του Χρήστου Αγγελάκου

 

 

Ευτυχώς!

 

μόνη, επιτέλους, με τις παγέτες στο μαύρο φόρεμα να ’χουν θαμπώσει από ώρα, ήσυχη και άδεια πια, σε μια γωνιά του σαλονιού, ν’ ακούει το ροχαλητό του καθώς σκάει στους τοίχους της κρεβατοκάμαρας, ν’ ακούει τα κενά της άπνοιας, της δικής του άπνοιας, αυτά τα κενά που την βάζουν σε σκέψεις, αν πεθάνει, αν πεθάνει τώρα, αν δεν έρθει η επόμενη εισπνοή, αν είναι αυτή η τελευταία του, στο σπίτι με τα σβησμένα φώτα, τη σιωπή, με τα παιδιά που λείπουν όλη νύχτα και με τα πτώματα σε αποσύνθεση πάνω στο τραπέζι

 

          να μαζέψει τα κόκαλα, αυτό πρέπει να κάνει, να μαζέψει τ’ άσπρα κόκαλα, να χωρίσει τις σάρκες, να φυλάξει, να πετάξει, να τα ξεφορτωθεί όλα, τα μανιτάρια στο χρώμα του πετρελαίου, τη σάλτσα με τις ρωγμές στην έρημό της, τα περιττώματα της μους στα κολονάτα ποτήρια και τα λαχανικά που κοροϊδεύουν τη φρεσκάδα της νιότης τους –μπορεί και τη δικιά της

 

                                                                        ευτυχώς, λέει μέσα της αργά, ευτυχώς 

χρεοκόπησα, χρεοκόπησε, χρεοκοπήσαμε, κι αυτό είναι το τελευταίο τραπέζι πριν τους δικαστικούς κλητήρες, τις κατασχέσεις, τους πλειστηριασμούς, είναι η τελευταία φορά που τα κραγιόν δαγκώνουν τα ποτήρια, τα κρασιά ζωγραφίζουν άγνωστες χώρες στο τραπεζομάντιλο, τα κεριά βουλιάζουν στα κηροπήγια και τα πιρούνια τρυπάνε το ταβάνι, κοιτάζοντας ηλίθια τον ουρανό

 

                είναι η τελευταία

φορά που τα χείλη του, βουτηγμένα στο λίπος, πιέζουν τα δικά της χείλη για να της ευχηθούν χρόνια πολλά κι ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος, και πώς την πατήσαμε έτσι, λένε τα μάτια του, τα μάτια που αναζητούσαν παντού ευκαιρίες για ανάπτυξη, εξάπλωση, κερδοφορία, τις αναζητούσαν παντού, και στις διπλότυπες αποδείξεις και στους παραποιημένους ισολογισμούς και στις ακάλυπτες επιταγές και στον πάτο της πισίνας και στο δερμάτινο σαλόνι της μερσεντές και στη θυρίδα με τα χρυσαφικά κι ανάμεσα στα μπούτια της Ουκρανής κι ανάμεσα στα μπούτια της

 

        αρπάζει το μπούτι και το πετάει με την πιατέλα στη σακούλα των σκουπιδιών, ωραίες σακούλες, ευρύχωρες, σε ζωντανά χρώματα, εκείνη προτιμάει το λιλά, με τη μυρωδιά της λεβάντας που τη χτυπάει στα ρουθούνια καθώς τις ανοίγει, καθώς ανοίγει τις σακούλες τη μια μετά την άλλη κι αδειάζει μέσα τους κιτρινισμένες σαντιγύ και σκαλιστά μαχαιροπίρουνα, ξινισμένα κρασιά και κρυστάλλινα ποτήρια, λιωμένες πατάτες και πορσελάνινα σερβίτσια, πετσέτες με τ’ ασημένια δαχτυλίδια τους, τη βέρα και τα κρεμαστά της σκουλαρίκια, καθώς αδειάζει μέσα τους τα στολίδια του δέντρου μαζί με τα φωτάκια, κι ύστερα στέκει, μόνη, ευτυχώς, στη σκοτεινή μπαλκονόπορτα, βγάζει το μαύρο φόρεμα και το χώνει κι αυτό στη σακούλα, βγάζει τις γόβες, το καλσόν και τα εσώρουχά της, δένει καλά τα πλαστικά σκοινιά από πάνω τους, να μην μπορούν να φύγουν, να μη φύγουν ποτέ ξανά, όσο εκείνη μένει γυμνή στο πουθενά, εκεί που είναι πια η ζωή της.

 

Info: Το νέο μυθιστόρημα του Χρήστου Αγγελάκου, «Το δάσος των παιδιών», κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.