Ράνια Παπά (Η μητέρα του Κώστα)
Ήταν κάποτε που λέτε,
μία τριανταφυλλιά,
με γδαρμένα πέταλα,
που με αγκάθια και με δόντια,
δυο μπουμπούκια φύλαγε,
στης καρδιάς της τη φωτιά.
Το ένα τόλμησε ν’ ανθίσει,
μες του κόσμου τη βρωμιά,
και να λάμψει σαν αστέρι,
με την έμφυτη κοψιά,
του υπέροχου μυαλού του.
Έκοψε με τα σπαθιά του,
κόμπους γόρδιους πολλούς.
Σκέπασε με τη θωριά του,
τη δικιά του τη γενιά,
που ξεπήδησε με χάρη,
στου κορμιού του τα κλαδιά.
Φρόντισε πολλά λουλούδια,
στης αυλής του την μεριά,
μα δεν ξέχασε ποτέ του,
την γδαρμένη του μαμά,
που θλιμμένη προσπαθούσε,
να φυλάξει στη ζωή της,
το μικρούλι της μπουμπούκι,
που κρατούσε σαν διαμάντι,
στο υπόλοιπο κλαδάκι,
της φθαρμένης της κλωστής.
Τόλμησε λοιπόν που λέτε,
του παραμυθιού το άνθος,
να λοξοκοιτάξει,
σ’ άλλων κήπων τις χαρές.
Τ’ ανθισμένο της μπουμπούκι,
με τραγουδιστή φωνούλα,
άγγιξε κάθε σταγόνα,
απ’ τα ροδοπέταλά της,
και χοροπηδώντας,
φώναξε καληνυχτώντας,
στης ζωής του την πηγή:
Είσαι ευτυχισμένη μάνα;
Ναι αγόρι μου γλυκό,
επιτέλους τάχω όλα,
Δόξα νάχει ο Θεός.
Ζήλεψαν οι ερινύες,
τέτοιο μέγεθος χαράς,
και της άρπαξαν αμέσως,
της ψυχής της το τικ τακ.
Η χαροκαμένη μάνα,
έμεινε με το μπουμπούκι,
που κι αυτό σπασμωδικά,
άνοιξε τα πέταλά του,
ν’ αγκαλιάσει τη μαμά,
για ν’ αντέξει το κορμί της,
την αντάρα του πνιγμού της,
στην δική της αγκαλιά.
Ω, σεις όλοι που θωρείτε,
πίσω απ’ τις δολιοφθορές,
μην τολμήσετε ποτέ σας,
να πληγώσετε και τούτο,
το πανέμορφο μπουμπούκι,
της φτωχής τριανταφυλλιάς.
Γιατί αγκάθια μύρια έχει,
που να ξέρετε θα μπήξει,
σ’ όποιες άλλες ερινύες,
της αρπάξουν απ’ τα σπλάχνα
το μπουμπούκι της χαράς…
ΟΥΡΑΝΟΣ (22/6/2017)
Ανάρτηση στο Facebook.