Του Παντελή Παντελόγλου

Οι «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ» είναι ένα πρώιμο χειρόγραφο του Κάρολου Μαρξ που γράφτηκε την άνοιξη του 1845. Σ’ αυτό ο νεαρός φιλόσοφος συμπυκνώνει σε 11 θέσεις, που καλύπτουν μόλις 3-4 σελίδες, την κριτική του στον αριστερό εγελιανισμό όπως εκφραζόταν από τον Λουδοβίκο Φόιερμπαχ. Πρόκειται για ένα κείμενο που επισημαίνει τα όρια του «παλιού υλισμού» του Φόιερμπαχ, ο οποίος, σύμφωνα με τον Μαρξ, δεν καταφέρνει να ξεπεράσει ολοκληρωτικά την ιδεαλιστική θεώρηση του κόσμου που, ελέω Χέγκελ, μονοπωλεί ήδη από τότε την κεντροευρωπαϊκή αντίληψη για τη ζωή. Από τις θέσεις αυτές, γνωστή είναι μονάχα η τελευταία, σύμφωνα με την οποία «Οι φιλόσοφοι μονάχα ερμήνευαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε». 
 
Το αίτημα της αλλαγής του κόσμου δεν είναι ένα αίτημα θεωρητικό και αφηρημένο. Στις λιγότερο γνωστές «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ», ο θείος Κάρολος, που πριν μια εβδομάδα συμπληρώθηκαν 195 χρόνια από τη γέννησή του, υποστηρίζει τον πρακτικό χαρακτήρα των κυρίαρχων φιλοσοφικών ερωτημάτων που ταλάνιζαν και ταλανίζουν την ανθρώπινη νόηση και την ανθρώπινη ύπαρξη εν γένει: «Στην πράξη πρέπει ο άνθρωπος ν’ αποδείξει την αλήθεια, δηλαδή την πραγματικότητα και τη δύναμη, το εντεύθεν της νόησής του. Η διαμάχη για την πραγματικότητα ή τη μη πραγματικότητα της απομονωμένης από την πράξη νόησης είναι καθαρά σχολαστικό ζήτημα». Η πρακτικότητα της μαρξικής προσέγγισης δεν αυτοϋπονομεύεται από το έργο που ανέλαβε ο Μαρξ στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Αντιθέτως, η ενδελεχής εργασία του με σκοπό την ερμηνεία των ανθρώπινων κοινωνιών, και ειδικότερα των οικονομικών σχέσεων, όπως αποτυπώθηκε στο γραπτό έργο του, είναι πρακτικό εργαλείο για την αλλαγή – σε διαλεκτική σχέση, βέβαια, με την πάλη για νέα οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, αυτό που ήδη από τις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ» ο Μαρξ ονομάζει «ανθρώπινη κοινωνία ή κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα» (σε αντίθεση με την κοινωνία «των πολιτών»).
 
Η κριτική στο μαρξικό σχέδιο του επιστημονικού σοσιαλισμού έχει αναπτυχθεί απ’ όλες τις πλευρές, τόσο δεξιά του, όσο και αριστερά του. Κύριο πεδίο της κριτικής αυτής είναι, κι απ’ τις δυο πλευρές, η πρακτική πραγματικότητα που ακολούθησε τις προλεταριακές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα – κάτι που μας κάνει να νομίζουμε ότι κι ο ίδιος ο θείος Κάρολος θα μπορούσε ν’ ασκήσει αυτή την κριτική, αν δεν τον είχε σκεπάσει το χώμα του Λονδίνου εδώ και 130 χρόνια.
 
Προς τι όμως όλος αυτός ο προβληματισμός; Τι σχέση έχει με το γεγονός ότι σήμερα στον ελλαδικό χώρο δεν κουνιέται φύλλο, από την άποψη των θιγόμενων τουλάχιστον, όπως προσπαθούμε να δείξουμε σ’ αυτά τα δισέλιδα εδώ και 4 περίπου μήνες; Σε τι μπορεί να μας εμπνεύσει ένας νεκρός και το σχέδιό του, για το οποίο δεν μπορούμε καν να συμφωνήσουμε στο εσωτερικό της μικρής ομάδας του ThePressProject;
 
Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω σαφή απάντηση. Ξέρω όμως ότι αυτές οι 3-4 σελίδες που έγραψε ο νεαρός Μαρξ το 1845 βρήκαν το δρόμο της δημοσίευσης 43 ολόκληρα χρόνια αργότερα, όταν ο Φρίντριχ Ένγκελς ξεσκόνισε κάτι χειρόγραφα που είχαν εγκαταλειφθεί «στην τρωκτική κριτική των ποντικών», όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Κι ακόμη ξέρω πως η ενδέκατη θέση για τον Φόιερμπαχ είναι γραμμένη με χρυσά γράμματα στο κεντρικό κλιμακοστάσιο του Πανεπιστημίου Χούμπολτ στο Βερολίνο. 
 
Είναι να μη χαμογελά κανείς με τις δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας ακόμη και στις πιο ζοφερές στιγμές; Και πώς να μην εξακολουθούμε να βασιζόμαστε στην αρχή που πρωτοδιατύπωσε ο Ηράκλειτος κι έκτοτε κινεί το προοδευτικότερο κομμάτι της ανθρωπότητας: «πάντα χωρεί και ουδέν μένει»;