερα θα’ ναι.» Και εκμυστηρεύεται στο μέχρι προ ολίγου θύμα του «πως πολύ τον εκτιμάει. Ό,τι θέλει, στη διάθεσή του. Να περνάει να τον βλέπει, και πίνουνε καφέ και κανένα βραδάκι να πάρουνε τις γυναίκες τους και να πάνε να πιούνε κανένα κρασάκι. να γνωριστούνε οικογενειακώς»
Ο έτερος βασανιστής, λιγότερο εγκάρδιος και περισσότερο κυνικός, του λέει: «Εγώ εκτελώ διαταγές και δεν μ’ ενδιαφέρει η πολιτική. Όποια κυβέρνηση και να ’ναι, δεν μ’ ενδιαφέρει. Εγώ διαταγές εκτελώ» (σελ. 110)

Γ) Τέλος υπάρχει ένα τρίτο επίπεδο στην αφήγηση, λιγότερο ορατό αλλά ωστόσο πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου, που λειτουργεί σαν συγκολλητική ουσία των άλλων δύο. Αυτό αφορά τον απλό κοσμάκη, τη σιωπηλή πλειοψηφία, που ενώ γίνονται όσα περιγράφονται στους Ανθρωποφύλακες, οι άνθρωποι αυτοί κοιτάνε τη δουλίτσα τους. Περνάνε από την ασφάλεια για να διεκπεραιώσουν καθημερινές υποθέσεις, βλέπουν δεξιά κι αριστερά διάφορους σακατεμένους από το ξύλο, αλλά διαγράφουν την εικόνα την ίδια στιγμή και συνεχίζουν τη ζωή τους.

Ασφαλώς, όταν γραφόταν το βιβλίο, μέλημα του συγγραφέα ήταν να μιλήσει για τα βασανιστήρια που υπέστη κι όχι για το πώς συνεχιζόταν η ζωή έξω από την κόλαση που ζούσε, ωστόσο υπάρχει μια σκηνή που συμπυκνώνει όλα αυτά που θέλω να πω: Μια νοσοκόμα, που μάλλον με συμπάθεια βλέπει τον βασανισμένο στο νοσοκομείο, αντιπροσωπεύει αρχετυπικά νομίζω την πλειονότητα του έξω κόσμου: «Είχε ένα μικρό αυτοκινητάκι που το είχε πάρει με πολλές θυσίες. Εκείνη μόνο ήξερε πώς το πήρε• το χρωστάει ακόμα. Ε, λοιπόν, πριν από την 21η Απριλίου κάθε βράδυ πηγαίνανε Λαμπράκηδες και της κατουράγανε την πόρτα του αυτοκινήτου κι αυτή κάθε πρωί πήγαινε με έναν κουβά νερό να το καθαρίσει. Απευθύνθηκε στην αστυνομία, αλλά μάταια. Μόλις έγινε η «επανάσταση» των απριλιανών, το κακό σταμάτησε μαχαίρι. Το αυτοκίνητο ήτανε πεντακάθαρο» Και συνεχίζει η νοσοκόμα. «Να τι θα πει επανάσταση. Όλοι οι άνθρωποι έχουνε βρει την ησυχία τους. Οι εφημερίδες δεν γράφουνε ό,τι θέλουνε. τα λεωφορεία δεν κάνουνε απεργίες. Γιατί, βρε παιδάκι μου, δεν σ’ αρέσει το καλό του τόπου μας;», ρωτά με αφοπλιστική αφέλεια.

Ο ίδιος ο Κοροβέσης, απευθυνόμενος σε αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους, γράφει στο «Υστερόγραφό» του: «για τους φιλήσυχους και αντικειμενικούς ανθρώπους όλης της γης που με την αδιαφορία τους και τη σιωπή τους βοηθάνε στην επέκταση και στη συνέχιση των βασανιστηρίων.» (σελ. 112)

Τα παραπάνω μου θύμισαν μοιραία μια φράση του Κλάες Αντερσεν που είχα χρησιμοποιήσει στο πρώτο Πανοπτικόν: «Να φοβάσαι όσους θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά. Είναι αδίστακτοι»
Αν αυτοί που ήθελαν να ζήσουν τη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά δεν ήταν η πλειονότητα εκεί έξω, βιβλία σαν τους Ανθρωποφύλακες ίσως να μην είχαν γραφτεί ποτέ.