του Κωνσταντίνου Πουλή 

Θέλω να μιλήσω για δύο σημεία από αυτή τη συνέντευξη: Το ένα αφορά το τι περιμένει αυτή η μάνα σήμερα. Εξηγεί λοιπόν ότι δικαίωση δεν υπάρχει, μετά από μια δολοφονία. Αν την άφηναν μόνη με τον Ρουπακιά θα τον έκανε κομμάτια, λέει, αλλά καμία τιμωρία δεν μπορεί να φέρει πίσω τον γιο της. Μέχρι εδώ το καταλαβαίνω αυτό και είναι αναμενόμενο ίσως. Με τάραξε όμως αυτό που είπε λίγο μετά. Πως αυτό που την τρελαίνει είναι να βλέπει ότι δεν υπάρχει ίχνος μετάνοιας στα πρόσωπά τους.

Σκεφτόμουν ότι την ίδια ώρα που χρησιμοποιούμε το «εμφυλιοπολεμικό κλίμα» και την «εμφυλιοπολεμική ρητορική» για ψύλλου πήδημα, δηλαδή κάθε φορά που κάνει ένας πολιτικός μία λίγο τσιμπημένη δήλωση μπας και παίξει στα κανάλια, αυτή είναι η μοναδική αληθινά εμφυλιοπολεμική στάση που αναγνωρίζω. Ότι υπάρχει ένας δολοφονημένος και ο άλλος αντικρίζει τη μάνα του και την αντιμετωπίζει με μίσος και σαδισμό. Ότι λοιπόν για τον απέναντι δεν υπάρχει τίποτε ιερό, ούτε ο πόνος της μάνας που έχασε το παιδί της, ούτε βεβαίως η ίδια η ζωή. Αυτό ναι, είναι κλίμα ακριβώς και κυριολεκτικά εμφυλιοπολεμικό.

Έχω συναντήσει στο κοινωνικό μου περιβάλλον μόνο δύο χρυσαυγίτες, έναν πιτσιρικά (μαθητή μου στα μαθήματά του θεάτρου) και έναν ακροδεξιό διανοούμενο που παραπονιόταν ότι το κράτος χαϊδεύει τους αναρχικούς και κυνηγάει τους φασίστες. Δεν μιλάω με κανέναν από τους δύο πια. Η σκέψη μου όμως επανέρχεται στη Μάγδα Φύσσα. Μπορεί να έλεγαν, όσοι το έλεγαν, (και ευτυχώς εγώ δεν τα έλεγα ποτέ) ότι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής ήταν παραπλανημένοι. Η δολοφονία του Φύσσα ήταν το ορόσημο μετά το οποίο αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε εντελώς ωμά πια τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής ως τους δυνάμει δολοφόνους μας.  Να λοιπόν που το να είσαι ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής σημαίνει να κάθεσαι απέναντι στη Μάγδα Φύσσα, να την κοιτάς στα μάτια και να της λες «πού είναι ο Παύλος σου τώρα;».

Το δεύτερο σημείο που με συντάραξε σε αυτήν τη συνέντευξη ήταν όταν μιλούσε για τα εικοσάχρονα κορίτσια που βρήκαν το θάρρος να καταθέσουν. Πρόκειται για κορίτσια που δεν ήταν φίλες του Παύλου Φύσσα, συνεπώς δεν είχαν κανένα προσωπικό χρέος απέναντί του για να αναλάβουν ένα τέτοιο ρίσκο. Η μία μιλάει στο τηλέφωνο με τη μάνα της, και η μάνα της της λέει «Τώρα, βγες από το περιπολικό και έλα σπίτι, δεν θα πας πουθενά» και αυτή της απαντάει «Σκέψου μόνο ότι σκοτώναν τον αδερφό μου. Θα ήθελες να μην υπάρχει ένας μάρτυρας;» Και πηγαίνει, καταθέτει, ξέροντας προφανώς ότι ξεκινάει μια καινούργια ζωή, κατά την οποία θα έχει μπλεξίματα με μαχαιροβγάλτες.

Λέμε χαριτολογώντας ότι «η μάνα του δειλού δεν έκλαψε ποτέ» και μου φαίνεται ανθρώπινη αυτή η δικαιολόγηση της δειλίας, που μπορεί να προστατεύει από τον θάνατο. Το συγκλονιστικό όμως με τη Μάγδα Φύσσα είναι πως είναι ταυτοχρόνως μία μάνα που κλαίει το παιδί της, και που ψήνει δύο καφέδες το πρωί λες και πρόκειται να ξανασυναντηθούν, και που είναι την ίδια στιγμή υπερήφανη που το παιδί της δεν φοβόταν και δεν φοβήθηκε.

Σκέφτομαι λοιπόν τα δύο νεαρά κορίτσια και λέω ότι μπορεί η εξαχρείωση να είναι κολλητική, αλλά να που μερικές φορές είναι κολλητική και η γενναιότητα. Από τους νεκρούς δεν μένει τίποτε, παρά μόνο ο τρόπος που τους θυμόμαστε. Και έτσι θέλω να ευχαριστήσω το Θύμιο και τον Αποστόλη για αυτή τη συγκλονιστική συνέντευξη και να εκφράσω το θαυμασμό μου προς τη Μάγδα Φύσσα και μετά σε όλους όσοι εμπλέκονται σε αυτή τη δίκη με θάρρος και διακινδύνευση. Γιατί ο καλύτερος τρόπος για να θυμόμαστε έναν άνθρωπο που δεν φοβήθηκε είναι με το να παίρνουμε λίγο από το θάρρος του.