των Δημήτρη Κούλαλη και Δήμητρας Μυρίλλα
αναδημοσίευση από τον Ημεροδρόμο
Το ΥΠΠΟΑ, δια στόματος της κ. Μενδώνη, υπογράμμισε ότι «η βασική απόφαση για την απόσπαση των αρχαιοτήτων ελήφθη μετά από γνωμοδότηση του ΚΑΣ τον περασμένο Δεκέμβριο. Στις 18 Δεκεμβρίου γνωμοδότησε επί της αρχής το ΚΑΣ. Ένας από τους όρους της απόφασης ήταν να κατατεθεί από την Αττικό Μετρό η μελέτη της απόσπασης και της επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων». [MegaTV, 24/9/2020].
Από την άλλη, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) επεσήμαινε ότι «η υποβληθείσα “Αναμορφωμένη Μελέτη απόσπασης, προσωρινής αποθήκευσης και επανατοποθέτησης των αρχαιολογικών ευρημάτων στον Σταθμό Βενιζέλου” του σχήματος ΑΚΤΩΡ- KorresEngineering, (…) δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά ακρίβειας ». Δεν υπάρχει συγκεκριμένη μεθοδολογία απόσπασης για κάθε τμήμα που θα αποσπαστεί, μεταφερθεί και επανατοποθετηθεί, λένε οι αρχαιολόγοι. Προσθέτοντας ότι «δεν εφαρμόζεται σε καμία περίπτωση αυτό που ορίζει η ίδια η Υπουργική Απόφαση [όρος 2] για την τρισδιάστατη αποτύπωση ». Αντιθέτως, «εκείνο που παρουσιάζεται στη μελέτη είναι η χωροθέτηση των υπό απόσπαση αρχαιοτήτων σε ένα τοπογραφικό σχέδιο».
Σκεπτικισμός επικρατεί στον ΣΕΑ ακόμη και για τον χρόνο παράδοσης του Μετρό στο κοινό (η κυβέρνηση υπολογίζειτον Απρίλιο του 2023) καθώς, όπως τονίζει ο Σύλλογος:«ακόμη κι αν η Αττικό Μετρό υπολογίζει ότι η απόφαση του ΣτΕ που θα συνεδριάσει στις 6 Νοεμβρίου 2020 θα είναι θετική και θα εκδοθεί μέχρι τα τέλη του έτους, αρχές του 2021 κι αν «ακόμη το έργο της απόσπασης χρειάζεται 5 μήνες για να ολοκληρωθεί (…) οι ανασκαφές στα υποκείμενα στρώματα χρειάζονται ένα χρόνο», με την κατασκευή του σταθμού να πλησιάζει τους δεκαοκτώ μήνες «όπως η ίδια η Αττικό Μετρό έχει ανακοινώσει» [ΣΕΑ 24/9/2020].
Για τον γενικό γραμματέα του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων, Στάθη Γκότση, πρόκειται για μια«πολιτική απόφαση που ελήφθη με γνώμονα ούτε την ολοκλήρωση του Μετρό ούτε την εξυπηρέτηση των πολιτών της Θεσσαλονίκης ούτε την προστασία και ανάδειξη του εξαιρετικού και σπάνιου αρχαιολογικού ευρήματος, αλλά μόνο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εμπλεκόμενων εταιρειών» [TPP, 22/9/2020].
Έχει τονιστεί και παλιότερα, εδώ, στον «Ημεροδρόμο» ότι τόσο το αρθρ. 24 του Συντάγματος, όσο και οι νόμοι (άρθρο 42 του 3028/2002 – Αρχαιολογικός Νόμος), μα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, η οποία κυρώθηκε με το του ν. 3378/2005 και τέθηκε σε ισχύτην 11η Ιανουαρίου 2007, καθώς και η Σύμβαση της Γρανάδας (άρθρα 1 και 5) υποχρεώνουν την πολιτεία να προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου, θεωρώντας«μη επιτρεπτή τη μετακίνηση και πολύ περισσότερο την καταστροφή κάθε κατασκευής, η οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού ενδιαφέροντός της, εκτός αν επιτακτικοί λόγοι προστασίας του ίδιου του μνημείου επιβάλλουν την μετακίνησή του» [Ημεροδρόμος, 17/12/2019].
Οι φορείς που αντιδρούν στην απομάκρυνση των αρχαιοτήτων επισημαίνουν ακόμη ότι μεγάλη ανησυχία προκαλεί το ζήτημα της επανατοποθέτησης. Καθώς,η «παρουσίαση και ανάλυση βασικών δεδομένων» απουσιάζει από το τεύχος της μελέτης επανατοποθέτησης, υπονομεύοντας ξεκάθαρα την επανατοποθέτηση ως «αναπόσπαστο μέρος ενός έργου».
Βέβαια, οι παροικούντες την πολιτιστική Ιερουσαλήμ γνώριζαν εδώ και καιρό ότι οι διεθνείς συμβάσεις, οι Χάρτες Προστασίας, οι νόμοι, η εγχώρια και διεθνής νομολογία, όπως και η άποψη των ειδικών θα πεταγόταν στο καλάθι των σκουπιδιών. Βλέπετε, ήταν ότι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης που είχε προκαταβάλλει (αν όχι υπαγορεύσει) την απόφαση του ΚΑΣ, δίχως να έχει προηγηθεί καμία θεσμική διαδικασία, ανακοινώνοντας στην περσινή ΔΕΘ την απομάκρυνση του υπό την προστασία της Unesco μνημείου από το κέντρο της Θεσσαλονίκη.
Ίσως, για την κυβέρνηση της ΝΔ, δεν είναι η επιχειρηματική τάξη που πρέπει να προσαρμόσει τις δραστηριότητές της στον σκοπό της διάσωσης και διατήρησης του πολιτισμού μας, μα ο πολιτιστικός πλούτος του τόπου που οφείλει να χωρέσει στα «παπούτσια» τού εκάστοτε εργολάβου.
Μιλάμε άλλωστε για μια πολιτική δύναμη που ξεκαθάρισε από τις πρώτες μέρες που ανέλαβε την εξουσία ότι ο πολιτισμός γενικά και το ΥΠΠΟΑ ειδικά αποτελούν το νέο «υπεραναπτυξιακό» όπλο της κυβέρνησής τους, που δε νοείται «να αντιμετωπίζεται ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη» και «δεν μπορεί να εργαλειοποιείται προκειμένου να εμποδίζονται οι επενδύσεις» [Έθνος, 22/7/2019, “Λίνα Μενδώνη: Στόχος η αυτοχρηματοδότηση του Πολιτισμού”].
Μέσα σε αυτό το οικονομίστικο πλαίσιο εντάσσονται και μια σειρά άλλων, στοχευμένων μέτρων του ΥΠΠΟΑ, όπως η διασύνδεση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και το Ακροπόλ, με τους πόρους και τις μελέτες να είναι εξασφαλισμένες από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος· αλλά και ο περιβόητος εκσυγχρονισμός «του θεσμικού πλαισίου, που αφορά στη λειτουργία των κρατικών μουσείων, με τη δημιουργία ΝΠΔΔ, όπου κρίνεται απαραίτητο».
Οι δύο αυτές προτάσεις συμπληρώνουν η μία την άλλη.
Και, φυσικά, δεν πρόκειται για ένα νέο δεδομένο. Ήδη από το 2013, το κυβερνόν κόμμα χαρακτήριζε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο «ως χαρακτηριστική περίπτωση που χρειάζεται να αναδιοργανωθεί στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου ανάπλασης του ιστορικού κέντρου, που θα την αναβαθμίσει ουσιαστικά».
Το ερώτημα που προκύπτει όμως εδώ είναι: Πώς σχετίζεται η αναδιοργάνωση του τρόπου διοίκησης του Μουσείου με την κοινωνική πραγματικότητα έξω από αυτό;
Στην πραγματικότητα, διαβάζουμε σε σχετική ανακοίνωση του ΣΕΑ, «το σχέδιο μετατροπής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου σε Ν.Π.Δ.Δ., σε συνδυασμό με τη χορηγία της μελέτης επέκτασης και σύνδεσης με το Ακροπόλ από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, προδιαγράφει την πρόθεση οικειοποίησης του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας από έναν ιδιωτικό φορέα».
Μάλιστα, όταν είναι γνωστό τοις πάσι ότι η λειτουργία Νομικών Προσώπων και Α.Ε. στο ελληνικό Δημόσιο, αποτέλεσε ουκ ολίγες φορές συνώνυμο της αδιαφάνειας, της κομματικής λειτουργίας και άλλων προβλημάτων.
Τρανό παράδειγμα το «στολίδι» της Διονυσίου Αρεοπαγίτου 15, το Μουσείο της Ακρόπολης. Ένα μουσείο που συστάθηκε εξαρχής ως ΝΠΔΔ και αποτελεί, όπως έχει καταγγελθεί παλιότερα, αντί για «φάρο» πολιτισμού, κλασική περίπτωση κομματοκρατίας. Τόσο, λόγω της ευχέρειας που διαθέτει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία να διορίζει τα «δικά της παιδιά» στο Δ.Σ., όσο και λόγω του γεγονότος ότι κατά το παρελθόν ο μουσειακός χώρος παραχωρήθηκε για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων της κομματικής νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος.
Επιπλέον, το επιχείρημα ότι τα μουσεία μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους χωρίς την κρατική χρηματοδότηση είναι τόσο σαθρό που αρκεί μόνο ματιά στην κατανομή των κονδυλίων του προϋπολογισμού της Γ.Γ. Πολιτισμού, ακόμη και στα χρόνια της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας της Τρόικα, για να διαπιστώσει κανείς ότι υπήρχε δημόσια χρηματοδότηση προς το κατά τα άλλα αυτοχρηματοδοτούμενο Μουσείο της Ακρόπολης.
Αυτό υποστηρίζουν οι αρχαιολόγοι.
Τονίζοντας παράλληλα ότι «αυτή η χρηματοδότηση δίδεται την ίδια στιγμή που το Μουσείο (…) δεν αποδίδει τίποτα από τα έσοδα του στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων», ως όφειλε, βάσει του Ν.3711/2008.
Είναι επομένως προφανές, λαμβάνοντας κανείς υπόψη και τη δαιδαλώδη μορφή της διοίκησης του Μουσείου της Ακρόπολης, σε αντίθεση με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το μεγαλύτερο στη χώρα, ότι η πρόθεση της κυβέρνησης να μετατρέψει τα ελληνικά μουσεία σε ΝΠΔΔ, όχι απλά δεν αποδεσμεύει το κράτος από την υποχρέωση της οικονομικής κάλυψης των πάγιων αναγκών τους, αλλά ανοίγει την κερκόπορτα στις δυνάμεις της αγοράς προκειμένου αυτές να διαχειριστούν το πολυτιμότερο πράγμα για έναν λαό μετά την ελευθερία του: Τη μνήμη. Με όρους κέρδους και ζημίας, όμως.
Ίσως έτσι εξηγείται η πρεμούρα των σημερινών κυβερνώντων να σπεύσουν, σε επίπεδο προγραμματικών δηλώσεων, να στρώσουν τον δρόμο για την παραίτηση της Πολιτείας από τη συνταγματική της υποχρέωση έναντι των πολιτιστικών αγαθών, ανοίγοντας παράλληλα και τη συζήτηση για την «αυτοχρηματοδότηση» του Πολιτισμού. Τίποτα, όμως, πιο αναληθές, τίποτα πιο επικίνδυνο και τίποτα πιο αναχρονιστικό από αυτή την τάχα εκσυγχρονιστική λεξούλα. Αυτοχρηματοδότηση σημαίνει σύνδεση της λειτουργίας των Μουσείων με τον ισολογισμό κόστους – οφέλους, με τη βιωσιμότητα της επιχειρηματικής λογικής και εν τέλει με τη διολίσθηση των πολιτιστικών αγαθών στην πιο αγοραία και φθηνή εκδοχή τους.
Αυτό θέλουν στη ΝΔ;
Δε γνωρίζουμε. Πάντως, η πρόθεση της κυβέρνησης Σαμαρά να δώσει τη δυνατότητα μετατροπής ενός ΝΠΔΔ σε ιδιωτικού δικαίου μόνο με ένα απλό Π.Δ. δεν αφήνει περιθώρια περαιτέρω αμφιβολιών.
Θα πείτε: Τα πρόσωπα είναι διαφορετικά.
Ναι. Αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για το μείγμα πολιτικής των κομμάτων που εκπροσωπούν.
Ο νόμος για το Ακροπόλ που φρόντισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να εισάγει στην έννομη τάξη το καλοκαίρι του 2020 είναι η εμφατική δήλωση και των μελλοντικών προθέσεων. Και σε αυτό τον νόμο αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω: ιδρύει ΝΠΙΔ για τη διαχείριση Ακροπόλ, με άλλα λόγια η στήριξη του δημιουργικού τομέα του σύγχρονου πολιτισμού και της σύνδεσης της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη σύγχρονη δημιουργία θα αποτελεί αντικείμενο ενός διορισμένου Δ.Σ. Περιορίζει τα έσοδα του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, δηλαδή του τροφοδότη των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων, ανοίγοντας παράθυρα στους ιδιώτες να παράγουν αυθεντικά αντίγραφα και απελευθερώνοντας μεγάλο κομμάτι των απεικονίσεων μνημείων από το επιχειρηματικό και τουριστικό κεφάλαιο χωρίς την υποχρέωση της καταβολής τελών.
Εξάλλου, αυτή είναι η «γραμμή» των Βρυξελλών…
« Η μουσική αποτελεί μεγαλύτερη εξαγωγική βιομηχανία απ’ το χάλυβα», Γ. Παπανδρέου
Τον Νοέμβριο του 2014 συνεδρίασε το συμβούλιο των υπουργών Πολιτισμού της ΕΕ. Εκεί, τα κρύα χαμόγελα και το gloomyπεριβάλλον των Βρυξελλών ήρθε να… ζεστάνει η συζήτηση για την «συμβολή του πολιτιστικού – δημιουργικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής κληρονομιάς, στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”».
Ποια ήταν η στρατηγική;
Μα, ποια άλλη από εκείνη που συνέχισε τους σχεδιασμούς της ΕΕ από εκεί που τους άφησε το 2010 η στρατηγική της Λισαβόνας.
Ξέρετε, εκείνος ο μεγαλόπνοος σχεδιασμός που τροφοδότησε την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας με πάμφθηνο εργατικό δυναμικό, χωρίς δικαιώματα.
Α, μην το ξεχάσουμε: Εκεί, θα συναντήσουμε και τον διαβόητο όρος της «ευελφάλειας» (βλ. ευελιξία και ασφάλεια), καθώς και μια σειρά άλλων, «προοδευτικών» εργαλείων, όπως η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας…
Κλείνει η παρένθεση.
Ήταν τόσο επιτυχημένη η συνταγή, που οι Ευρωπαίοι Υπουργοί Πολιτισμού αποφάσισαν, ίσως, πάνω από ζεστά κρουασάν και καφέ, να εφαρμοστεί και στο εσωτερικό της «πολιτιστικής» βιομηχανίας.
Το τι ακολούθησε, πάντα ως χείριστη συνέχεια της ίδιας εκμεταλλευτικής μαυρίλας, μπορείτε να το διαπιστώσετε στο άρθρο που δημοσιεύσαμε στον Ημεροδρόμο, το 2017. Εκεί, συναντάμε την αγοραία πραγματικότητα των ανθρώπων του πολιτισμού: Μαύρη, αδήλωτη, ανασφάλιστη εργασία, «εθελοντική» απλήρωτη εργασία φοιτητών προπτυχιακών και μεταπτυχιακών για «συγκέντρωση εμπειρίας»κ.λπ[Hμεροδρόμος, 20/6/2017, “Αγοραίος Πολιτισμός – Αναλώσιμοι Εργαζόμενοι. Μια διαλεκτική σχέση].
Τη μοίρα των εργαζομένων ακολούθησαν και τα πολιτιστικά μνημεία.
Όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικό ρεπορτάζ του Γ. Τραγγανίδα στο «Periodiko.gr», οι άρχοντες του Συμβουλίου πρότειναν (διάβαζε υπέδειξαν) στα κράτη μέλη της ΕΕ «να προωθήσουν μια πιο ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών και του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό επίπεδο»!
Για να είμαστε όμως δίκαιοι, πρέπει να θυμίσουμε ότι το επιχειρηματικό ρεσάλτο στον χώρο του πολιτισμού είχε ήδη συντελεστεί, διαμέσου της «αθώας», ουχί αθρόας εμφάνισης διάφορων σοβαροφανών «πολιτιστικών ιδρυμάτων» τραπεζών και μεγάλων «μπράντς» της αγοράς, μα και μέσα από τη σύσταση «συλλόγων» που στόχευαν στη γεφύρωση της «κοινωνίας των πολιτών», λέγε με μεγάλο κεφάλαιο, με τον πολιτιστικό πλούτο.
«Ορμάτε, αδέλφια», ίσως είπαν μεταξύ τους οι «νόμιμοι» ιδιοκτήτες της χώρας.
Ποιος ξέρει;
Πάντως το πολιτικό προσωπικό του τόπου έκανε ό, τι ήταν δυνατόν για να τους εξυπηρετήσει…
Δεν είναι μόνο οι δηλώσεις του προσώπου των τελευταίων ημερών και πρώην Υπουργού Πολιτισμού, Κώστα Τασούλα που έλεγε ότι: «Η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να λειτουργήσει ως μοναδικό, συγκριτικό πλεονέκτημα για την προσέλκυση τουριστών, επενδυτών και επαγγελματιών του πολιτιστικού χώρου». Αλλά και ο νόμος 4146 του 2013 (ΦΕΚ Α 90/18-4-2013) για τη «Διαμόρφωση Φιλικού Αναπτυξιακού Περιβάλλοντος για τις Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις και άλλες διατάξεις» που προέβλεπε ότι: «Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, μπορεί να καθορίζονται για την πραγματοποίηση στρατηγικών επενδύσεων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, οι ειδικοί όροι ανάδειξης και προστασίας αρχαιοτήτων και άλλων μνημείων που εντοπίζονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης ή υπάρχουν πριν από την έναρξή της».
Πρακτικά, πρόκειται για ένα νομοθέτημα που ήρθε για να καταργήσει τον δημόσιο χαρακτήρα του πολιτισμού, ενώ παράλληλα έδωσε το ελεύθερο στους ενδιαφερόμενους ιδιώτες να διαχειρίζονται την πολιτιστική μας κληρονομιά «εις βάρος του αρχαιολογικού έργου και των μνημείων» (ΣΕΑ 11/2012).
Ένα χρόνο αργότερα (2014) η πολιτική ηγεσία επιχείρησε να εισάγει το «επιχειρηματικό πνεύμα» και στους εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους Κεραμεικό και Βραυρώνα εμπλέκοντας το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος σε πρόγραμμα αναβάθμισης και διαχείρισής τους. Μετά από την αποκάλυψη από τον Ημεροδρόμο [Ημεροδρόμος 26/9/2014 «Ξεπουλάνε Βραυρώνα και Κεραμεικό στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος], το εν λόγο σχέδιο δεν προχώρησε… όχι διότι αναγνώρισαν το λάθος, αλλά μάλλον διότι αναβλήθηκε για την εποχή που οι συνθήκες θα είναι πιο ώριμες…
Και μάλλον τον Αύγουστο του 2020 θεωρήθηκε ότι οι συνθήκες ωρίμασαν, ώστε να αναλάβει δράση η γενναιόδωρη και μεγαλόψυχη ιδιωτική πρωτοβουλία.
Έξι χρόνια μετά την ανάληψη την ανάληψη της έρευνας του ναυαγίου των Αντικυθήρων από το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη (που διέθεσε για την έρευνα το σκάφος «ΓΛΑΡΟΣ») μια περίεργη υπόθεση εξελίχθηκε στο βυθό του νησιού.
Εδώ, είναι σημαντικό να θυμίσουμε την παλαιότερη δήλωση του κ. Τασούλα ότι το Ίδρυμα «επιτελεί στόχο πολιτειακό»!, καθώς και ότι στην έρευνα συμμετείχε ένα πολυεθνικό «κοκτέιλ» εταιρειών, όπως η ελβετική εταιρεία Hublot, η ΟΤΕ-COSMOTE, η JF WhiteConstructing Co., το SwordspointFoundation, το CostaNavarinoκ.ά [ περισσότερα στο: http://www.laskaridou.gr/article.php?view=414].
Όλοι, πλην Λακεδαιμονίων…
Το υπουργείο ήταν τυπικά μόνο παρόν, με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ) να παριστάνει τον «φτωχό συγγενή» των επιφανών φίλων του πολιτισμού μας.
Έτσι, τον περασμένο Αύγουστο κι ενώ η χώρα φορούσε τα γιορτινά της για τον εορτασμό της Παναγίας, αποκαλύφθηκε ότι ο εφοπλιστής Πάνος Λασκαρίδης ανέλκυσε, χωρίς τις απαιτούμενες άδειες της ΕΕΑ, μια λίθινη αρχαία άγκυρα από τον κόλπο Φάρου Απολυτάραις και ένα κανόνι του 17ου-18ου αι. από το λιμάνι Ποταμό των Αντικυθήρων.
«Η ανέλκυση δύο αντικειμένων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος από σκάφος Έλληνα εφοπλιστή και η μεταφορά τους σε ιδιωτική αποθήκη, ερήμην της αρμόδιας Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, συνιστά πράξη παράνομη», σχολίαζε λίγο μετά ο ΣΕΑ.
Πάντως για την υπουργό Πολιτισμού, φαίνεται να μην υπήρχε ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας.
«Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός», δήλωσε η κ. Μενδώνη, ερωτώμενη γιατί δεν ακολουθήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες[Εφημερίδα των Συντακτών 25/8/2020 και Δελτίο Τύπου ΥΠΠΟΑ 25/8/2020].
Ωστόσο, δεν αναφέρθηκε στις διατάξεις του Ν. 3028/2002, που θεσπίστηκε ακριβώς για την εφαρμογή του άρθρου 24, οι οποίες προβλέπουν την ύπαρξη μιας ισχυρής δημόσιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αποκλειστικά αρμόδιας για την προστασία και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων.
Φυσικά, η κυρία Υπουργός δεν είναι…ξεχασιάρα.
Υπηρετεί μια συγκεκριμένη πολιτική, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η αγοραία κερδοφορία με κάθε κόστος.
Άλλωστε, την ίδια πολιτική εφαρμόζει η κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει, και μάλιστα εντατικοποιεί, κι απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Με τη μόνη διαφορά ότι τα μνημεία δεν έχουν φωνή. Οι άνθρωποι, όμως…